Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ -ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Το συναίσθημα ως έννοια:
Το πολιτισμικό νόημα και η σημασία του συναισθήματος ως στοιχεία της ιδεολογίας 
(κείμενο που έχει δημοσιευτεί στο μπλογκ "Άμεσοσ Λόγος και Δράση 2"  
 http://www.amesoslogoskaidrasi2.blogspot.com/)

Η προσέγγιση του ζητήματος σχετικά με το νόημα και τη λειτουργία των συναισθημάτων στις ανθρώπινες κοινωνίες, γίνεται εδώ από τη σκοπιά της ανθρωπολογίας των συναισθημάτων, η οποία στην ανάλυσή της δίνει έμφαση στην εξω-ατομική διάστασή τους-στο πώς δηλαδή διαμορφώνονται από πολιτισμικά νοήματα και κοινωνικούς θεσμούς. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η συνοπτική επισκόπηση ορισμένων χαρακτηριστικών θεωρητικών προτάσεων και εθνογραφικών παραδειγμάτων.
Θεωρητικές προσεγγίσεις
Κατά την Michelle Rosaldo[1] τα συναισθήματα είναι εν μέρει φυσιολογικές ανταποκρίσεις και ταυτόχρονα εκφράσεις ηθικών ή ιδεολογικών στάσεων∙ είναι αισθήσεις αλλά παράλληλα και γνωστικές κατασκευές που συνδέουν το πρόσωπο, τη δράση και το κοινωνικό περιβάλλον. Τοποθετώντας το ζήτημα διαφορετικά, οι νέες αντιλήψεις για τον πολιτισμό καθιστούν τα συναισθήματα ως τέτοια όψεις των πολιτισμικών συστημάτων, στρατηγικής σημασίας, που αφορούν τη διευθέτηση της πράξης και των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι σχηματίζουν-αλλά ταυτόχρονα σχηματοποιούνται από- τον κόσμο τους. Συνάγεται λοιπόν, ότι τα συναισθήματα, τα πάθη, όπως ακριβώς η έννοια του προσώπου και του εαυτού, πέρα από οποιεσδήποτε ομοιότητες είναι τοπικά προσδιορισμένα. Καταρρέει έτσι η αντίληψη περί οικουμενικότητας των συναισθημάτων και ιδιαίτερα η δυτική ιδέα για την καθολικότητα του εαυτού και των συναισθημάτων ως φυσικές οντότητες και αμετάβλητες –στο χώρο και το χρόνο-ουσίες.
Οι εξελίξεις αυτές στην ανθρωπολογική θεωρία θέτουν ως βασικό πρόβλημα για την εθνογραφική έρευνα την ανάλυση και αποσαφήνιση του περιεχομένου των συναισθημάτων σε διαφορετικές κοινωνίες, την  καταγραφή των ομοιοτήτων και των διαφορών μέσα από τη συγκριτική μελέτη. Εύλογα τίθεται το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό η δυτική αντίληψη για τον εαυτό και το πολιτισμικό περιεχόμενο των συναισθημάτων απαντάται σε άλλες κοινωνίες. Ποιο ή ποια όμως συναισθήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέτρο σύγκρισης; Η μέχρι τώρα κοινή απόφανση είναι ότι τα πιο σημαντικά συναισθήματα που συναντάμε, με παραλλαγές φυσικά, σε πολλές διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς, είναι αυτά της «ντροπής» και της «ενοχής».
Σύμφωνα με την κυρίαρχη δυτική αντίληψη και το αντίστοιχο σύστημα ταξινόμησης, το συναίσθημα της «ντροπής» εκφράζει μια ευαισθησία σε εξωτερικούς (κοινωνικούς) παράγοντες, ενώ η «ενοχή» αφορά την ευαισθησία σε εσωτερικούς παράγοντες. Η Rosaldo ισχυρίζεται ότι η παραδοσιακή έμφαση του δυτικού πολιτισμού στη ντροπή και την ενοχή ως μηχανισμών ελέγχου και προστασίας του εαυτού από τους κινδύνους και τις αντικοινωνικές πράξεις που προκαλούν οι παρορμήσεις, τα ένστικτα, τα παράφορα πάθη, η βιαιότητα, είναι αμφίβολης καθολικότητας. Μια τέτοια θεωρία εξυπηρετεί στο να προστατέψει το ιδανικό ενός ανεξάρτητου, ενοποιημένου και ηθικά υπεύθυνου δυτικού ατόμου-ένα πολιτισμικό μοντέλο, που φαίνεται να γίνεται όλο και περισσότερο προβληματικό. Αυτό το ηθικό ιδανικό για το πρόσωπο, εκφράστηκε πολύ καθαρά σε μια από τις πιο κλασσικές αγγλοαμερικανικές μεταφορές της ηθικής διχοτομίας, του υποσυνειδήτου ενάντια στο υπερεγώ, του πάθους ενάντια στη λογική: στο έργο του Robert Louis Stevenson, Dr. Jekyll and Mr. Hyde. Η ενίσχυση αυτών των ρασιοναλιστικών συστατικών σε μια ηθική ποιότητα του προσώπου, σε αντιδιαστολή με το μη ορθολογικό στοιχείο, είναι μια προσπάθεια που αποσκοπεί στο να προστατευθεί αυτή η επίδοξη κατασκευή της ταυτότητας.
1ο  εθνογραφικό παράδειγμα: οι Newars
Η έρευνα όμως έχει φέρει στο φως άλλους πολιτισμούς οι οποίοι έχουν μάθει να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται την πολυπλοκότητα του εαυτού στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο πεδίο ή και στα δύο. Στους Newars, για παράδειγμα, της κοιλάδας του Κατμαντού στο Νεπάλ, αναδεικνύεται ένας δημόσιος εαυτός «ανοιχτός», δηλαδή σε μεγάλο βαθμό μεταβαλλόμενος σε σχέση με τις ιδιαίτερες σχέσεις και τα περιεχόμενα μέσα στα οποία το πρόσωπο ανακαλύπτει τον εαυτό του, και τα οποία συμφραζόμενα, κατά συνέπεια, πρέπει να ελέγχει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Η φύση των ηθικών εννοιών και των συναισθημάτων εδώ, είναι πολύ διαφορετική από το δυτικό πρότυπο.
Οι Ταϊτινοί, όπως αναφέρει στο άρθρο του ο Robert Levy,[2] αναγνωρίζουν και κατανοούν πολύ εύκολα κάποια συναισθήματα, όπως ο θυμός, με την έννοια ότι είναι σαφές γι αυτούς το τι το προκαλεί, πώς πρέπει να το αντιμετωπίσει το άτομο, πώς πρέπει να αξιολογήσει το συναίσθημα και την αντίδρασή του σε αυτό. Είναι ένα συναίσθημα το οποίο σχετίζεται με άλλα συναισθήματα, δηλαδή είναι αναγνωρίσιμο μέσω πολλών πολιτισμικά καθορισμένων σχημάτων (ιδεών, νοοτροπιών, συμπεριφορών) που βοηθούν στην ερμηνεία και στην αντιμετώπισή του. Ενώ άλλα συναισθήματα, όπως η λύπη, η οδύνη, δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα και ερμηνεύσιμα ως τέτοια, γιατί δεν λειτουργούν ως πολιτισμικοί «ενισχυτές των ανθρώπινων συλλογιστικών ικανοτήτων»-για να δανειστούμε τον όρο του Jerome Bruner- όπως στην προηγούμενη περίπτωση, και άρα είναι ελάσσονος σημασίας. Έτσι η θλίψη και η οδύνη μετά από την απώλεια ή το θάνατο κάποιου αγαπημένου προσώπου ερμηνεύονται ως συμπτώματα αρρώστιας ή επιπτώσεις της προσβολής από κακά πνεύματα.
 Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο πολιτισμός των Ταϊτινών δίνει έμφαση στα συναισθήματα που αφορούν κοινωνικές αιτίες και σχέσεις και τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και στη διευθέτηση της κοινωνικής ζωής. Η διαφορά των συναισθημάτων αυτών σε σχέση με εκείνα που στη συνείδηση των Ταϊτινών συνδέονται με προβλήματα που υπάρχουν στη σχέση του προσώπου με το σώμα του, με το εσωτερικό του περιβάλλον, είναι ότι το προβληματικό στοιχείο υπάρχει στη σχέση του προσώπου με τον εξωτερικό φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο, τον κόσμο των πράξεων, των σχεδίων, των κοινωνικά καθορισμένων νοημάτων.
2ο εθνογραφικό παράδειγμα: οι Pintupi
Περνώντας σε ένα άλλο εθνογραφικό παράδειγμα-με το οποίο πραγματεύεται σε άρθρο του ο Fred Myers [3]- στους Pintupi των Αβοριγινών της Αυστραλίας, διαπιστώνουμε και εδώ ότι υπάρχει σαφής απόκλιση από το δυτικό μοντέλο νοηματοδότησης των διαφόρων συναισθηματικών καταστάσεων, οι οποίες έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για τον πολιτισμό τους. Στην περίπτωση των Pintupi φαίνεται ότι ισχύει η άποψη του Hildred Geertz (The Vocabulary of Emotion-1974), ότι η ποιότητα και η εμβέλεια της συναισθηματικής εμπειρίας είναι δυνητικά η ίδια για όλα τα ανθρώπινα όντα, αν και, μέσω της διαδικασίας εκκοινωνισμού, επιλέγονται, επεξεργάζονται και αναδεικνύονται συγκεκριμένες ποιοτικές πτυχές, μέσα από αυτή την κλίμακα. Ο Fred Mayers, στο προαναφερθέν άρθρο του, προτείνει ως ερμηνευτικό εργαλείο της χρήσης και των εννοιών που εκφράζουν τα συναισθήματα, τη λειτουργία τους ως συμβιβαστικών σχηματισμών, θεσμοποιημένων δηλαδή μορφών προσαρμογής ανάμεσα στην προσωπικότητα και τα κοινωνικοπολιτισμικά συστήματα. Αυτοί οι «συμβιβαστικοί» σχηματισμοί διαχωρίζουν την νόρμα από την παρόρμηση ικανοποιώντας έτσι τα ατομικά κίνητρα με ορισμένους αποδεκτούς τρόπους.         Συνεπώς, οι έννοιες των Pintupi για τα συναισθήματα θα πρέπει να ιδωθούν ως μια ιδεολογία, ως μοντέλα του πώς, και για το πώς, θα πρέπει κάποιος να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται. Συγκροτούν με αυτό τον τρόπο ένα ηθικό και πολιτισμικό σύστημα, το οποίο διαρθρώνει και ενημερώνει (πληροφορεί) την ιδιαίτερη αντίληψη για την κοινωνική ζωή και τoν εαυτό των Pintupi, την επίσημη δηλαδή αναπαράσταση του κόσμου τους.
Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας επίσης, για να κατανοήσουμε σε βάθος τα συναισθήματα των Pintupi, είναι η μεγάλη σημασία που έχει γι αυτούς το συγγενικό σύστημα, ως ένα πλέγμα σχέσεων ισότητας, αλληλεγγύης, ασφάλειας και παράλληλα σύμβολο της κοινής ταυτότητας και της αμοιβαίας υποστήριξης. Οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις της ζωής τους εκφράζουν το ότι «όλοι είμαστε μια οικογένεια», ή «όλοι συγγενεύουμε». Έξω από αυτόν τον κόσμο υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, των «μη συγγενών», των «ξένων», των «αδιάφορων», ή ακόμα και των «μη ανθρώπων», η παρουσία των οποίων προκαλεί το φόβο ή την απειλή κινδύνου.
Μέσα σε αυτό το ψυχοκοινωνικό, πολιτισμικό και συμβολικό πλαίσιο μπορούμε να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά και σημαντικά για την ζωή των Pintupi συναισθήματα:
Ένα από τα βασικά συναισθήματα, το οποίο εκφράζει τις κυρίαρχες αξιακές και ταξινομικές ιεραρχήσεις του πολιτισμού τους, τους είναι η «ευτυχία». Ο καθορισμός του πότε και του πώς θα έπρεπε να νιώθει κάποιος «ευτυχισμένος» εξαρτάται άμεσα από την οπτική τους γωνία για την κοινότητα, δηλαδή το ιδανικό των συνεργατικών συγγενικών σχέσεων. Οι Pintupi δεν μπορούν να φανταστούν ότι το συναίσθημα αυτό μπορεί να υπάρχει όταν το άτομο είναι μόνο του` το να είσαι ανάμεσα σε συγγενείς σημαίνει ότι σου δείχνουν αφοσίωση και ενδιαφέρον και αυτή η προσφορά σε κάνει να νιώθεις «ευτυχισμένος». Αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για αυτές τις σχέσεις στιγματίζονται ως «εγωιστές» ή «άπληστοι».
Υπάρχει και μια άλλη σειρά συναισθημάτων που έχουν συνάφεια μεταξύ τους: η «συμπόνια»(ευσπλαχνία), η «οδύνη» και η «στενοχώρια». Τα συναισθήματα αυτά, αλλά πολύ περισσότερο η «συμπόνια», αφορούν το πλέγμα των σχέσεων και των δεσμών που υφίστανται μεταξύ των συγγενών. Η «ευσπλαχνία» και η αλληλοβοήθεια είναι ηθική υποχρέωση για τους Pintupi, κάτι το οποίο μαθαίνουν ήδη από την παιδική ηλικία τους: τα παιδιά απολαμβάνουν την «συμπόνια» των μεγαλυτέρων τους και μαθαίνουν να τη διεκδικούν, ως μέλη της συγγενικής ομάδας. Θα  μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα συναίσθημα το οποίο κινητοποιείται από την επιθυμία και την απαίτηση των άλλων, ενώ παράλληλα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο σκέψης, στη λήψη των αποφάσεων και στη διατήρηση της ομοθυμίας.
Το συναίσθημα της «ντροπής», τέλος, είναι πολύ σημαντικό για τη διατήρηση της συνέχειας του πολιτισμικοκοινωνικού συστήματος των Pintupi. Η έννοια της «ντροπής» συνδέεται με τη δυσφορία που νιώθει κανείς όταν εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα, ιδίως όταν έχει κάνει κάτι που δεν θεωρείται δέον ή ευπρεπές. Τα παιδιά επίσης νιώθουν ντροπή εξαιτίας της παρουσίας αγνώστων. Θα ήταν εύστοχο να ειπωθεί ότι η ντροπή δηλώνει επίγνωση της παρουσίας των άλλων και παράλληλα είναι μια αναπαράσταση που διαχωρίζει το δημόσιο από το ιδιωτικό. Είναι ένας παράγοντας που επιδρά στον εκκοινωνισμό των νέων με παράλληλες πρακτικές γελοιοποίησης  των ανάρμοστων συμπεριφορών. Συμβιβάζει το άτομο με τους ηθικούς κανόνες, καθιστώντας το απρόθυμο να προβάλλει ανοιχτά τον εαυτό του και τις επιθυμίες του έναντι των άλλων. Σύμφωνα με τον Geertz, η ντροπή σχετίζεται με την πολιτισμική προσπάθεια περιστολής των πιο δημιουργικών πλευρών της προσωπικότητας. Για τους Pintupi η έννοια της ντροπής διαιωνίζει και στηρίζει τη δημόσια εικόνα ενός εαυτού απαλλαγμένου από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια, ή την ζωικότητα. Αντανακλά ακριβώς την κυρίαρχη ιδεολογία της συγγένειας, η οποία δίνει έμφαση στους κοινούς σκοπούς της ισότητας και της συνεργατικότητας μεταξύ των συγγενών. Μέσω της άρνησης των ανεπεξέργαστων  ατομικών συναισθημάτων, επιθυμιών και συμπεριφορών, των ανάρμοστων στο δημόσιο πεδίο, η ιδεολογία βιώνεται ως «αληθινή» αναπαράσταση των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης φύσης. Οι πιο σημαντικές περιστάσεις και εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής των Pintupi, επιβεβαιώνουν την παραπάνω ανάλυση για τη σημασία και ρόλο της ντροπής.
Η συνηθέστερη περίπτωση είναι οι δημόσιες ομιλίες, όπου οι νέοι σπάνια σηκώνονται για να πάρουν το λόγο φοβούμενοι ότι θα νιώσουν ντροπή λόγω του ότι δεν μπορούν να χειριστούν καλά το ρητορικό ύφος που απαιτείται, σε αντίθεση με τους ενήλικες.  Η λεκτική αυτή τυπολογία εκφράζει ακριβώς την αρχή ότι το άτομο δεν πρέπει να εμφανίζεται σαν ιδιαίτερο και αυτόνομο («ζητώ ταπεινά το λόγο»), σαν ανώτερο ή περισσότερο άξιο και ικανό από τους άλλους, ή υποκινούμενο από την προσωπική του θέληση. Οι μεγαλύτεροι άντρες δεν μιλούν σε προσωπική βάση αλλά ως αντιπρόσωποι του Νόμου. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι ντρέπονται να ζητήσουν φαγητό από ξένους ή μακρινούς συγγενείς. Επειδή φοβούνται ότι θα φανούν πιεστικοί ή επιθετικοί, συνήθως προλογίζουν την απαίτησή τους λέγοντας «νιώθω ντροπή». Επίσης όταν επισκεφτούν ή μετακομίσουν σε άλλο χωριό, εκδηλώνουν διστακτικότητα στο να μιλούν σε συναντήσεις ή σε συζητήσεις, δεν κινούνται άνετα μέσα στο χώρο και προτιμούν να είναι μαζί με τους πιο κοντινούς συγγενείς. Τέλος, σημαίνουσα περίσταση, στην οποία εμφανίζεται η ντροπή να καθοδηγεί στάσεις και συμπεριφορές, είναι τα σεξουαλικά ζητήματα και εκδηλώσεις. Οι σεξουαλικές σχέσεις για τους Pintupi κρύβουν μια δυναμική καταστροφική για το δημόσιο βίο.  Αυτή η στάση τους λογικά συνδέεται με την ανάγκη τους να διαχωρίσουν το ανθρώπινο από το ζωικό. Το να συμπεριφέρεσαι λοιπόν με ένα τρόπο διακριτό σε σχέση με αυτό των ζώων, σημαίνει να συμπεριφέρεσαι με “σεμνότητα ”.
3ο εθνογραφικό παράδειγμα: οι Ilongots
Σε μια μελέτη της για τους Ilongots-φυλή κεφαλοκυνηγών στις Φιλιππίνες-η Michelle Z.Rosaldο[4], κάνει ανάλογες αντιστίξεις για το νόημα και το ρόλο των συναισθημάτων ανάμεσα στην δική τους κοινωνία και στη δική μας:
Συγκεκριμένα, τα συναισθήματα της “ντροπής” και της “ενοχής” θεωρούνται, σύμφωνα με τη δυτική σκέψη, μηχανισμοί ελέγχου των εγωιστικών δυνάμεων που θεωρούνται ότι υπάρχουν σε όλους τους ανθρώπους. Παντού οι άνθρωποι νιώθουν να παρεμποδίζονται από τους άλλους, να καταπιέζονται από το περιβάλλον τους, πολλές φορές εξεγείρονται, νιώθουν ανολοκλήρωτοι, ή, τουλάχιστον, σε ασυμφωνία με την κοινωνία. Η “δική μας” (δυτική) άποψη για το πρόσωπο ως ενσάρκωση μόνιμων και αλληλοσυγκρουόμενων εσωτερικών ορμών, αντανακλά σημαντικές όψεις του ατομισμού, ο οποίος κατέχει προνομιακή θέση ως αξία στη μοντέρνα Δύση και ολοκληρώνεται μέσα από την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετικότητα. Μελετώντας όμως τα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί για την κοινωνία των Illongots, ενός λαού με πολύ απλή και σε πρώιμο στάδιο αγροτική οικονομία, διαπιστώνουμε ότι εδώ εμφανίζεται μια άλλη έννοια του προσώπου το οποίο επιθυμεί να είναι όχι διαφορετικό, αλλά ισοδύναμο και “ίσο” με τα άλλα πρόσωπα. Η ατομικότητα γι αυτούς δεν είναι ο πραγματικός εαυτός, αλλά μια προσωπικότητα γεννημένη από αντικρουόμενες δυνάμεις.
Όσον αφορά το συναίσθημα της «ντροπής», η εθνογραφική έρευνα φέρνει στο φως τη διττή σημασία που έχει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτισμικών συμφραζομένων που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Ilongots.
Από τη μια πλευρά η «ντροπή» είναι παράλληλη και συμπληρωματική συνθήκη του δυναμικού, φλογισμένου ή ανάλαφρου (lighten) εαυτού, ο οποίος εκφράζεται μέσα από το συναίσθημα της «οργής». Αυτή η συναισθηματική κατάσταση είναι κυρίαρχη νοοτροπία που καθορίζει τη συμπεριφορά των Ilongots στην καθημερινή ζωή και στη σχέση τους με τους άλλους, με τα «ομότιμα» μέλη της κοινότητας. Η καθημερινή  επαφή με τους «συντρόφους» εκλαμβάνεται ως πρόσωπο-με πρόσωπο «αντιμετώπιση» μεταξύ ίσων ατόμων, τα οποία βρίσκονται δυνητικά σε μια μόνιμη κατάσταση «οργής», χαρακτηριστική του τρόπου που διεκδικούν την καταξίωσή τους, την αυτοεπιβεβαίωσή τους και προωθούν τα σχέδια και τις επιδιώξεις τους μέσα στην κοινότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το συναίσθημα της «ντροπής» εκφράζει μια μεταβατική κατάσταση αδυναμίας, ψυχικού και πνευματικού «βάρους», από την οποία όλοι περνούν και πρέπει να την αντιμετωπίσουν δυναμικά για να την υπερβούν: τα παιδιά μεγαλώνοντας αφήνουν πίσω την ευαισθησία και την σεμνότητά τους και μιμούνται τους θαρραλέους και «οργισμένους» ενήλικες` οι νέοι καθοδηγούνται από τους πιο έμπειρους πολεμιστές και ηγέτες στις επιδρομές, αλλά και οι ίδιοι οι ενήλικες, σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους νιώσουν εγκλωβισμένοι στο αρνητικό βίωμα του ψυχικού βάρους, του φόβου και της αδυναμίας, θα πρέπει-και με την παρότρυνση των άλλων ή διαμέσου τελετουργικών πρακτικών-να το ξεπεράσουν.
Η άλλη πτυχή του συναισθήματος της ντροπής συνδέεται οργανικά με την κοινοτιστική ζωή των Ilongots και ιδιαίτερα με το συγγενικό σύστημα, το οποίο είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση, πολιτισμική κατηγορία και συμβολική αναφορά. Μέσα στα πλαίσια της κοινότητας και του συγγενικού συστήματος υπάρχουν ισχυροί περιορισμοί και κανονιστικοί τρόποι συμπεριφοράς, έτσι ώστε να προστατεύονται οι δεσμοί μεταξύ των μελών και να ενισχύεται ο κολεκτιβιστικός και εξισωτικός χαρακτήρας της κοινωνίας. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, αν σκεφτούμε ότι για τους Ilongots το ιδανικό πρότυπο πάνω στο οποίο πρέπει να δομείται η προσωπικότητα, είναι αυτό της δύναμης, του άφοβου εαυτού που διεκδικεί ενεργά τη θέση του στην κοινότητα και τον σεβασμό των άλλων
Με βάση αυτό το πολιτισμικό και ψυχολογικό υπόβαθρο, η «ντροπή» φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο εσωτερικό της κοινότητας, σε αντίθεση με ότι ισχύει για πράξεις που απευθύνονται προς το εξωτερικό περιβάλλον. Η «ντροπή» μπορούμε να πούμε ότι εκφράζει την επικύρωση και αποδοχή της παράδοσης, της εξουσίας, του φόβου για γελοιοποίηση, ή για την «οργή» που προκαλούν οι ανάρμοστες-μη αποδεκτές ηθικά πράξεις και συνεπώς συντονίζει τα άτομα στις απαιτήσεις της κοινωνικής τάξης. Οι Ilongots θεωρούν ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να εμπλέκονται σε αψιμαχίες μεταξύ τους,  να απαιτούν εκδίκηση ή ανταπόδοση για κάποια προσβλητική ενέργεια από άλλο συγγενή, και αυτό από φόβο ότι θα «ντροπιαστούν», θα «μειωθούν», απέναντι στους άλλους. Ίσως είναι αυτή η αίσθηση της ντροπής που σε τελευταία ανάλυση συγκρατεί τη βία έξω από τα πλαίσια της καθημερινής ζωής και της βασισμένης στις συγγενικές και κολεκτιβιστικές σχέσεις κοινότητας.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι ενώ για τους δυτικούς η «ντροπή» και η «ενοχή» είναι συναισθήματα που ελέγχουν και κανονικοποιούν ένα προβληματικό εσωτερικό εαυτό, στον πολιτισμό των Ilongots η «ντροπή» εμπερικλείει και το συναίσθημα της «οργής», ενώ παράλληλα δεν θεωρούνται καταστάσεις οι οποίες πηγάζουν από μια κρυφή και α-κοινωνική σφαίρα του εαυτού, αλλά αντίθετα γεννιούνται μέσα στις καθημερινές συναλλαγές, στην πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση των άλλων, μέσα σε συνθήκες ισορροπίας μεταξύ «δύναμης» και «αδυναμίας», μεταξύ κοινωνικής ανωτερότητας και κατωτερότητας-με την έννοια της υπόληψης και του κύρους.
Επίσης μια άλλη ιδιαιτερότητα σε σχέση με τη δυτική έννοια της «ντροπής», είναι το γεγονός ότι δεν σημαίνει τόσο την απόκρυψη ή τον περιορισμό αυτών που νιώθει και σκέφτεται το άτομο αλλά αντίθετα, προσανατολίζει στο να εκδηλώνονται αυτά τα ατομικά χαρακτηριστικά και να επανορθώνονται, έτσι ώστε να προωθούνται τα ιδανικά της «ντροπαλότητας» και της αυτονομίας του ατόμου. Οι σκέψεις που «κρύβονται» στις καρδιές των Ilongots, είναι ουσιαστικά σχέδια και σκοποί για τον έξω κόσμο, την κοινωνία, και όχι καταπιεσμένες ορμές. Οι «κρυφές» σκέψεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια, δεν θεωρούνται πιο ζωντανές και αληθινές από αυτά, ούτε διέπονται από κάποια εσωτερική αντίφαση. Αλλά και οι φόβοι, οι επιθυμίες, οι ανάγκες, δεν θεωρούνται καταστάσεις και υποθέσεις προσωπικές, όπου στη δημόσια ζωή το άτομο θα πρέπει να τις απαρνιέται.
Συνοψίζοντας λοιπόν τις διαφορές στα νοήματα και τις έννοιες του εαυτού, επισημαίνουμε ότι αυτό που για τους ανθρώπους στη Δύση δεν είναι υγιές, για τους Ilongots είναι αρετή και αυτό που θεωρείται μειονέκτημα για τους πρώτους είναι ηθικό προτέρημα για τους δεύτερους. Και αν για το δυτικό σύστημα νοηματοδότησης η ιστορία του ατόμου είναι αυτή που καθορίζει την ταυτότητά του, η οποία παραμένει σταθερή στο πέρασμα του χρόνου, για τους Ilongots, αντιθέτως, η ιστορικότητα του προσώπου συνίσταται σε μια σειρά εφοδίων που έχουν αποκτηθεί και χρησιμεύουν στην εδραίωση μιας ρευστής και διαπραγματεύσιμης κοινωνικής ζωής.

4ο εθνογραφικό παράδειγμα: Ιάβα
Μια άλλη ενδιαφέρουσα επίσης περίπτωση, χαρακτηριστική του ρόλου και του νοήματος της ¨ντροπής» μέσα στο ευρύτερο πολιτισμικό σύμπαν, είναι αυτή των κατοίκων της Ιάβας.[5]
To συναίσθημα της «ντροπής» κατέχει κεντρική θέση στη ζωή των Ιαβανέζων, σε μια κοινωνία όπου η εύρυθμη λειτουργία της στηρίζεται στην «τήρηση των προσχημάτων», δηλαδή σε ένα τρόπο ζωής που ακολουθεί προκαθορισμένες μορφές και κανόνες εθιμοτυπικής συμπεριφοράς, εξασφαλίζοντας έτσι ομαλές και προβλέψιμες σχέσεις. Κατά συνέπεια αποφεύγεται η εκρηκτική δυναμική «παράξενων» και συγκρουσιακών καταστάσεων, σε οποιαδήποτε συναναστροφή τους, ιδιαίτερα στις επίσημες συνευρέσεις ή στις συναλλαγές με μη συγγενικά πρόσωπα. Μια τέτοια νοοτροπία είναι αντίστοιχη με αυτή που στις δυτικές κοινωνίες προσιδιάζει στους ηθοποιούς, όπου μπορεί κάποιος να φοβάται την πιθανή απόκλιση από το σενάριο την ώρα που παίζει πάνω στη σκηνή.
Η «ντροπή» για τους κατοίκους της Ιάβας εκφράζει ακριβώς αυτή την τρωτότητα, την ευπάθεια του ατόμου ως προς την συμπεριφορά των άλλων. Έτσι, τα παιδιά βιώνουν καταστάσεις ανησυχίας και ταραχής όταν βρίσκονται το επίκεντρο της προσοχής, άσχετα από το αν πρόκειται για χειρονομίες επιβράβευσης ή επίκρισης. Οι ενήλικες θα πρέπει να φέρονται με σεβασμό και συστολή προς τους άλλους-ιδίως τους ξένους-ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όταν αυτή η συνθήκη παραβιάζεται, αυτοί που νιώθουν «ντροπή» είναι οι αποδέκτες της κακεντρεχούς συμπεριφοράς και όχι τα υποκείμενα αυτής της πράξης. Μάλιστα τόσο η προσβολή όσο και το αίσθημα που βιώνει ο προσβεβλημένος, εκφράζονται λεκτικά με τον ίδιο όρο, «isin», δηλαδή ντροπή, πράγμα που πηγάζει από το γεγονός ότι το στυλ του κάθε ατόμου καθορίζει το στάτους του άλλου.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το πώς αντιδρούν οι Ιαβανέζοι σε καταστάσεις κοινωνικού άγχους θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τους ιδιαίτερους τρόπους που αντιλαμβάνονται την αλληλεπίδραση και τη σχέση μεταξύ τους, οι οποίοι διαφέρουν ολοκληρωτικά από τις δυτικές κατηγορίες του εαυτού και του ρόλου. Ένας τομέας της πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής ο οποίος φανερώνει αυτές τις ιδιαίτερες νοηματοδοτήσεις και αντιλήψεις, είναι η σχέση με τα παιδιά και η διαδικασία ανατροφής και διαπαιδαγώγησης, όπου εδώ αντανακλάται ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη «φύση» των παιδιών. Αυτή η δυναμική με τη σειρά της καθορίζει τον τρόπο που τα παιδιά κατανοούν τον εαυτό τους και τους άλλους και κατά συνέπεια ολόκληρο το νοητικό τους κόσμο.
 Η παιδική ηλικία στην Ιάβα φαίνεται να είναι μια διαδικασία διαρκούς εξέλιξης από μια κατάσταση φυσικής και συναισθηματικής ασφάλειας σε μια συνθήκη φυσικής αυτονομίας και συναισθηματικού ελέγχου. Σε ένα πρώιμο στάδιο πρέπει να νιώθουν απόλυτη ασφάλεια, αποδοχή, ενδιαφέρον και φροντίδα, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσα από χειρονομίες υπερπροστατευτικότητας, στοργής και ικανοποίησης οποιονδήποτε επιθυμιών και απαιτήσεων που μπορεί να προβάλλει το παιδί –ανεξάρτητα από το πόσο παράλογες και υπερβολικές είναι αυτές. Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται από τις τραυματικές εμπειρίες, γιατί θεωρείται ότι η μη ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών τους θέτει σε κίνδυνο την ευημερία και την ισορροπία τους, ή, ακόμα, μπορεί να επιφέρει την αρρώστια ή το θάνατο, εξαιτίας του ότι γίνονται ευάλωτα στα κακά πνεύματα. Το πρώτο σοκ για ένα παιδί είναι η εμπειρία του απογαλακτισμού, ενώ ένα άλλο αρνητικό βίωμα που επιφέρει πολλές εντάσεις και μεγάλη ανασφάλεια, είναι η γέννηση ενός μωρού στην οικογένεια, γεγονός που σημαίνει ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται τώρα στο νεογέννητο και ότι το μεγαλύτερο παιδί θα πρέπει επίσης να παίρνει μέρος στην ανατροφή του.
Μεγαλώνοντας όμως το παιδί θα πρέπει να περάσει από αυτήν  την κατάσταση ασφάλειας και άνεσης σε μια φάση ωρίμανσης, μέσα από τον έλεγχο και την αντίσταση στις επιθυμίες του, αφομοιώνοντας τους περιορισμούς του κοινωνικού συστήματος. Αυτή η μετάβαση είναι απαραίτητη γιατί η επιρρέπεια στις ανάγκες και τους πειρασμούς του εαυτού θεωρούνται ότι καθιστούν το άτομο ευάλωτο στα πνεύματα τα οποία το αποδιοργανώνουν και το κάνουν αντικοινωνικό. Η ανάπτυξη ικανοτήτων αυτοελέγχου και η απόκτηση της επίγνωσης  ότι η τήρηση των εθιμοτυπικών κανόνων είναι απαραίτητη για την ομαλή σχέση με τους ενήλικες και την ένταξη στην κοινωνία, χαρακτηρίζει, λοιπόν, το επόμενο στάδιο στην ανάπτυξη των παιδιών.
Σε αυτή τη φάση αρχίζει μια διαδικασία εκμάθησης των εθιμοτυπικών ρόλων και κανόνων και  επιβολής περιορισμών με ταυτόχρονη συναισθηματική απομάκρυνση από το πρόσωπο. Όταν αυτές οι συμβάσεις στις συμπεριφορές δεν τηρούνται, υπεισέρχονται πρακτικές τιμωρίας, επιπλήξεων, προσβολών-που πολύ σπάνια όμως φτάνουν μέχρι τη χρήση βίας. Η μόνιμη αντίδραση των παιδιών σε τέτοιες καταστάσεις είναι το «πάγωμα», ή, το «παθητικό τέλος» όπως έχει επικρατήσει να λέγεται στις περισσότερες εθνογραφίες` δηλαδή το παιδί σταματά να κάνει ότι έκανε πριν, «κωφεύει» μπροστά στη «φλυαρία» των μεγάλων, στις βρισιές και στις λεκτικές απειλές τους` απλώς δεν κάνει τίποτα ή απομακρύνεται βουβό. Αυτός ο ιδιαίτερος κοινωνικός φόβος που πρέπει να επιδεικνύει ένα παιδί μπροστά στον πατέρα του και στα μη συγγενικά πρόσωπα, είναι η αρχή της κατανόησης του τι σημαίνει «ντροπή». Η απόκτηση της ντροπής θεωρείται από τους Ιβανέζους ότι είναι το σημαντικότερο στοιχείο στην συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οι κυρίαρχες νοοτροπίες και συμπεριφορές που καθορίζουν την κοινωνική ζωή στην Ιάβα χαρακτηρίζονται από τις αξίες της ευλάβειας στους κανόνες και τους ρόλους, από την προσήλωση στο τελετουργικό προφίλ της συμπεριφοράς, από την επίδειξη σεμνότητας και  σεβασμού προς τους άλλους. Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο διαμορφώνονται οι αντιλήψεις για τα συναισθήματα και η έννοια του εαυτού-στοιχεία τα οποία, όπως και στις κοινωνίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές  σε σύγκριση με το δυτικό μοντέλο.
Οι κάτοικοι της Ιάβα αναγνωρίζουν ότι πολλά από αυτά που πράττουν ή λένε απορρέουν από συναισθήματα κρυμμένα, αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύουν ότι τα μυστικά αυτά χαρακτηριστικά αποτελούν ένα «αληθινό» εαυτό. Δεν νιώθουν ότι ένα πρόσωπο μπορεί να είναι ξεκομμένο από την κοινωνική αλληλεπίδραση, ότι υπάρχει αυτό που οι δυτικοί ορίζουν ως προσωπικό-ιδιαίτερο εαυτό ο οποίος απειλεί να «διαταράξει» την κανονικοποιημένη δημόσια ταυτότητα. Οι επιθυμίες είναι τόσο αυστηρά καθορισμένες, «θεσμοποιημένες» όσο και οτιδήποτε άλλο που αφορά τα πρόσωπα, ενώ τα ιδιαίτερα-για τους δυτικούς-χαρακτηριστικά της προσωπικότητας θεωρούνται ότι δεν έχουν σημασία και δεν αποτελούν κριτήριο αξιολόγησης των ατόμων και των πράξεών τους. Οι ατομικοί στόχοι ή οι ιδιοτροπίες δεν αποτελούν ένα «υπόγειο» εαυτό, αλλά αντίθετα είναι γι αυτούς τόσο καθολικά και κοινά ώστε να είναι προβλέψιμα, ή, τόσο ιδιοσυγκρασιακά ώστε να αγνοούνται.
5ο εθνογραφικό παράδειγμα: οι Baining
Η «ντροπή», επίσης, είναι ένα πολύ βασικό συναίσθημα-κατά την άποψη της Jane Fajans[6]-μέσα στο πολιτισμικό οικοδόμημα των Baining, κατοίκων της Νέας Βρετάνης στη Νέα Γουινέα. Αναλύοντας το ταξινομικό και συμβολικό σύστημά τους, διαπιστώνουμε ότι, με βάση αυτό, αναγνωρίζεται και επιβεβαιώνεται μια ιεραρχική δομή, με την έννοια της διακριτότητας των διαφόρων επιπέδων οργάνωσης της ζωής, σύμφωνα με το βαθμό της ποικιλότητας και της πολυπλοκότητας στη σύνθεσή τους, ξεκινώντας από το χαμηλότερο σημείο, τη φύση, και φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο σύνθεσης το οποίο θεωρείται ότι είναι η κοινωνικοπολιτισμική σφαίρα. Αυτό το ανώτερο επίπεδο εκλαμβάνεται από τους Baining ως δημιούργημα του μετασχηματισμού των «φυσικών» φαινομένων σε κοινωνικά και πολιτισμικά. Η διάκριση ανάμεσα στις κατηγορίες του «φυσικού», του ακατέργαστου, του στατικού από τη μια και του πολιτισμικού από την άλλη, το οποίο εμπερικλείει την συνεργασία και την εμπρόθετη ανθρώπινη δράση μαζί με τους κανόνες που την πλαισιώνουν, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και παράλληλα μας αποκαλύπτει το νόημα και τη λειτουργία του συναισθήματος της «ντροπής» μέσα στην κοινωνία τους.
Η μεγάλη σημασία που έχει το συναίσθημα της ντροπής για το σύστημα των Bainig, απορρέει από το γεγονός ότι συμβάλλει καθοριστικά στην ισχυροποίηση και διατήρηση του διαχωρισμού των δύο αυτών, ιεραρχικά δομημένων, επιπέδων. Οι περιστάσεις όπου εμφανίζεται το συναίσθημα της ντροπής είναι δυναμικές καταστάσεις, οι οποίες διαρρηγνύουν τις διαδικασίες- κλειδιά του μετασχηματισμού και του συντονισμού των συστατικών στοιχείων του κοινωνικοπολιτισμικού συστήματος. Συνεπώς η ντροπή είναι ένας σημαντικός μεσάζων μέσα στη δομή. Ο ρόλος της συχνά θεωρείται-από αναλυτική άποψη- ως ένας τρόπος αρνητικής κύρωσης ή περιορισμού, εντούτοις όμως μπορεί να ιδωθεί και ως ένα θετικό μέσο επανεπιβεβαίωσης της κανονιστικής τάξης η οποία διέπει τις κοινωνικές σχέσεις.
Η κοινωνία και ο πολιτισμός των Baining, ως ολότητα, συνίσταται σε διαδικασίες επεξεργασίας και μετασχηματισμού (εξευγενισμού) των φυσικών στοιχείων σε περισσότερο σύνθετες, εκπολιτισμένες και εκκοινωνισμένες οντότητες. Ανάλογα με τις περιστάσεις, οι άνθρωποι και τα πράγματα μπορεί να ανήκουν είτε στη φυσική είτε στην κοινωνική σφαίρα. Με βάση αυτό το κριτήριο, για παράδειγμα, τα παιδιά θεωρούνται φυσικές οντότητες οι οποίες πρέπει διαμέσου της ανατροφής και της συνύπαρξης με τους άλλους να ωριμάσουν και να γίνουν κοινωνικά πρόσωπα. Επίσης η πυρηνική οικογένεια  λόγω του βιολογικού-αναπαραγωγικού της χαρακτήρα κατηγοριοποιείται στη φυσική σφαίρα, που όμως μετασχηματιζόμενη σε νοικοκυριό εκκοινωνίζεται-και εδώ είναι που παρεμβαίνει καταλυτικά η ντροπή, με την έννοια ότι η συνουσία είναι πράξη φυσική και άρα ντροπιαστική. Υπό το πρίσμα αυτών των χαρακτηριστικών ερμηνεύεται και το φαινόμενο της υιοθεσίας, ένα φαινόμενο πολύ διαδεδομένο στους Baining, πρακτική η οποία συντελεί στο να ξεπεραστεί αυτό το πλαίσιο το οποίο εγείρει το συναίσθημα της ντροπής. Η βιολογική σχέση των γονιών με τα παιδιά υποκαθίσταται από τη σχέση τους με τα υιοθετημένα παιδιά, η οποία είναι αποκλειστικά κοινωνική σχέση, άρα ανώτερη.
6ο εθνογραφικό παράδειγμα: οι Kaluli
Με το ζήτημα του πολιτισμικού νοήματος  των συναισθημάτων, ασχολείται και ο Edward Schieffelin[7] σε σχετικό άρθρο του για την κοινωνία των Kaluli του οροπεδίου Papua στη Νέα Γουινέα. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται, ότι η εμπειρία, η αιτιολόγηση και το νόημα των συναισθημάτων δεν μπορούν να διαχωριστούν από το ρόλο που αυτά παίζουν στη διαμόρφωση των εκφραστικών μορφών της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων, ούτε βέβαια από τις κατευθυντήριες γραμμές του πολιτισμικού σεναρίου στο οποίο παίρνουν μέρος.
Η κοινωνία των Kaluli είναι έντονα εξισωτική: δεν υπάρχουν μεγάλοι άνδρες ή παραδοσιακές θέσεις εξουσίας και οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονται από τις αρχές της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας υποστήριξης, της φιλοξενίας-διαμορφώνοντας έτσι ένα σύστημα ισόρροπης αμοιβαιότητας. Το κάθε άτομο εθιμοτυπικά ενθαρρύνεται στο να παίρνει πρωτοβουλίες και να ακολουθεί το δικό του δρόμο στην κοινωνική ζωή και να κερδίζει την υποστήριξη των άλλων. Το άτομο επιτυγχάνει τη μέγιστη επιρροή μέσα στην κοινότητα, μέσω της ικανότητάς του να προσφέρει σθεναρή υποστήριξη στους άλλους, παίζοντας τους κατάλληλους ρόλους σε σημαντικά γεγονότα, με το να προωθεί σχέδια και προτάσεις ικανές να εμπνεύσουν τους άλλους. Επίσης ένας άλλος τρόπος να διεκδικήσουν το κύρος και το σεβασμό μέσα στην κοινωνία, είναι η διαχείριση των καταστάσεων με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε παράλληλα με το κοινό συμφέρον να προωθούνται και οι ατομικές επιδιώξεις και επιθυμίες. Αυτή η συμπεριφορά επιφέρει ανταμοιβές και ανάλογα προτερήματα, ενώ παράλληλα εκφράζει το ιδανικό πρότυπο ενός ενεργητικού και δυναμικού προσώπου και μιας αντίστοιχης στάσης ζωής, όπου ο πιο εύστοχος ορισμός, με τον οποίο μπορεί να  περιγραφεί, είναι «δραστήρια επιθετικότητα».
Τέτοιες νοοτροπίες και στάσεις σε συνδυασμό με τις επιδράσεις της εξισωτικής κοινωνικής δομής συγκροτούν το κυρίαρχο πολιτισμικό ήθος των Kaluli και διευκολύνουν την ανάδειξη των προτιμώμενων συναισθηματικών προτύπων. Επιπλέον οι εξισωτικές κοινωνικές συνθήκες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι Kaluli κατανοούν τα κοινωνικά γεγονότα και κατά συνέπεια διαμορφώνουν τις συναισθηματικές στάσεις και προσδοκίες, μέσα στο πεδίο των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Πολιτισμικά, η κυρίαρχη αυτή στάση της «δραστήριας επιθετικότητας», διαρθρώνεται στην ιδεολογία, η οποία δίνει έμφαση στην παραγωγική ζωτικότητα της αρσενικής φύσης και τροφοδοτεί το κυρίαρχο ήθος, που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη ενεργητικότητα και προσωπικό δυναμισμό. Παραδοσιακά, το πρότυπο του άντρα είναι αυτό του προκλητικού, εκφοβιστικού και όμορφου προσώπου, ενώ όποιος δεν συμβιβάζεται με τις συγκεκριμένες νόρμες θεωρείται ανθρωπάριο, πρόσωπο χωρίς σημασία ή άρρωστο.
Το περιεχόμενο αυτό των συμφραζομένων καλλιεργεί και αναδεικνύει ως κυρίαρχη συναισθηματική στάση το «θυμό», μια κατάσταση ταυτόχρονα εκφοβιστική και ελκυστική. Το συναισθηματικό αυτό μοτίβο χαρακτηρίζεται από εκρηκτικότητα ή, σύμφωνα με τον ορισμό του Schieffelin, από «παθιασμένη εκφραστικότητα». Ένας Kaluli δεν κρατάει ποτέ κρυφό το τι σκέφτεται ή το πώς νιώθει. Η αγανάκτηση, η οργή, η δειλία, η ταραχή, η συμπόνια εκφράζονται ανοιχτά και πολλές φορές με έντονη δραματικότητα-πρακτικές στις οποίες ενυπάρχει η πρόθεση του επηρεασμού των άλλων, είτε μέσω του εκφοβισμού, είτε προκαλώντας την υποστήριξή τους. 
Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτών των συμπεριφορών, θα πρέπει να τις δούμε ενταγμένες μέσα στο σύστημα της ισόρροπης αμοιβαιότητας που καθορίζει τις σχέσεις και την καθημερινότητα των Kaluli. Η κυκλική αυτά σχέση, καθορίζει εκτός από την οικονομική και κοινωνική αλληλεγγύη, τις συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις και αποκρίσεις, γεγονός το οποίο,μέσα στο συμφραζόμενο της αντιμετώπισης των άλλων ως ίσων, δυναμικών και δυνάμει επιθετικών προσώπων, σημαίνει ότι η οργή επιφέρει οργή, ότι η επιθετικότητα γεννά επιθετικότητα. Σε αυτό το σημείο ακριβώς, υπεισέρχεται ο κίνδυνος να διαρρηχθούν οι υφιστάμενες σχέσεις αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας. Συνεπώς ανακύπτει η ανάγκη επέμβασης μηχανισμών ελέγχου των ανεπιθύμητων επιθετικών συμπεριφορών, μέσα στα πλαίσια της καθημερινής ζωής, έτσι ώστε να μην προκαλούνται συνθήκες που τροφοδοτούν αντεκδικήσεις. Η πιο σημαντική τακτική για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι η δραστηριοποίηση του συναισθήματος της «ντροπής».
Η «ντροπή παρουσιάζεται στην σημαντικότερη μορφή της μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, όπου μια τυπική περίπτωση είναι εκείνη, στην οποία, ένα παιδί αρπάζει ή παρακαλεί για ένα κομμάτι φαγητό ή για κάποιο παιχνίδι που ανήκει σε κάποιον άλλο, ο οποίος αρνείται να του το προσφέρει. Η αντίδραση των γονιών του, δεν αφορά ούτε την άμεση απόρριψη, ούτε την εντολή να αφήσει το παιδί αυτό που πήρε. Αντίθετα εφαρμόζουν την τακτική της ερώτησης: «είναι αυτό δικό σου;»-ή παρόμοιες ρητορικές ερωτήσεις οι οποίες αίρουν τη νομιμότητα της πράξης. Η έκφραση της αντίθεσης μέσω των ρητορικών φράσεων αποσκοπεί στην αποφυγή της άμεσης σύγκρουσης με τις επιθυμίες του άλλου-γεγονός που μπορεί να προκαλέσει την οργή του-φέρνοντας το άτομο στη θέση του αμυνόμενου, κάνοντάς το να αναλογιστεί τη νομιμότητα της πράξης του.
Στο σημείο αυτό, είναι πολύ διαφωτιστική για την κατανόηση του συναισθήματος της ντροπής, η έννοια του αλληλεπιδρώντος προσώπου, την οποία εισήγαγε ο Goffman, οπου ως πρόσωπο ορίζεται η θετική κοινωνική αποτίμηση που το άτομο διεκδικεί για τον εαυτό του, χάρη στη στάση που παίρνει σε μια ιδιαίτερη περίσταση. Η στάση αυτή αφορά τον τρόπο που το πρόσωπο εκφράζει την αντίληψή του για τις διάφορες καταστάσεις και την εκτίμησή του για τους συμμετέχοντες και ιδιαίτερα για τον εαυτό του. Ένα πρόσωπο, νοείται ως τέτοιο, όταν η πορεία που χαράζει μέσα στη ζωή παριστάνει τη δημόσια εικόνα του, η οποία απορρέει και υποστηρίζεται από την κρίση των άλλων προσώπων που παίρνουν μέρος σε αυτή. Συνεπώς η φυσιογνωμία δεν εντοπίζεται στο πρόσωπο, ως κάτι αυτόνομο, αλλά βρίσκεται διάχυτη μέσα στη ροή των γεγονότων του κοινωνικού γίγνεσθαι, εξαρτάται δηλαδή σε κάποιο βαθμό από τους άλλους συμμετέχοντες. Όταν οι άλλοι αποσύρουν την νομιμοποιητική  υποστήριξή τους από την συγκεκριμένη στάση του προσώπου, τότε αυτό χάνει τη φυσιογνωμία του, με αποτέλεσμα να βιώνει το συναίσθημα της «ντροπής».
Συμπεράσματα
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η «ντροπή», όπως και άλλα σημαντικά συναισθήματα-με την έννοια ότι αν και με διαφοροποιήσεις, απαντώνται σε πολλές κοινωνίες-διαμορφώνονται από συγκεκριμένους πολιτισμικούς παράγοντες και συνδέονται οργανικά με τις έννοιες του εαυτού και του προσώπου, οι οποίες είναι επίσης πολιτισμικές κατασκευές. Συνεπάγεται λοιπόν, ότι ο τρόπος που το άτομο βιώνει τα συναισθήματα και ανταποκρίνεται σε τέτοιες ψυχολογικές καταστάσεις, καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του,  τον εαυτό του και τους άλλους. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν μια πολυσύνθετη πραγματικότητα, την ιδιαίτερη ποιότητα-περιεχόμενο των εκάστοτε πολιτισμικών συμφραζομένων, τα οποία, στο βαθμό που είναι διαφορετικά, διαμορφώνουν διακριτά περιεχόμενα για τον εαυτό και το συναίσθημα σε σχέση με τα κυρίαρχα δυτικά μοντέλα. Γεγονός το οποίο απομυθοποιεί τα αυτονόητα, δημιουργεί επιτακτικά ερωτήματα και θέτει νέα θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα. 
Επίσης, σημαντικά και κυρίαρχα σε διάφορους πολιτισμούς και κοινωνίες συναισθήματα, όπως η «ντροπή» και «ενοχή», διαπλέκονται άμεσα με την ιδεολογία, την κοινωνική δομή, τις οικονομικές σχέσεις και την ιεραρχία κύρους και δύναμης. Η έννοια του «προσώπου» και του «εαυτού» αντανακλά κοινωνικές σχέσεις, αξίες και ιδέες για την κοινωνία, την εξουσία και τον κόσμο. Επομένως, η κατανόησή τους, όπως επίσης η ανάλυση της δυτικής έννοιας για τον «εαυτό» και το «άτομο», η αποσαφήνιση ομοιοτήτων και διαφορών, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αποδόμηση της εξουσίας, των πολιτικών και κοινωνικών δομών και φυσικά της κυρίαρχης ιδεολογίας στο σύγχρονο δυτικό (καπιταλιστικό) κόσμο.

[1] Robert Levy: Emotion, Knowing and Culture.
[1] Στο ίδιο
[1] Fred Maters: Emotions and the self: a theory of personhood and political order among Pintupi Aborigines (“Ethos,1979, vol. 7)
[1] Michelle Z. Rosaldo: The Shame of Headhunters and the Autonomy of Self (ETHOS: vol. 11-no. 3)
[1] Ward Keeler: Shame and Stage Fright in Java.
[1] Jane Fajans: Shame, Social Action, and the Person among the Baining.
[1] Edward L. Schieffelin: Anger and Shame in the Tropical Forest. 

* Το παρόν κείμενο είναι μια εργασία στο πλαίσιο του ΠΜΣ του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2002).

Αθήνα, 20/1/2011


Δημήτρης Φασόλης


Θεματική: Κοινωνική Ανθρωπολογία