Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Η συγγένεια πολιτών-πολιτικών ως πολιτισμική μήτρα του φασισμού-ναζισμού



Η κοινωνία συνδέεται πολλαπλά με το πολιτικό σύστημα, μέσω των στενών σχέσεων με τον εκάστοτε πολιτικό, ως φυσικό πρόσωπο και ως σύμβολο. Σε συμβολικό επίπεδο, το κόμμα, οι πολιτικοί, η κυβέρνηση κλπ αντιπροσωπεύουν την συλλογική ταυτότητα και την κοινωνία (δημόσιος χώρος). Αλλά και στο πιο στενό, ιδιωτικό χώρο, χάρη στην «αιματική» ή «πνευματική συγγένεια».

Η συγγενειακή δομή δημιουργεί «σημαίνοντες» δεσμούς, ενώ παράλληλα διεμβολίζει το ατομικό φαντασιακό. Το άτομο (ιδιώτης – και άρα όχι πολίτης) δεν εκπροσωπείται απλά από τον πολιτικό παράγοντα, αλλά έχει σχέσεις ιδιαίτερης εξάρτησης, ανταλλαγής και αμοιβαίας υποχρέωσης – είναι «συγγενείς».

Λόγω αυτής της οικειότητας και «κουμπαριάς» με τον πολιτικό ηγέτη, ο «κουμπάρος»-ψηφοφόρος μπορεί συχνά και χωρίς ιδιαίτερο κόστος να «του την πει», να τον βρίσει, να τον χλευάσει κλπ.

Δεν έγινε ξαφνικά επαναστάτης∙ λειτουργεί μέσα στα κανονιστικά πλαίσια που οριοθετούνται από αυτόν τον ξεχωριστό και πολύ σημαντικό, αξιακά και συμβολικά, δεσμό. Είναι ο «δικός μας άνθρωπος, της οικογένειας». Από εκεί και πέρα οι εξυπηρετήσεις, τα γλειψίματα και βολέματα είναι η φυσική συνέπεια από το αλισβερίσι ανάμεσα στους «δικούς μας ανθρώπους».

Η προσφώνηση των εκατέρωθεν πλευρών της εν λόγω συγγενικής σχέσης με το μικρό όνομα ή και το υποκοριστικό («Γιωργάκη, Κωστάκη, Αντρέα, Αντρίκο», κλπ.) εκφράζει στο επίπεδο της γλώσσας αυτήν την οικειότητα-ταυτότητα μεταξύ των ιδιωτών-«πολιτών» και του πολιτικού κόσμου.

Η ιδιαίτερη (στο ευρύτερο πλαίσιο των βαλκανικών κοινωνιών) πολιτισμική δομή του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο, καθορίζει και τη στενή σχέση-διαπλοκή κράτους και ανθρώπων.
Αυτή όμως η οικειότητα δεν εμποδίζει – μάλιστα ακριβώς εξαιτίας αυτής – την καχυποψία και την εχθρότητα από τη μεριά των ψηφοφόρων προς το κράτος και τους υπαλλήλους του, αλλά και προς τους πολιτικούς διοικητές του. Καθώς αντανακλάται η συγγενική σχέση, η οποία -όπως ειπώθηκε- στηρίζεται στον ανταγωνισμό, στην αντιπαλότητα και στην έλλειψη εμπιστοσύνης, ανάλογα χαρακτηριστικά ενσταλλάζονται και στην πελατειακή σχέση κράτους και πολιτών.

Συνεπώς, αυτό το μίγμα στενής αλληλεξάρτησης και «ανυπόταχτης ψυχής» της ελληνικής κοινωνίας δημιουργεί σύγχυση και συσκοτίζει την πραγματικότητα. Το άτομο αυτοπαρουσιάζεται και αφομοιώνει αναπαραστασιακά τον εαυτό του, πότε ως «κολλητό» κάποιου πολιτικού ή κρατικού υπαλλήλου και πότε ως ανεξάρτητο και υπεράνω όλων υποκείμενο.

Στην πρώτη περίπτωση, κομπάζει και αυτοϊκανοποιείται με το «προνόμιό» του. Γίνεται μέρος της εξουσίας και αναπαράγει την ιεραρχία.
Στην δεύτερη, απαλλάσσει τον εαυτό του από τις ευθύνες που απορρέουν από την προσωπική του στάση. Έχει ένα ισχυρό άλλοθι, άλλωστε: εξεγείρεται, τα λέει «έξω από τα δόντια», άφοβος, ενώ οι ακροατές του τον επευφημούν, παροτρύνοντάς τον: «πες τα!».

Γενικώς, με κάθε αφορμή «αγανακτεί» και απαξιώνει τους πάντες, σαν να είναι αυτός έξω από το σύστημα, αμέτοχος και ανεύθυνος, ένας αποστασιοποιημένος παρατηρητής και αδέκαστος κριτής. Και ας συμπεριφέρεται την επόμενη στιγμή με τρόπους που πριν, από τη θέση του «αντικειμενικού» και «αυστηρού» κριτή, καταδίκαζε.

Αν και δεν είναι μικρός ο πειρασμός να αρχίσεις να τον θαυμάζεις για το πώς καταφέρνει τόσα πολλά και αντιφατικά ταυτόχρονα, ο σύγχρονος νεοέλληνας, άξιος συνεχιστής των «προγόνων» του, καταπιέζει όλους αυτούς που είναι πιο αδύναμοι από αυτόν.

Αυτούς που δεν ανήκουν, ούτε έχουν τη δυνατότητα να ανήκουν στο κλειστό σχήμα που συνιστά τη συλλογική ταυτότητα, το «έθνος». Το «εμείς» που ορίζεται από μια μυθική «ουσία», την «ελληνικότητα» ή «ελληνισμό».

Αυτούς που θα είναι διαρκώς εξορισμένοι στο χώρο-κατηγορία των «άλλων».
 
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να συνεχίζεται γιατί είναι ηλίου φαεινότερον ότι οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα προς τον κοινωνικό εκφασισμό και εν συνεχεία, στρώνει με τις καλύτερες προϋποθέσεις τον δρόμο προς την κόλαση του φασισμού-ναζισμού.

Αθήνα, 9/10/2013

Δημήτρης Φασόλης