Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ - ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ





I.                                                         Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Το θεωρητικό πρόβλημα της ανάλυσης και ερμηνείας της δομής των «πρωτόγονων» κοινωνιών, το οποίο ήταν κυρίαρχο από την περίοδο που μεσουρανούσε στο ανθρωπολογικό στερέωμα ο Radcliffe-Brown έως και τη δεκαετία του ‘70-τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία-ήταν λογικά αναπόφευκτο να προκαλέσει το ερευνητικό ενδιαφέρον ενός κατεξοχήν δομιστικού ρεύματος κοινωνιολογικής σκέψης, του μαρξισμού. Πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί, κυρίως Γάλλοι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στρέφουν την προσοχή τους στην κοινωνική ανθρωπολογία, μετά από ένα μακρόχρονο διάστημα αρνητικής στάσης απέναντι σε αυτή την, «αστική», επιστήμη. Στην εξέλιξη αυτή, συνέβαλε αποφασιστικά το γενικότερο κλίμα κοινωνικής αμφισβήτησης και κριτικής, ως απόρροια των συγκρουσιακών κοινωνικών γεγονότων και των ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο. Από την άποψη της κοινωνικής θεωρίας, η επίδραση των παραπάνω παραμέτρων επέφερε την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γύρω από το μαρξισμό και ανέδειξε ως προνομιακό πεδίο έρευνας, τις «πρωτόγονες» ή «απλές» κοινωνίες, λόγω των ιδεολογικών αναφορών στις οποίες παραπέμπουν (εξισωτικές κοινωνίες, με απουσία ταξικών-εκμεταλλευτικών σχέσεων). Έτσι, μια σειρά επιστήμονες όπως οι Meillasoux, Terray, Dupre, Godelier, σκύβουν πάνω από τις κοινωνίες που μελετούν παραδοσιακά οι ανθρωπολόγοι, εφαρμόζοντας τις αρχές και τις μεθόδους της εθνογραφικής έρευνας.
Το ζητούμενο, σε σχέση με τη δομομαρξιστική σχολή, είναι η κριτική αποτίμηση της συνεισφοράς της στη μελέτη των γραμμικής καταγωγής κοινωνιών. Κατά την άποψη του Joel S. Kahn, η μαρξιστική ανάλυση των κατατμημένων κοινωνιών είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, για διάφορους λόγους, εκ των οποίων δύο είναι οι πιο σημαντικοί: «Πρώτο, οι μαρξιστές θεωρητικοί βαδίζουν ως επί το πλείστον πάνω στο έδαφος της παραδοσιακής ανθρωπολογίας και έτσι, πάνω στο δεδομένο εθνογραφικό υλικό μπορεί να αξιολογηθεί η συνεισφορά τους σε σχέση με τους μη μαρξιστές θεωρητικούς. Δεύτερο, χρησιμοποιώντας το τεράστιο εμπειρικό υλικό που συγκεντρώθηκε στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, οι ακαδημαϊκοί αυτοί στοχαστές έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα κεντρικό ερώτημα της μαρξιστικής ανάλυσης, το οποίο θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Πώς μπορεί η δουλειά του Μαρξ και των άλλων θεωρητικών της μαρξιστικής παράδοσης να εφαρμοστεί σε μια περιοχή εμπειρικά άγνωστη για τον ίδιο τον Μαρξ; Και τα συνακόλουθα ερωτήματα: Υπάρχουν βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού που να είναι προσαρμόσιμες σε μια ανάλυση τόσο των καπιταλιστικών όσο και των προκαπιταλιστικών κοινωνιών; Ή παρέχει τα μέσα το μαρξιστικό ερμηνευτικό μοντέλο για τη δημιουργία νέων αναλυτικών εργαλείων, εννοιών, μεθόδων, που μπορούν να εφαρμοστούν ειδικά στη μελέτη αυτών των κοινωνιών; Μπορούμε, τέλος, να μιλήσουμε για εκμετάλλευση και πολιτική καταπίεση στις «πρωτόγονες», κατατμημένες κοινωνίες; Ως απάντηση-διέξοδο σε αυτά τα ερωτήματα, οι παραπάνω συγγραφείς ανέπτυξαν την έννοια ενός «νέου» τρόπου παραγωγής, για να μπορέσουν να περιγράψουν και να προσδιορίσουν μια εμπειρική πραγματικότητα που δεν αντιστοιχεί στους καταγραμμένους από το Μαρξ τρόπους παραγωγής». (J. S. Kahn, σελ. 57-8).
Η θεωρητική παραδοχή της ύπαρξης ενός «νέου» ή «πρωτόγονου» τρόπου παραγωγής, λογικά προϋποθέτει την κριτική και την αποστασιοποίηση από το μαρξιστικό δόγμα περί κυριαρχίας του οικονομικού παράγοντα στην κοινωνική δομή. Και αυτό γιατί, όπως θα φανεί παρακάτω, στις λεγόμενες «απλές» ή κατατμημένες κοινωνίες η οικονομία δεν είναι το κυρίαρχο επίπεδο της κοινωνικής ζωής, γεγονός που μας οδηγεί σε ένα νέο θεωρητικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία είναι ο «σε τελευταία ανάλυση καθοριστικός παράγοντας του κοινωνικού σχηματισμού». Εδώ εντοπίζεται και το σημείο εκκίνησης της θεωρητικής προσπάθειας των δομομαρξιστών στοχαστών, το οποίο προσδιόρισε την πορεία της έρευνάς τους και τον τρόπο ανάλυσης των εμπειρικών δεδομένων.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η συμπυκνωμένη παρουσίαση του τρόπου εφαρμογής των παραπάνω αναλυτικών εργαλείων και θεωρητικών σχημάτων στο πεδίο της έρευνας, καθώς και η καταγραφή των κυριότερων συμπερασμάτων αυτών των μελετών. Ως βασικός άξονας χρησιμοποιείται το βιβλίο του Emmanuel Terray «Marxism andPrimitiveSicieties» (1972), ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος του, Historical Materialism and Segmentary Linage-Based Societies, το οποίο αποτελεί εθνογραφική μελέτη της κοινωνίας των Guro, στην Ακτή Ελεφαντοστού. Θεωρείται ότι είναι ένα αξιόλογο και ολοκληρωμένο έργο, το οποίο εφαρμόζει με συνέπεια τις θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές του ιστορικού υλισμού πάνω σε ένα εμπειρικό υλικό πολύ γνωστό και καταγραμμένο από πολλούς «κλασσικούς» ανθρωπολόγους.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Εθνικισμός-ρατσισμός και ο αντί(-λογος): όταν ο καταγγελτικός-εναντιωματικός λόγος δεν επαρκεί.


Συνήθως ο λόγος – προφορικός και γραπτός – που αρθρώνεται ενάντια στον εθνικισμό-πατριωτισμό, τον φασισμό-ρατσισμό και τον ολοκληρωτισμό έχουν έναν καταγγελτικό προς την εξουσία χαρακτήρα. Έχουμε όμως αναρωτηθεί αν αυτός ο λόγος είναι αποτελεσματικός στην αλλαγή συνείδησης των ανθρώπων και της κοινωνίας; Αρκεί μόνη η κριτική στις ρατσιστικές και ξενοφοβικές πολιτικές της κυβέρνησης – που σίγουρα είναι καταδικαστέες – και στις ακροδεξιές πρακτικές και ιδεολογήματα; Ή θα ήταν περισσότερο εποικοδομητικό-λειτουργικό να παραγάγουμε έναν λόγο αναλυτικό και εμπεριστατωμένο, με ισχυρή επιχειρηματολογία και αποδεικτική εγκυρότητα απέναντι στα ψέματα και την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και στον έρποντα φασισμό ευρύτερων κοινωνικών ομάδων;
Γιατί μπορεί, από ένα μεγάλο φάσμα της αριστεράς και του ριζοσπαστικού χώρου, να θεωρείται ότι ο «εχθρός» είναι μόνο οι πολιτικοί και οι διάφορες καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις – ανάμεσά τους και οι ακροδεξιοί –, ωστόσο εξίσου προβληματική και ανάχωμα σε μια προοδευτική-πολυπολιτισμική ιδέα είναι η διαδεδομένη νοοτροπία του «λαού»: ξενοφοβία, φόβος και μίσος για το «διαφορετικό», πουριτανισμός. Δεν θα πρέπει να μας προβληματίζει – πρώτα απ’ όλα βέβαια θα ’πρεπε να προβληματίζει η άνετη σύμπλευση του ριζοσπαστικού με το μαζικό, δηλαδή η κομφορμιστική αναγωγή του πρώτου σε μέινστριμ ιδεολογικό ρεύμα (αντιμνημονιακό-εθνοπατριωτικό) – άραγε το κατά πόσο η κυβερνητική πολιτική και τα μέτρα που παίρνονται για κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτό της μετανάστευσης, παίρνονται ακριβώς γιατί πατούν στο έδαφος της κυρίαρχης νοοτροπίας στην κοινωνία; Και όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά ως αντίδραση στις εκδηλωμένες πια πρακτικές αυτής της νοοτροπίας από ευρεία κομμάτια κόσμου που ξεσπάει στους κοινωνικά αδύναμους και καταδιώκει μετανάστες, εξαρτημένους, ψυχικά ασθενείς και που το λιγότερο δεν θέλει να τους έχει στη γειτονιά του (ή, στην καλύτερη περίπτωση, συναινεί παθητικά και συχνά επιδοκιμάζει ενεργητικά τέτοιες συμπεριφορές); Γιατί ο σκοταδισμός και ο παραλογισμός, σε μαζικό επίπεδο, είναι δυσλειτουργικό στοιχείο και για το ίδιο το αστικό-δημοκρατικό σύστημα.
Η κοινωνική αδράνεια απέναντι σε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές (όπως η αποασυλοποίηση ψυχικά πασχόντων και η δημιουργία κέντρων για τοξικοεξαρτημένους), που πηγάζει από τον συντηρητισμό των «μαζών», πολλές φορές αναγκάζει τους πολιτικούς να πάρουν μέτρα συντηρητικά ή να κάνουν πίσω στις όποιες προοδευτικού χαρακτήρα νομικές ρυθμίσεις ή θεσμούς (βλέπε π.χ. για το ζήτημα της αποσυμφόρησης των φυλακών)*. Τα παραπάνω βέβαια δεν απενεχοποιούν με κανέναν τρόπο την εξουσία για το ρόλο της στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να φτάνουμε σε κρίσεις-προτάσεις του τύπου «όλοι οι πολιτικοί είναι ρατσιστές και χουντικοί, εγκληματίες, λαμόγια κ.λπ.». Όχι μόνο γιατί αυτό αποτελεί έκφραση μια ακροδεξιάς ρητορικής και ιδεολογίας αλλά και γιατί καταργεί την ίδια την κοινή λογική – πόσο μάλλον τον ορθό λόγο – ισοπεδώνοντας τα πάντα. Διότι, αν δεχτούμε ότι όλοι οι πολιτικοί και τα αστικά-καθεστωτικά κόμματα λένε ψέματα (αφού το «παίζουν» δημοκράτες αλλά στην πράξη είναι φασίστες), τότε γιατί να μην δεχθούμε ότι μπορεί να ισχύει το ίδιο και για τους ριζοσπαστικούς-ανατρεπτικούς χώρους, αφού ό,τι και αν δηλώνεις ισχύει το αντίθετο; Αυτό όμως οδηγεί σε αδιέξοδο και αναπαράγει μια παράλογη συνωμοσιολογική-σκοταδιστική σκέψη. (Αν και στην Ελλάδα, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, κυριαρχεί η ανειλικρίνεια στη δημόσια σφαίρα και συνήθως «είσαι ό,τι δηλώσεις», εντούτοις δεν μπορεί αυτό να εφαρμοστεί σε απόλυτη κλίμακα και σε τέτοια θεμελιακά ζητήματα ιδεολογικού αυτό-προσδιορισμού, για όλο το κυρίαρχο πολιτικό φάσμα και τα φυσικά πρόσωπα.) 
Έτσι λοιπόν, τα μέτρα που κατά καιρούς παίρνονται είναι μια αντίδραση της κυβερνητικής εξουσίας στην υπερσυντηρικοποίηση ή την έλλειψη ευαισθησίας και αδιαφορία της κοινωνίας για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Με στόχο, από τη μία, ψηφοθηρικό και, από την άλλη, να ανακοπεί η ακροδεξιά και υπερσυντηριτική στροφή της κοινωνίας (αφού μέσω των μέτρων αυτών ικανοποιείται το «λαϊκό αίσθημα»), προοπτική που αν γίνει κυρίαρχη, τότε αυτό δημιουργεί προβλήματα και στο ίδιο το αστικοδημοκρατικό σύστημα. Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί το ότι τελικά το αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών είναι να γίνονται οι νεροκουβαλητές της ακροδεξιού σκοταδισμού.
Το σίγουρο είναι ότι όσο δεν βρίσκεται μια βραχυπρόθεσμη λύση για το θέμα των μεταναστών, τόσο οξύνονται τα ρατσιστικά-ακροδεξιά ανακλαστικά της κοινωνίας. Το θέμα είναι ποιος θα δώσει αυτή τη λύση, το κίνημα ή η εξουσία. Πάντως, οι λύσεις που προτείνει το κίνημα είναι μακροπρόθεσμες (προϋποθέτουν ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και αλληλεγγύης μεταξύ των καταπιεσμένων) και άρα σε παρόντα χρόνο το διαιωνίζουν. Ενδεικτική για τη στάση-κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας (και όχι μόνο) είναι πρόσφατη δημοσκόπηση σε κυριακάτικη εφημερίδα. Όπου σχεδόν το 50% των ερωτηθέντων τάσσονται υπέρ της κατασκευής κέντρων «φιλοξενίας» (δηλ. εγκλεισμού) μεταναστών, ενώ στο ίδιο ποσοστό (από προηγούμενο 19%) επιθυμούν τη σταδιακή απομάκρυνση όλων των μεταναστών από τον Ελλάδα. (σ.σ.: Για τις όποιες ενστάσεις για τις καθεστωτικές δημοσκοπήσεις, καλό είναι να αποφασίσουμε αν τις λαμβάνουμε υπόψη και όχι επιλεκτικά όποιες ταιριάζουν στην ιδεολογική μας θέση. Πάντως, οι διάφορες δημοσκοπήσεις αν και απέχουν από την ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, ωστόσο συνιστούν ενδείξεις και τάσεις κοινωνικές-ιδεολογικές σε μια δεδομένη συγκυρία. Τάσεις, που αφού καταγράφονται ξανά και ξανά με αυξητικό μάλιστα ρυθμό, αυτό σημαίνει ότι έχουν γίνει μόνιμες. Και αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο χρήζει εμπεριστατωμένης μελέτης.)   
Από την άλλη, το ότι είμαστε ενάντια στους αστούς πολιτικούς και στην καθεστωτική πολιτική, δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί και η πολιτική σφαίρα του δημόσιου βίου. Γιατί έτσι καταλήγουμε μαθηματικά στην απολίτικη κοινωνία και στον ολοκληρωτισμό. Το ότι, περαιτέρω, σε μια αταξική κοινωνία, όπου καταργούνται οι διαχωρισμοί, η πολιτική ενσωματώνεται ως μη διαχωρισμένη διαδικασία στην κοινωνική σφαίρα, αυτό δε σημαίνει ότι καταργούνται όλες οι λειτουργίες και η βασική λογική της: αυτό-οργάνωση, αυτοδιαχείριση των κοινών, γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση, άμεση δημοκρατία. Εξάλλου η πολιτική είναι μια αναβαθμισμένη κοινωνική διαδικασία, στο βαθμό που στηρίζεται στην αφαιρετική σκέψη και στον ορθό λόγο (στην επιστήμη). Ενώ το α-πολιτικό στηρίζεται σε συναισθηματισμούς και στον ανορθολογισμό, στον συντεχνιασμό και τον ατομικισμό.
Περαιτέρω, με το να καταγγέλλουμε μόνο τους πολιτικούς, αφήνουμε στο απυρόβλητο το κεφάλαιο και την αστική τάξη, και την τεράστια δυνατότητα τους να παρεμβαίνουν και να καθορίζουν τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, επιβάλλοντας στους πολιτικούς τα συμφέροντα και τη θέλησή τους. Στην Ελλάδα μάλιστα, όχι μόνο τα μεγάλα αλλά και τα μικρά αφεντικά, εφόσον εν μέσω «κρίσης» δεν χρειάζονται πλέον το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών εργατών, συναινούν και υποστηρίζουν την αντι-μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης.
Το σίγουρο είναι λοιπόν ότι πρέπει να καταδικάσουμε και να αντισταθούμε στα νέα αντιδραστικά μέτρα ενάντια στους μετανάστες. Όμως με ποιο τρόπο; Μήπως θα πρέπει με στοιχεία και επιχειρήματα να υποστηρίξουμε τη χρησιμότητα των μεταναστών εργατών στην κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη και επίσης με εμπεριστατωμένο λόγο να καταρρίψουμε τους μύθους και τους φόβους απέναντί τους (όπως αυτόν περί «υγειονομικής βόμβας») από την κοινωνία, αλλά και να αποκαλύπτουμε με επιχειρήματα το ρόλο και την ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τις κυρίαρχες πολιτικές-μέτρα; Με άλλα λόγια, να απευθυνθούμε πρώτα απ’ όλα στην κοινωνία για να πείσουμε ότι οι εργάτες έχουν όλοι τα ίδια συμφέροντα, ντόπιοι ή μετανάστες. Και ότι επίσης οι μετανάστες μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα ενάντια στην ταξική επίθεση που υφίσταται η κοινωνία και τα κατώτερα στρώματά της, αν ενταχθούν και γίνουν αποδεκτοί από τους ντόπιους αδελφούς τους.
Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι χρειάζεται σοβαρή και συστηματική-συνεχή διαπαιδαγώγηση, πολιτισμική και μορφωτική δουλειά προς την κοινωνία, τους εργάτες και τον «λαό», αν πρόκειται να απεγκλωβιστούν κάποτε από τα εξουσιαστικά παραμύθια-την κυρίαρχη ιδεολογία. Χωρίς προκαταλήψεις, με επιμονή, σιγουριά και αυτοπεποίθηση για την αλήθεια των όσων πρεσβεύουμε. Χωρίς συναισθηματισμούς, εύκολους ενθουσιασμούς ή απογοητεύσεις.
Αντίστοιχα, απεύθυνση θα πρέπει να γίνεται και στους ίδιους τους μετανάστες, να έρθουν συλλογικά σε επαφή και επικοινωνία με κινήσεις, σωματεία και συλλογικότητες, με συνελεύσεις γειτονιών και στέκια, με απεργιακούς και κοινωνικούς αγώνες, όπως επίσης να αυτοπεριφρουρούν τις κοινότητές τους, ώστε να καταδικάζουν και να αποτρέπουν τυχόν συμπεριφορές που τους εκθέτουν στην κοινωνία, προτάσσοντας ως κυρίαρχο το ζήτημα της κοινωνικής-ταξικής αλληλεγγύης. Εξάλλου η μικρομεσαία εγκληματικότητα στρέφεται κατά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ταξική συνείδηση και αλληλεγγύη.
Τέλος, θα έπρεπε να γίνουν συγκεκριμένες προτάσεις για την αλληλεγγύη και συμμαχία μεταναστών και γηγενών εργατών, όπως για παράδειγμα την ένταξη των μεταναστών στα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης (ανταλλαγής εργασίας, γνώσεων και τεχνικών, γλώσσας και κουλτούρας) και στα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα. Επίσης η διοργάνωση ανοιχτών πολυπολιτισμικών δράσεων, παρεμβάσεων σε δημόσιους χώρους, ομιλίες και χάπενινγκ με τη συμμετοχή μεταναστών.  
Γιατί μόνο αν αμβλυνθεί η διάχυτη ξενοφοβία, ο ρατσισμός και ο συντηρητισμός των «λαϊκών» στρωμάτων και απομυθοποιηθούν τα ιδεολογήματα της εξουσίας και της ακροδεξιάς, θα είναι ευνοϊκό το κλίμα (αλληλεγγύη, αλληλοκατανόηση) για μια πραγματικά ριζοσπαστική προοπτική και κοινό ταξικό αγώνα «ντόπιων» και μεταναστών εργαζομένων.
Δημήτρης Φασόλης
10/4/2012