Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ



Τα κείμενα έχουν ξαναδημοσιευτεί στο μπλογκ "Άμεσος Λόγος και Δράση 2" http://www.amesoslogoskaidrasi2.blogspot.com/

Η γλώσσα ως εργαλείο χειραφέτησης της σκέψης

Οι προτάσεις κρίσεως
Η σκέψη είναι μια σύνθετη διαδικασία που, παρά τη σημαντική ανάπτυξη των επιστημών που ασχολούνται με το θέμα, ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί και διερευνηθεί πλήρως. Έτσι, μένουν αναπάντητα ερωτήματα και ανεξιχνίαστες πτυχές σχετικά με την πολύπλοκη αυτή διαδικασία του νου, αλλά και των λειτουργιών του βιολογικού οργάνου που είναι ο φορέας της σκέψης, του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αν και με τη «γλωσσική στροφή»[1] στις ανθρωπιστικές επιστήμες είχε εδραιωθεί για δεκαετίες ότι η σκέψη είναι ταυτόσημη ή ομόλογη με τη γλώσσα, δηλαδή ότι δεν υπάρχει σκέψη ως κάτι αφηρημένο ή ευρύτερο και έξω από τη γλώσσα, πλέον η θέση αυτή έχει ξεπεραστεί[2]. Εντούτοις, η καλλιέργεια και η σωστή χρήση της γλώσσας είναι πολύ χρήσιμη και απαραίτητη για την ανάπτυξη της σκέψης μας, ιδιαίτερα δε για την ανάπτυξη θέσεων και συλλογισμών που χαρακτηρίζονται από εγκυρότητα και λογική επάρκεια, όσον αφορά την επιχειρηματολογία τους και τη γενικότερη δομή-συγκρότησή τους.
Η βασική μονάδα στη γλώσσα-σύστημα που έχει μια πληρότητα και ένα ολοκληρωμένο νόημα, είναι η πρόταση. Υπάρχουν τέσσερα είδη[3] προτάσεων, ωστόσο την παραγωγή συλλογισμών, τη θεωρία και την επιστήμη (και φυσικά τη φιλοσοφία) τις ενδιαφέρει μια συγκεκριμένη κατηγορία προτάσεων. Ειδικότερα χρησιμοποιείται μια υποκατηγορία αυτής: από τα είδη των προτάσεων με βάση το περιεχόμενό τους, δηλαδή τις προτάσεις κρίσεως, τις επιφωνηματικές, τις ερωτηματικές και τις προτάσεις επιθυμίας, οι επιστήμονες ασχολούνται με τις πρώτες. Αυτές δεν είναι άλλες από τις προτάσεις κρίσης.
Οι προτάσεις κρίσεως λέγονται έτσι γιατί μας δίνουν μια πληροφορία ή μια γνώμη (μια κρίση)  αυτού που την εκφέρει. Συνήθως έχουν τη μορφή Υποκείμενο – Συνδετικό Ρήμα – Κατηγορούμενο (ή σύντομα: Υ – Κ) και συνδέουν μία έννοια με μια άλλη: π.χ. «Ο Καντάφι είναι δικτάτορας».
Βασικό γνώρισμα μιας πρότασης κρίσεως είναι ότι η πληροφορία ή η κρίση που δηλώνει (εξ ου και «δηλωτικές προτάσεις», όπως αλλιώς λέγονται) μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευστεί εμπειρικά. Έτσι, για παράδειγμα η παραπάνω πρόταση-δήλωση «Ο Καντάφι είναι δικτάτορας» είναι μια πρόταση κρίσης που μπορούμε να ελέγξουμε την αληθοτιμή της, δηλαδή το αν είναι αληθής ή ψευδής. Κάθε λοιπόν πρόταση κρίσης είναι δυνατό να πάρει τη μία από τις δύο αληθοτιμές, ανάλογα με την περίσταση: «Αλήθεια» ή «Ψέμα» ή σύντομα με τα σύμβολα Α, Ψ και λατινικά T (Truth), F (Falsity).   
Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμά μας η πρόταση «Ο Καντάφι είναι δικτάτορας» δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αληθής και ψευδής. Υποχρεωτικά θα πρέπει να έχει τη μία ή την άλλη αληθοτιμή. Αν ονομάσουμε την πρότασή μας «Π», τότε έχουμε:   
Π = Α (Αλήθεια) ή Π = Ψ (Ψέμα)                                                                                                                
Έτσι, εφόσον αποφανθούμε για το αν η πρόταση Π: «Ο Καντάφι είναι δικτάτορας», είναι αληθής ή ψευδής, τότε αυτό από μόνο του διευκρινίζει με έγκυρο τρόπο και τη στάση μας απέναντι στην επέμβαση του ΝΑΤΟ.
Αθήνα 28/3/2011
Δημήτρης Φασόλης

Θεματική: Γλώσσα και σκέψη
* Το κείμενο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο σειράς σεμιναρίων από τον υπογράφοντα που ξεκινούν στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο «Βοτανικός Κήπος», με θέμα «Η γλώσσα ως εργαλείο χειραφέτησης της σκέψης» (Πετρούπολη- Κυριακές, 19.30).


[1] Βασική θέση εδώ είναι ότι η γλώσσα έχει μια λογική δομή η οποία είναι ανάλογης φύσης με τη σκέψη (αν όχι ότι ταυτίζονται) και ότι σε αυτή τη λογική δομή και στις διάφορες χρήσεις της γλώσσας πρέπει να επικεντρωθεί η επιστημολογία και η φιλοσοφία (συμβασιοκρατία). Αντιπροσωπευτικό θεωρητικό σύστημα αυτής του ρεύματος σκέψης ήταν ο Νεοθετικισμός, ο οποίος εκφράστηκε κυρίως και με συνέπεια από τον Κύκλο της Βιέννης.
[2] Μάλιστα, σήμερα γίνεται λόγος για την γλώσσα ως επιστημολογικό εμπόδιο για τη γνώση και την επιστήμη, διότι είναι φορέας «βαριάς» ιδεολογίας που αλλοιώνει την πληροφορία και την πρόσληψη-αναπαράσταση της πραγματικότητας.
[3] Α. ως προς το περιεχόμενο (βλ, παραπάνω), Β. ως προς την ποιότητα (α. καταφατικές και β. αρνητικές ή αποφατικές), Γ. ως προς τη σχέση τους με άλλες (α. κύριες ή ανεξάρτητες και β. δευτερεύουσες ή εξαρτημένες) και Δ. ως προς τη δομή τους (α. απλές, β. σύνθετες, γ, επαυξημένες και δ. ελλειπτικές).


Η Γλώσσα: μια γενική έποψη

Αν μας ρωτήσει κάποιος τι είναι γλώσσα, αυτό που συνήθως μας έρχεται στο μυαλό είναι η ομιλία, ο τρόπος έκφρασης ενός ανθρώπου όταν συνομιλεί και επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους. Επίσης μπορεί να σκεφτούμε διάφορα κείμενα, δηλαδή τον γραπτό λόγο. Όμως η γλώσσα δεν συνίσταται σε αυτά τα παραπάνω στοιχεία ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτά. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα εξαιρετικά σύνθετο και δυναμικό φαινόμενο το οποίο είναι αδύνατο να οριστεί πλήρως, έστω και στο απώτερο μέλλον.
Στην ουσία η γλώσσα είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις της, ένα πολύ ευρύ φαινόμενο∙ είναι μια πολύ πλατιά και γενική έννοια. Όταν μάλιστα θέλουμε να την προσεγγίσουμε επιστημονικά, είναι απαραίτητο-αναγκαίο να δούμε και συλλάβουμε-κατανοήσουμε τη γενικότητά της, ως ολότητα, να σκιαγραφήσουμε το (γενικό) περίγραμμά της. Εξάλλου η επιστήμη είναι η γνώση του γενικού, η μελέτη από αποστασιοποιημένη όσο το δυνατόν οπτική γωνία (επίσταμαι) και η ανακάλυψη των γενικών, των καθολικών και των πιο σημαντικών στοιχείων του φαινομένου που μελετάμε. Η γενική αυτή εικόνα προκύπτει όταν από ένα σύνολο ομοειδών αντικειμένων ή φαινομένων αφαιρούμε τα επιμέρους και επουσιώδη στοιχεία, ενώ κρατάμε τα ουσιώδη, τα κοινά και καθολικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνιστούν το φαινόμενο στην ολότητά του. 

Το να επιδιώκουμε να προσεγγίζουμε με αυτόν τον τρόπο την πραγματικότητα, δηλαδή αφαιρετικά και γενικευτικά, μας βοηθά στο να κατανοούμε την ουσία των γεγονότων και των κοινωνικών φαινομένων. Η οποία έγκειται και στην αλληλοσχέτισή τους.
 Τι εννοούμε όμως όταν λέμε ότι μια έννοια (όπως η γλώσσα) είναι πλατιά; Στο σημείο αυτό εμπλέκεται η τυπική λογική που μας λέει ότι το πλάτος μιας έννοιας είναι το πλήθος των εννοιών που εμπεριέχονται στο πλάτος της έννοιας αυτής. Για παράδειγμα, η γενική έννοια «Ήπειρος» περιλαμβάνει στο πλάτος της τις πέντε ειδικότερες έννοιες των ηπείρων: «Ασία», «Αφρική», «Ευρώπη», «Αμερική, Ωκεανία».  Για να σχηματίσουμε στο μυαλό μας την εικόνα του πλάτους μπορούμε να σκεφτούμε ένα σχήμα με κύκλους που συμβολίζουν τις έννοιες. Ο εξωτερικός και μεγαλύτερος κύκλος είναι η γενική έννοια της «ηπείρου». Ενώ οι μικρότεροι κύκλοι συμβολίζουν τις ειδικότερες έννοιες των συγκεκριμένων ηπείρων 
(βλ εικόνα). 


 

Επισημαίνεται επίσης ότι όσο πιο πλατιά (και άρα γενική) είναι μια έννοια, τόσο λιγότερα χαρακτηριστικά έχει. Ενώ, όσο περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα έχει μια έννοια, τόσο περισσότερο στενεύει, εξειδικεύεται και άρα αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Έτσι, αν από τις έννοιες που εκφράζουν τις πέντε ηπείρους αφαιρέσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τις διακρίνουν μεταξύ τους και αφήσουμε εκείνα που είναι κοινά και στις πέντε, τότε φτάνουμε στην πιο πλατιά και γενική έννοια «ήπειρος», η οποία έχει μικρότερο βάθος από τις άλλες. Αντίστροφα, αν στην γενική έννοια «ήπειρος» προσθέσουμε (ενώ προηγούμενα είχαμε αφαιρέσει) χαρακτηριστικά, τότε στενεύει το πλάτος της, ενώ αυξάνεται το βάθος της. Έτσι, έχουμε τώρα μια πιο ειδική, συγκεκριμένη έννοια, μια από τις γνωστές ηπείρους, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που προσθέσαμε και που αντιστοιχούν σε αυτή.   
Για να προσεγγίσουμε τη γλώσσα λοιπόν ως μια γενική και πλατιά έννοια, πρέπει να σκεφτούμε ποια είναι τα πιο γενικά και καθολικά χαρακτηριστικά της. Προχωρώντας από αυτήν την προοπτική (γενική έποψη), αναγκαστικά προκύπτει ότι η γλώσσα συνδέεται στενά με την επικοινωνία – θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γλώσσα είναι επικοινωνία. Περεταίρω, απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει επικοινωνία είναι η ύπαρξη πληροφορίας. Και τα τρία αυτά στοιχεία όμως για να πραγματωθούν χρειάζεται ένα περιβάλλον.  
 (Βλ. εικόνα 2) 

Στο παραπάνω σχήμα οι τρεις έννοιες παριστάνονται με τελείες οι οποίες συμβολίζουν τους «εννοιολογικούς κόμβους». Λέμε ότι οι έννοιες είναι ουσιαστικά εννοιολογικοί κόμβοι, διότι δεν είναι ανεξάρτητες αλλά αποκτούν τη σημασία τους πάντα σε αλληλοσυσχέτιση με άλλες έννοιες. Έτσι, εδώ εννοιολογικοί κόμβοι είναι οι έννοιες «Γλώσσα», «Επικοινωνία» και «Πληροφορία».
Οι γραμμές του τριγώνου συμβολίζουν το «εννοιολογικό δίκτυο», την αμφίδρομη αυτή σχέση και αλληλεξάρτηση μεταξύ των εννοιών-κόμβων.
Τέλος ο εσωτερικός χώρος του τριγώνου αναπαριστά το περιβάλλον, το οποίο ουσιαστικά είναι χώρος, στη γενικότητά του. Μέσα στο περιβάλλον λειτουργούν και τα κανάλια (τρόποι) επικοινωνίας, τα οποία είναι επίσης χώρος

Τέλος, η επικοινωνία συντελείται μέσα από συγκεκριμένους τρόπους, τα κανάλια επικοινωνίας. Τα κανάλια επικοινωνίας είναι φυσικοί τρόποι επικοινωνίας με το περιβάλλον. Διακρίνουμε τα εξής:
  1. Φωνητικό-ακουστικό σύστημα: αποτελεί τη βάση για τον προφορικό λόγο (ομιλία και κατανόηση).
  2. Οπτικό σύστημα: μαζί με το ακουστικό-φωνητικό σύστημα συνιστούν τη βάση για τον γραπτό λόγο:   
  1. Απτικό σύστημα (αφή): χειραψίες, αγκαλιές, φιλιά κ.λπ.
  2. Οσφραντικός τρόπος επικοινωνίας.
  3. Γευστικός τρόπος επικοινωνίας: από τους δύο τελευταίους αντλούμε σημαντικές επιπλέον πληροφορίες από το περιβάλλον.
Από τους πέντε τρόπους-κανάλια επικοινωνίας οι τρεις πρώτοι θεωρούνται οι βασικοί για την ανθρώπινη επικοινωνία. Ενώ το ακουστικό-φωνητικό και το οπτικό κανάλι αφορούν στον προφορικό και γραπτό λόγο. Ο οποίος συντελείται μέσα από το επικοινωνιακό κανάλι.
Επικοινωνιακό κανάλι: 
ΠΗΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ --- ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - (ΠΑΡΑΓΩΓΗ) ---- ΜΕΤΑΔΟΣΗ ---- ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - (ΠΡΟΣΛΗΨΗ) ---- ΤΕΛΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ
Τρόποι (κανάλια) επικοινωνίας (επεξήγηση):  
Είναι φυσικοί τρόποι επικοινωνίας με το περιβάλλον. Το περιβάλλον πρέπει να το δούμε γενικά (αφαιρετικά), ως χώρο. Άρα και τα κανάλια επικοινωνίας είναι χώρος.

Αθήνα 13/4/2011


Δημήτρης Φασόλης

Θεματική: Γλώσσα και σκέψη

Το παρόν κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο της σειράς σεμιναρίων από τον Δημήτρη Φασόλη στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο «Βοτανικός Κήπος» (Πετρούπολη, Κυριακές 19.30), με θέμα «Η γλώσσα ως εργαλείο χειραφέτησης της σκέψης». 





Το «άσυλο», η «νομιμότητα» και η «ελευθερία»

Το «πανεπιστημιακό άσυλο», για το οποίο πολύς λόγος γίνεται τελευταία, λόγω του πολυσήμαντα κρίσιμου γεγονότος της απεργίας πείνας από μετανάστες στη Νομική,  συχνά μάλιστα με εντάσεις και αντιπαραθέσεις ιδεολογικοπολιτικές, προσεγγίζεται με ένα συγκεχυμένο και ενίοτε μη ορθολογικό τρόπο. Τόσο από τους υπερασπιστές του όσο και από τους αντιπάλους του, στο «πανεπιστημιακό άσυλο» αποδίδεται ένα περιεχόμενο υβριδικό και άρα απέχει παρασάγγας από το να αποσαφηνιστεί πρώτα απ’ όλα ως έννοια, γιατί καταρχήν τέτοια είναι.
Μια αποσαφήνιση ωστόσο στο εννοιολογικό περιεχόμενό της (εξ ου και τα εισαγωγικά, για να δηλωθεί ότι εδώ προσεγγίζεται ως έννοια και όχι ως κάτι το απτό και υλικό), θα βοηθούσε την πλευρά των θιασωτών της στην υπόθεση της υπεράσπισής της. Ή, από μια άλλη σκοπιά, στην απομυθοποίηση και αποστασιοποίηση από αυτήν.
Το να αναλύσουμε το περιεχόμενο της έννοιας «άσυλο», σημαίνει ότι πρέπει να προβούμε σε μια λογική ανάλυση,* δηλαδή σε μια αφαιρετική (λογική) διαδικασία από το συγκεκριμένο-ειδικό στο γενικό-αφηρημένο (επαγωγή). Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί καταρχάς είναι ότι η έννοια «άσυλο» έχει διαχρονικά ένα ιερό περιεχόμενο, με βασικό χαρακτηριστικό του το απαραβίαστο και την προστασία της ακεραιότητας και της ελευθερίας κίνησης αυτών που το χρησιμοποιούν, εντός των ορίων του. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που καθορίζεται ένας χώρος ασύλου (ως υλική έκφραση που συμβολίζει την εν λόγω έννοια), όπως εδώ το πανεπιστημιακό άσυλο, δεν μπαίνει ζήτημα «άρσης». Ο τελευταίος όρος είναι ένας έντεχνος τρόπος για να αποκρυφτεί η πραγματικότητα που δεν είναι άλλη από την παραβίαση του ασύλου. Με άλλα λόγια το άσυλο ή τίθεται εξαρχής ή δεν τίθεται. Εάν τίθεται, τότε η εισβολή είναι ουσιαστικά παραβίαση και άρα αναίρεση της έννοιάς του.
Επίσης, η έννοια «άσυλο» παραπέμπει σε μια άλλη πολύ ευρύτερη και πιο αφηρημένη – και γι’ αυτό ακριβώς καθολική – έννοια: την έννοια «ελευθερία». Για να εξηγήσουμε τι εννοούμε όταν λέμε ευρύτερη, εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια στάση και να μιλήσουμε για το πώς ταξινομούμε τις έννοιες με βάση το πλάτος τους, στο χώρο της Λογικής. Το πλάτος μιας έννοιας δηλώνει το πλήθος των αντικειμένων, υλικών ή αφηρημένων, που έχουν τουλάχιστον ένα χαρακτηριστικό, ως γνώρισμα της εκάστοτε έννοιας. Όσο λιγότερα χαρακτηριστικά περιέχει μια έννοια τόσο πιο πλατιά είναι με πλατύτερη αυτή που περιέχει μόνο ένα χαρακτηριστικό. Αντίστροφα, όσο πιο πολλά χαρακτηριστικά αποτελούν γνωρίσματα μιας έννοιας, τόσο πιο στενή είναι αυτή. Ένας τρόπος για να φανταστούμε αυτή τη σχέση και για να συγκρίνουμε το πλάτος συγκεκριμένων εννοιών, είναι να τις δούμε σαν (ομόκεντρους ή όχι) κύκλους, με εξωτερικό κύκλο την πλατύτερη έννοια και άλλους μικρότερους στο εσωτερικό του πρώτου να αντιστοιχούν στις στενότερες κατά σειρά έννοιες.  Για παράδειγμα, η έννοια «θηλαστικό» θα μπορούσε να παρασταθεί ως ο εξωτερικός κύκλος άλλων μικρότερων ομόκεντρων κύκλων που παριστούν έννοιες όπως «πλακουντοφόρο» («θηλαστικό»), «αιλουροειδές», «λιοντάρι» κοκ.
Όσον αφορά στον όρο «άσυλο», αυτός είναι μια υποκατηγορία, μια στενότερη έννοια σε σχέση με την πολύ πλατιά και αφηρημένη έννοια «ελευθερία». Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η προστασία και το απαραβίαστο – και οπωσδήποτε το ιερό, ως κάτι το ιδανικό – είναι και χαρακτηριστικά της έννοιας της ελευθερίας: δεν νοείται ελευθερία που να παραβιάζεται, να μην προστατεύεται, ενώ η ελευθερία είναι ένα ιδανικό, ένα ιερό. Επιπροσθέτως, τα χαρακτηριστικά (αλλιώς ιδιότητες) του απαραβίαστου, της προστασίας-καταφυγίου και της ιερότητας ορίζουν οπωσδήποτε ένα χώρο ελευθερίας. Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι το «άσυλο» είναι μια αρχαία δικαιική έννοια, σύμφωνα με την οποία όποιος διώκεται για πολιτικές, θρησκευτικές κλπ. απόψεις προστατεύεται και μάλιστα έναντι μιας άλλης αρχής. Ακόμη και ο νόμος που ορίζει το περιεχόμενο του «πανεπιστημιακού ασύλου» κάνει λόγο για «ελευθερία» διακίνησης ιδεών, ελεύθερη επιστημονική συζήτηση, ακαδημαϊκή ελευθερία.  Η ίδια η έννοια της «ελευθερίας» ορίζεται περιεκτικά από πολλές συμπληρωματικές μεταξύ τους προτάσεις με ηθικό, φιλοσοφικό, νομικό ή δικαιικό περιεχόμενο, όπως αυτές προέκυψαν στη μακραίωνη πορεία του ανθρώπου στη ιστορία, μέσα από πνευματικούς, κοινωνικούς και προσωπικούς αγώνες και κατακτήσεις.   
Επομένως, από τη σκοπιά της κριτικής-ριζικής συνείδησης (όπου συνείδηση = πρόθεση), μιλώντας για «άσυλο» ουσιαστικά μιλάμε για «ελευθερία». Με αυτή την έννοια, το «άσυλο» («ελευθερία») δεν παραβιάζεται, ούτε φυσικά αίρεται. Το άσυλο, ως περιεχόμενο και ως έννοια είναι μια καθολική και αφηρημένη έννοια (ελευθερία) και ως εκ τούτου αυτο-προσδιορίζεται από αυτούς που κάνουν χρήση του (το νέμονται, δηλαδή μοιράζονται), ανάλογα με τα ήθη και τις ιδέες κάθε εποχής. Τα οποία όμως δεν μπορεί να αντιβαίνουν τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της ελευθερίας. Διαφορετικά, δεν μιλάμε για άσυλο. Ως εκ τούτου η κουβέντα για παραβίαση του ασύλου από κάποιους που δήθεν εισβάλλουν και εκμεταλλεύονται τον χώρο και την έννοιά του είναι εκ του πονηρού. Το άσυλο το ορίζουν και το διαφυλάττουν μόνο αυτοί που κάνουν χρήση του δικαιώματος του ασύλου. Αν παραβιάζονται οι αρχές της ελευθερίας και της δεοντολογίας, τότε απλά δεν υφίσταται άσυλο, οπότε είναι χρέος αυτών που απολαμβάνουν το δικαίωμα του ασύλου να το προστατεύουν και κανενός άλλου.
Από τη στιγμή που σε μια κοινωνία-πολιτισμό καταργείται το άσυλο (πιο εξευγενισμένα, «αίρεται»), έχουμε να κάνουμε με απαξία της ελευθερίας και του πνεύματος της δημοκρατίας, αναδίπλωση σε αυταρχικές και ολοκληρωτικές αρχές. Και αυτό γιατί κανείς δεν κινδυνεύει από το ό,τι γίνεται μέσα στο άσυλο, αφού εξ ορισμού είναι ένας χώρος προστατευόμενος. Ακόμα και «έκνομες» ενέργειες δεν απειλούν την κοινωνία ή μεμονωμένα μέλη της. Άρα αυτός που φοβάται είναι η όποια εξουσία, ακόμα και η πιο δημοκρατική ή προοδευτική, διότι αυτό που αντιπροσωπεύει το «άσυλο» είναι η απόλυτη (τεράστια) και καθολική ελευθερία. Είναι αυτή η ελευθερία που ποτέ δεν ολοκληρώνεται και που πάντα ο άνθρωπος θα αναζητά και θα παλεύει για τη μεγαλύτερη και πιο τέλεια ολοκλήρωση και πραγμάτωσή της.  
Τώρα, όσον αφορά τις έννοιες «νόμιμο»-«παράνομο», «νομιμότητα»-«παρανομία» (και με αφορμή το γεγονός της φιλοξενίας στη Νομική από τους ανθρώπους – ικέτες που παλεύουν για θεμελιακά δικαιώματα, δηλαδή υποκατηγορίες της πολύ πλατύτερης έννοιας της ελευθερίας):
Ακούγεται κατά κόρον ότι οι άνθρωποι, οι μετανάστες, είναι «παράνομοι». Αυτός είναι ο λόγος της εξουσίας που κόβει και ράβει τις λέξεις και τις έννοιες στα μέτρα της, δηλαδή σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία. Αποκρύβεται έτσι το γεγονός ότι το «νόμιμο» ή η «νομιμότητα» είναι πολύ πιο στενές έννοιες, συγκριτικά ας πούμε με την ελευθερία. Κατά συνέπεια, το περιεχόμενό τους είναι ιστορικο-πολιτισμικό, δηλαδή αλλάζει από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αυτή είναι η μεγάλη απάτη της πολιτικής που συστρέφει και διαστρεβλώνει τους κώδικες, τη σημασία των λέξεων-εννοιών. Αυτός όμως που στον ελλαδικό χώρο θεωρείται «παράνομος μετανάστης», στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι ένας «νόμιμος μετανάστης». Ενώ ακόμα και ο νόμιμος μετανάστης στην Ελλάδα έχει διαφορετικά δικαιώματα και αστικές ελευθερίες από έναν νόμιμο μετανάστη αλλού. Επομένως, όταν μια σχετική και ρευστή έννοια μετατρέπεται σε ουδέτερη και αυτονόητη, εξυπηρετούνται σκοπιμότητες πολιτικής χειραγώγησης και προπαγάνδας. Κατ’ επέκταση και η κατηγορία (που σημαίνει ταξινόμηση με βάση αξιολογικές-υποκειμενικές κρίσεις) ότι η εγκατάσταση και η χρήση του ασύλου δεν έχουν την οποιαδήποτε νομιμότητα γιατί γίνονται από ανθρώπους που είναι «παράνομοι», είναι εξίσου σκοταδιστική και μυθοποιητική. Γιατί, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η έννοια «νόμιμος» μετανάστης είναι πολύ σχετική και ειδικά στην ελληνική περίπτωση πολύ περιορισμένη, αφού στο ευρωπαϊκό πλαίσιο έχει διευρυμένο περιεχόμενο. Αλλά επίσης γιατί μέσα στο άσυλο ακόμη και η με τα κυρίαρχα πρότυπα παρανομία θα έπρεπε να είναι ανεκτή, στο όνομα ακριβώς της σχετικότητας και της πιθανής μεροληψίας από τη μεριά της εξωτερικής αρχής (κυβέρνησης, αστυνομίας κλπ).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε, ότι για αιώνες κάποιοι άνθρωποι και πολιτισμοί σέβονταν το άσυλο, ακόμη και στην περίπτωση όπου οι ικέτες ήταν καταδικαστέα άτομα που είχαν προβεί σε ειδεχθείς πράξεις. Σήμερα όμως η έννοια του ασύλου – άρα και της ελευθερίας ως ιδεατής μήτρας που την παρήγαγε – έχουν τόσο εκφυλιστεί και περιοριστεί, ώστε τείνουν να εξαφανιστούν, τουλάχιστον από την ιδεολογική σφαίρα και τον πολιτικό πολιτισμό της εξουσίας. Το ζητούμενο είναι να επανακάμψει αυτή η ιδεατή, λογική και καθολική έννοια της ελευθερίας που οδηγεί τον άνθρωπο στο ιστορικό του μέλλον, που τον ανυψώνει στους ουρανούς της φαντασιακής αυτοθέσμισης, της αυτονομίας, του αταξικού πολιτισμού, της πραγματικής ελευθερίας.  
Από αυτήν την προοπτική, τίθεται αναγκαστικά και το ζήτημα αν έχει νόημα πια στις σημερινές συνθήκες το πανεπιστημιακό άσυλο. Μήπως χρειάζεται ένας άλλος «χώρος», ως έκφραση-αντανάκλαση του ιδεατού τύπου «ελευθερία»; Ή μήπως αυτός ο χώρος-έννοια δεν είναι άλλος από ολόκληρη τη σφαίρα του ανθρώπινου; Ας κάνουμε όμως εδώ μια παύση για σκέψη και παραγωγή ιδεών…
*Βλέπε επίσης μλογκ για «Λογική και Πραγματική Ανάλυση»:
http://amesoslogoskaidrasi2.blogspot.com/2010/03/blog-post_20.html 
Υ.Γ. Ο «άνθρωπος», ως έννοια, είναι επίσης μια πολύ πλατιά, γενική και καθολική έννοια με κοσμικές διαστάσεις, σύμφωνα με τη Λογική. Στην υλική εκδήλωσή της μέσα στην ιστορία, σίγουρα εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, τα επιτεύγματα του πνεύματος και τις τραγωδίες, τα άλματα και τα πισωγυρίσματα, το καλύτερο και το χειρότερο των επινοημάτων και πράξεών του ανθρώπου. Η έννοια δε «μετανάστης», συνώνυμη της έννοιας «ταξιδιώτης», είναι ένα εγγενές γνώρισμα του «ανθρώπου» και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Κανένας πολιτισμός δεν έγινε με παρθενογένεση, αλλά προόδευσε με πολλές επιρροές από άλλα στοιχεία, όπως μας λέει και ο Λέβι Στρως*.
Ο άνθρωπος, θα είναι πάντα μετανάστης και ταξιδιώτης, ακόμα και στα πέρατα των γαλαξιών, αν συνεχίσει να υπάρχει ως είδος στο μέλλον. Σίγουρα όμως, λέξεις-ταμπέλες όπως «νόμιμος» ή/και «παράνομος» είναι πολύ στενές, σχετικιστικές και ευμετάβλητες έννοιες, για να χαρακτηρίζουν τον «άνθρωπο».
* Claude Levi-Strauss, «Φυλή και Ιστορία – Φυλή και Πολιτισμός», εκδ. Πατάκη
Αθήνα, 29/1/2011
Δημήτρης Φασόλης
Θεματική: Γλώσσα και σκέψη