Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ - ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ





I.                                                         Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Το θεωρητικό πρόβλημα της ανάλυσης και ερμηνείας της δομής των «πρωτόγονων» κοινωνιών, το οποίο ήταν κυρίαρχο από την περίοδο που μεσουρανούσε στο ανθρωπολογικό στερέωμα ο Radcliffe-Brown έως και τη δεκαετία του ‘70-τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία-ήταν λογικά αναπόφευκτο να προκαλέσει το ερευνητικό ενδιαφέρον ενός κατεξοχήν δομιστικού ρεύματος κοινωνιολογικής σκέψης, του μαρξισμού. Πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί, κυρίως Γάλλοι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στρέφουν την προσοχή τους στην κοινωνική ανθρωπολογία, μετά από ένα μακρόχρονο διάστημα αρνητικής στάσης απέναντι σε αυτή την, «αστική», επιστήμη. Στην εξέλιξη αυτή, συνέβαλε αποφασιστικά το γενικότερο κλίμα κοινωνικής αμφισβήτησης και κριτικής, ως απόρροια των συγκρουσιακών κοινωνικών γεγονότων και των ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο. Από την άποψη της κοινωνικής θεωρίας, η επίδραση των παραπάνω παραμέτρων επέφερε την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γύρω από το μαρξισμό και ανέδειξε ως προνομιακό πεδίο έρευνας, τις «πρωτόγονες» ή «απλές» κοινωνίες, λόγω των ιδεολογικών αναφορών στις οποίες παραπέμπουν (εξισωτικές κοινωνίες, με απουσία ταξικών-εκμεταλλευτικών σχέσεων). Έτσι, μια σειρά επιστήμονες όπως οι Meillasoux, Terray, Dupre, Godelier, σκύβουν πάνω από τις κοινωνίες που μελετούν παραδοσιακά οι ανθρωπολόγοι, εφαρμόζοντας τις αρχές και τις μεθόδους της εθνογραφικής έρευνας.
Το ζητούμενο, σε σχέση με τη δομομαρξιστική σχολή, είναι η κριτική αποτίμηση της συνεισφοράς της στη μελέτη των γραμμικής καταγωγής κοινωνιών. Κατά την άποψη του Joel S. Kahn, η μαρξιστική ανάλυση των κατατμημένων κοινωνιών είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, για διάφορους λόγους, εκ των οποίων δύο είναι οι πιο σημαντικοί: «Πρώτο, οι μαρξιστές θεωρητικοί βαδίζουν ως επί το πλείστον πάνω στο έδαφος της παραδοσιακής ανθρωπολογίας και έτσι, πάνω στο δεδομένο εθνογραφικό υλικό μπορεί να αξιολογηθεί η συνεισφορά τους σε σχέση με τους μη μαρξιστές θεωρητικούς. Δεύτερο, χρησιμοποιώντας το τεράστιο εμπειρικό υλικό που συγκεντρώθηκε στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, οι ακαδημαϊκοί αυτοί στοχαστές έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα κεντρικό ερώτημα της μαρξιστικής ανάλυσης, το οποίο θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Πώς μπορεί η δουλειά του Μαρξ και των άλλων θεωρητικών της μαρξιστικής παράδοσης να εφαρμοστεί σε μια περιοχή εμπειρικά άγνωστη για τον ίδιο τον Μαρξ; Και τα συνακόλουθα ερωτήματα: Υπάρχουν βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού που να είναι προσαρμόσιμες σε μια ανάλυση τόσο των καπιταλιστικών όσο και των προκαπιταλιστικών κοινωνιών; Ή παρέχει τα μέσα το μαρξιστικό ερμηνευτικό μοντέλο για τη δημιουργία νέων αναλυτικών εργαλείων, εννοιών, μεθόδων, που μπορούν να εφαρμοστούν ειδικά στη μελέτη αυτών των κοινωνιών; Μπορούμε, τέλος, να μιλήσουμε για εκμετάλλευση και πολιτική καταπίεση στις «πρωτόγονες», κατατμημένες κοινωνίες; Ως απάντηση-διέξοδο σε αυτά τα ερωτήματα, οι παραπάνω συγγραφείς ανέπτυξαν την έννοια ενός «νέου» τρόπου παραγωγής, για να μπορέσουν να περιγράψουν και να προσδιορίσουν μια εμπειρική πραγματικότητα που δεν αντιστοιχεί στους καταγραμμένους από το Μαρξ τρόπους παραγωγής». (J. S. Kahn, σελ. 57-8).
Η θεωρητική παραδοχή της ύπαρξης ενός «νέου» ή «πρωτόγονου» τρόπου παραγωγής, λογικά προϋποθέτει την κριτική και την αποστασιοποίηση από το μαρξιστικό δόγμα περί κυριαρχίας του οικονομικού παράγοντα στην κοινωνική δομή. Και αυτό γιατί, όπως θα φανεί παρακάτω, στις λεγόμενες «απλές» ή κατατμημένες κοινωνίες η οικονομία δεν είναι το κυρίαρχο επίπεδο της κοινωνικής ζωής, γεγονός που μας οδηγεί σε ένα νέο θεωρητικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία είναι ο «σε τελευταία ανάλυση καθοριστικός παράγοντας του κοινωνικού σχηματισμού». Εδώ εντοπίζεται και το σημείο εκκίνησης της θεωρητικής προσπάθειας των δομομαρξιστών στοχαστών, το οποίο προσδιόρισε την πορεία της έρευνάς τους και τον τρόπο ανάλυσης των εμπειρικών δεδομένων.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η συμπυκνωμένη παρουσίαση του τρόπου εφαρμογής των παραπάνω αναλυτικών εργαλείων και θεωρητικών σχημάτων στο πεδίο της έρευνας, καθώς και η καταγραφή των κυριότερων συμπερασμάτων αυτών των μελετών. Ως βασικός άξονας χρησιμοποιείται το βιβλίο του Emmanuel Terray «Marxism andPrimitiveSicieties» (1972), ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος του, Historical Materialism and Segmentary Linage-Based Societies, το οποίο αποτελεί εθνογραφική μελέτη της κοινωνίας των Guro, στην Ακτή Ελεφαντοστού. Θεωρείται ότι είναι ένα αξιόλογο και ολοκληρωμένο έργο, το οποίο εφαρμόζει με συνέπεια τις θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές του ιστορικού υλισμού πάνω σε ένα εμπειρικό υλικό πολύ γνωστό και καταγραμμένο από πολλούς «κλασσικούς» ανθρωπολόγους.
II.                 Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ  CLAUDE MEILLSOUX
Πριν αναφερθούμε όμως στο βιβλίο του Terray, θα πρέπει να σχολιάσουμε τη μελέτη του Claude Meillasoux για τους Guro, η οποία θεωρείται θεμελιακή για τη μαρξιστική ανθρωπολογία. Η ίδια η εργασία του Terray στηρίζεται στη συνεισφορά του Meillasoux, για τον οποίο υποστηρίζει ότι «είναι ο πρώτος ερευνητής, γαλουχημένος στις έννοιες και τις μεθόδους της ανθρωπολογίας, που τόλμησε να εφαρμόσει τις κατηγορίες του ιστορικού υλισμού σε μια «πρωτόγονη» κοινωνία» (Terray 1972: 95). Ακολουθώντας μια πορεία διαφορετική από αυτή του ορθόδοξου, μηχανιστικού μαρξισμού, αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ του τελευταίου και της ανθρωπολογίας.
Είναι φανερό ότι το ενδιαφέρον του Meillasoux για την οικονομία πηγάζει από την ανάγνωση του Μαρξ, γεγονός όμως που δεν συνεπάγεται μια μονόπλευρη αιτιακή  σχέση μεταξύ του οικονομικού παράγοντα και των κοινωνικών δομών. Ωστόσο, «η αναγκαιότητα της παραγωγής παίζει αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική οργάνωση, για τον απλό λόγο ότι αν σταματήσει η παραγωγή, η κοινωνία θα παύσει να υπάρχει» (Meillasoux 1964: 10). Η οικονομική φάση της κοινωνικής ζωής είναι πολύ σημαντική, γιατί η σχέση με το περιβάλλον δεν είναι μονοσήμαντη: «το περιβάλλον καθορίζει την κοινωνική ζωή, αλλά και οι άνθρωποι, μέσω των διαδικασιών της παραγωγής, μετασχηματίζουν τη φύση, η οποία με τη σειρά της γίνεται αντικείμενο νέας ανθρώπινης δραστηριότητας που προσαρμόζεται στο ήδη μετασχηματισμένο περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε ιδιαίτερο περιβάλλον υπόκειται σε διαφορετικές μορφές εκμετάλλευσης, ανάλογα με τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται από διακριτές -από την άποψη της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης- μεταξύ τους ομάδες. Είναι αυτή η συνεχής και αμοιβαία αλληλοσχέτιση διαφορετικών παραγόντων που συνιστά τον τρόπο παραγωγής» (ό.π.: 89).
Για να προσδιορίσει το κύριο γνώρισμα του τρόπου παραγωγής κοινωνιών όπως αυτή των Guro, ο Meillasoux  χρησιμοποιεί τον όρο «αυτοεπιβίωση»,  ή αλλιώς, «αυτοσυντήρηση». Ο όρος αυτός δεν συνεπάγεται ότι στα πλαίσια των κοινωνιών αυτών δεν υπάρχει καμία ανταλλαγή, αλλά ότι η ανταλλαγή λαμβάνει χώρα στην περιφέρεια των κοινοτήτων κοινής καταγωγής και σε καμιά περίπτωση δεν περιλαμβάνει τα μέσα της αυτοσυντήρησης. Άλλα χαρακτηριστικά των «αυτοσυντηρούμενων» κοινωνιών, είναι η εκμετάλλευση της γης, η ανθρώπινη εργασία ως βασική πηγή ενέργειας και οι τεχνικές παραγωγής που τείνουν να γίνουν άμεσες, χωρίς όμως να είναι τέτοιες. Το στοιχείο όμως που διακρίνει αυτές τις κοινωνίες είναι ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει η αιματοσυγγένεια, ακόμα και στην οργάνωση της οικονομίας: «Ο ρόλος των γαμήλιων δεσμών είναι κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή των βασικών μονάδων της κοινωνίας. Παρέχοντας στις κοινότητες τα μέσα για να αναπαράγουν τον εαυτό τους, συνιστούν την αναγκαία  συνθήκη για την αναπαραγωγή της κοινωνίας». (στο ίδιο, σελ. 91). Οι γενεαλογικές σχέσεις,  λοιπόν, είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο χτίζονται οι σχέσεις παραγωγής. Μέσα στην κοινωνικοοικονομική δομή που συγκροτείται πάνω στις ομάδες καταγωγής, διαμορφώνεται μια ιεραρχία, διαμέσου των γενεών και της ηλικίας, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται οι ηλικιωμένοι συγγενείς. Η μελέτη του ρόλου των πρεσβυτέρων, του ελέγχου που έχουν πάνω στις γυναίκες, οδήγησε τον Meillasoux στο να συμπεράνει τη κεντρική σημασία των γαμήλιων σχέσεων στην κυκλοφορία των δώρων που αποφέρουν κύρος και εξουσία. Οι πρεσβύτεροι είναι η πηγή της προίκας, διευθύνουν την εργασία των νέων και ρυθμίζουν τη δημογραφική αναπαραγωγή, ενώ οι γυναίκες παίζουν ένα διττό ρόλο, από τη μια ως παραγωγοί, στην αγροτική οικονομία και από την άλλη ως «παραγωγοί των παραγωγών»» της κοινότητας. 
Αν επιχειρούσαμε μια κριτική αποτίμηση του έργου του Meillasoux, θα έπρεπε-κατά τον J. Kahn- να επισημάνουμε το γεγονός ότι, μόνο από τη μονογραφία του για τους Guro, δεν συγκροτείται μια σαφής έννοια για τη σχέση μεταξύ οικονομίας και κοινωνικής δομής, με άλλα λόγια, μεταξύ υποδομής και υπερδομής. Και αυτό γιατί, «ενώ υποστηρίζεται ότι η σχέση των δύο επιπέδων δεν χαρακτηρίζεται από ένα μονόπλευρο ντετερμινισμό, ότι οι συγγενικές  σχέσεις δρουν ως σχέσεις παραγωγής, εντούτοις, βρίσκουμε πολλές αναφορές όπου η οικονομία κατέχει προνομιακή θέση. Για παράδειγμα, το συγγενικό σύστημα δεν είναι, για τον Meillasoux, μια  βιολογική  ή γενεαλογική έννοια, αλλά αντιθέτως οι συγγενικές σχέσεις είναι κοινωνικές σχέσεις, προσαρμοσμένες στις απαιτήσεις της παραγωγής. Επίσης, οι «λειτουργικές» οικογένειες αποτελούνται από μέλη τα οποία  συνενώνονται, περισσότερο στη βάση οικονομικών  υποχρεώσεων, παρά δεσμών αίματος, ενώ ο ρόλος των ηλικιωμένων, δεν πηγάζει αππό τη συγγένεια ή από το κύρος, αλλά μάλλον από τον έλεγχο πάνω στο σύστημα αναπαραγωγής».(Kahn, σελ. 64). Η συγκεκριμένη λοιπόν ανάλυση αφήνει αναπάντητο το ερώτημα: κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να εμφανιστεί το υπό εξέταση μοντέλο της «αυτοσυντηρούμενης» κοινωνίας;
III.               Η ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ ΠΕΔΙΟ:  EMANUEL TERRAY
Ακριβώς σε αυτό το τρωτό  σημείο της ανάλυσης του Meillasoux επικεντρώνεται η κριτική του Terray, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο ορισμός του τρόπου παραγωγής δηλώνει ότι «έχει εγκαταλειφθεί, ουσιαστικά, κάθε προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αρχές του ιστορικού υλισμού στις κατατμημένες κοινωνίες ή, στην καλύτερη περίπτωση, χρησιμοποιούνται μόνο για να προσδιορίσουν την απόσταση μεταξύ αυτών και των βιομηχανικών κοινωνιών» (Terray, 1972, σελ. 97). Έτσι στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, ο Terray θέτει ως στόχο του το σαφή καθορισμό της έννοιας του τρόπου παραγωγής, των συστατικών της στοιχείων και των αιτιακών παραγόντων που την καθορίζουν, μέσα από την επαναθεώρηση και εκ νέου ανάλυση της κοινωνίας των Guro.
Παίρνοντας ως αφετηρία τον ορισμό του Meillasoux για τον τρόπο παραγωγής,[1]επισημαίνει ότι «μια σύντομη επανεξέταση του Κεφαλαίου είναι αρκετή για να διαπιστώσουμε ότι η ανάλυση του τρόπου παραγωγής δεν πρέπει να συγχέεται με μια γενική περιγραφή της οικονομίας, δεδομένου ότι είναι μια έννοια πολύ περισσότερο ακριβής και εντυπωσιακή. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι ο τρόπος παραγωγής είναι ένα σύστημα τριών επιπέδων: η οικονομική βάση, η νομικοπολιτική υπερδομή και η ιδεολογική υπερδομή. Η οικονομική βάση είναι ο, σε τελευταία ανάλυση, καθοριστικός παράγοντας μέσα στο σύστημα και ως εκ τούτου είναι το σημείο εκκίνησης για την κατασκευή μιας θεωρίας του τρόπου παραγωγής». (Terray, 1972, σελ. 97-8).
Η οικονομική βάση συνίσταται από δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων τα οποία όμως συντίθενται σε μία μοναδική πραγματικότητα: οι παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή το σύνολο των υλικών μέσων (πρώτες ύλες, εργαλεία, μηχανήματα, εργατική δύναμη) που είναι διαθέσιμα στον άνθρωπο-στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και παράλληλα οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές δηλαδή σχέσεις που αναπτύσσονται στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν τον καταμερισμό της εργασίας και των άλλων συντελεστών της παραγωγής, καθώς και του προϊόντος. Ο ιδιαίτερος τρόπος που συνθέτονται και συλλειτουργούν τα δύο αυτά επίπεδα, στη συγκεκριμένη κάθε φορά κοινωνία και εποχή, καθορίζει την ταυτότητα του εκάστοτε τρόπου παραγωγής. Συνήθως σε κάθε κοινωνία υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι παραγωγής οι οποίοι συνδέονται με τις διάφορες εργασιακές διαδικασίες και τρόπους συνεργασίας που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων κατά τη διαδικασία παραγωγής.
Κατά τον Terray,για να προσδιορίσουμε τους διάφορους τρόπους παραγωγής και να εξακριβώσουμε ποιος είναι ο κυρίαρχος, ποιος δηλαδή καθορίζει την κοινωνία και μέσα από ποιες αιτιακές σχέσεις, πρέπει να ακολουθήσουμε μια μεθοδική και συστηματική εργασία:
Καταρχάς, να καταγράψουμε τις διάφορες εργασιακές διαδικασίες  οι οποίες συντελούνται για την παραγωγή των διαφόρων προϊόντων και που σε συνδυασμό με τα μέσα που χρησιμοποιούν αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο οικειοποίησης της ύλης.. Θεωρητικά, υπάρχουν τόσοι τρόποι οικειοποίησης της ύλης και τόσες εργασιακές διαδικασίες όσα και τα παραγόμενα αγαθά: το κυνήγι του ελέφαντα δεν μπορεί να ταυτιστεί με το κυνήγι του ελαφιού. Από την άλλη, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν απλές ή σύνθετες εργασιακές διαδικασίες. Οι πρώτες αντιστοιχούν σε απλούς τρόπους οικειοποίησης της ύλης-η παγίδευση των ζώων για παράδειγμα. Οι σύνθετες εργασιακές διαδικασίες διαιρούνται σε επιμέρους απλές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο τρόπο οικειοποίησης: ο κύκλος των αγροτικών διαδικασιών που απαιτούνται για ένα συγκεκριμένο προϊόν, είναι ένα σύνθετο προτσές μέσα στο οποίο διαδοχικά μπαίνουν σε λειτουργία πολλοί ξεχωριστοί τρόποι οικειοποίησης της ύλης, οι οποίοι είναι συμπληρωματικοί.
Αφού καταγραφούν οι διάφορες εργασιακές διαδικασίες, το επόμενο στάδιο είναι η ταξινόμησή τους με βάση τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, που δηλώνουν ένα ιδιαίτερο καταμερισμό της εργασίας και των μέσων παραγωγής και κατ’ επέκταση καθορίζουν τις σχέσεις διανομής του προϊόντος. Σύμφωνα με τον Τerray, η μελέτη των σχέσεων  διανομής είναι διαφωτιστική στο βαθμό που αυτές οι σχέσεις ως απόρροια των σχέσεων παραγωγής διαμορφώνουν τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις επηρεάζουν το σύστημα συγγένειας και την ιδεολογία. Η εξέταση των σχέσεων διανομής του προϊόντος μπορεί να μας οδηγήσει στην αποκάλυψη του μοντέλου διανομής που είναι κυρίαρχο ανάμεσα στα άλλα, καθώς και των κοινωνικών διαχωρισμών. Κατά συνέπεια, μια εμπεριστατωμένη μελέτη των σχέσεων παραγωγής είναι δυνατή, μόνο διαμέσου της καταγραφής και της εξέτασης των σχέσεων διανομής.
Μέσα στην παραγωγική διαδικασία και σαν συνέπεια του αναγκαίου καταμερισμού της εργασίας, τα μέσα παραγωγής και οι παραγωγοί καταμερίζονται και οργανώνονται στη βάση επιμέρους παραγωγικών μονάδων, η δομή των οποίων καθορίζεται ταυτόχρονα από τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Στο εσωτερικό αυτών των μονάδων υπάρχουν δύο είδη σχέσεων: από τη μία τεχνικές σχέσεις που αφορούν στην κυκλοφορία των πρώτων υλών, της ενέργειας, ή της πληροφορίας και από την άλλη η επίδραση των σχέσεων παραγωγής μέσα στην παραγωγική μονάδα. Από την άποψη της εργατικής δύναμης, η παραγωγική μονάδα καθορίζεται από τον τύπο συνεργασίας πάνω στον οποίο στηρίζεται. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι στο βαθμό που η παραγωγική διαδικασία απαιτεί τη σύμπραξη διαφόρων ανεξάρτητων παραγωγικών μονάδων, συνακόλουθα απαιτείται μία μορφή οργάνωσης της εργασίας, κάποιου είδους καταμερισμός και συντονισμός των επιμέρους εργασιών, δηλαδή εντέλει ένα ορισμένο τρόπο συνεργασίας. Οι τύποι συνεργασίας διακρίνονται σε απλούς και σύνθετους, ανάλογα με το είδος της παραγωγικής διαδικασίας (απλής ή σύνθετης), που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια του δεδομένου τύπου συνεργασίας. Άρα η παραγωγική μονάδα διαμορφώνεται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του εκάστοτε τύπου συνεργασίας. Θα πρέπει λοιπόν, να διακρίνουμε και να αναλύσουμε τους διάφορους τύπους συνεργασίας, τα χαρακτηριστικά τους καθώς και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους, ακριβώς για να μπορέσουμε να εξακριβώσουμε ποιες συγκεκριμένες σχέσεις συνεργασίας σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα μέσα παραγωγής είναι οι κυρίαρχες και συνιστούν τις σχέσεις παραγωγής.
Είναι λογικό επακόλουθο ότι οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας, από τη στιγμή που βάζει σε λειτουργία συγκεκριμένους παραγωγικούς συντελεστές, διαδικασίες και παραγωγικές μονάδες, προϋποθέτει κάποιο βαθμό διαχωρισμού της εργασίας και επομένως απαιτεί την ανάπτυξη λειτουργιών συντονισμού και λήψης αποφάσεων. Αυτό συνεπάγεται ότι «οι διάφοροι τύποι συνεργασίας συνδέονται άμεσα με αντίστοιχες διαχειριστικές και εποπτικές δομές οι οποίες αναδεικνύονται εξαιτίας των τεχνικών αναγκαιοτήτων τη παραγωγικής διαδικασίας και των σχέσεων παραγωγής, στο πλαίσιο των οποίων συντελείται η συγκεκριμένη διαδικασία. Τελικά, οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν τις σχέσεις διανομής. Η δομή των παραγωγικών μονάδων  με αυτόν τον τρόπο καθορίζει τη δομή των καταναλωτικών μονάδων……. Τελικά, οι σχέσεις παραγωγής «αναπαρίστανται» στις ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις που προκύπτουν από τη διάρθρωση των στοιχείων της υπερδομής με την οικονομική βάση του θωρούμενου τρόπου παραγωγής. Οι ιδιαίτερες σχέσεις της υπερδομής αποτελούν ουσιαστικά την αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία των σχέσεων παραγωγής». (Terray,1972, σελ. 102).
Η ακριβής έννοια ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής μπορεί να συντεθεί μόνο μέσα από αυτές τις συνδυαστικές προσεγγίσεις. Χρειάζεται να διακριθούν οι διάφοροι τρόποι παραγωγής με βάση τις ιδιαίτερες παραγωγικές σχέσεις και τα αντίστοιχα μέσα, για να εξακριβώσουμε ποιος από αυτούς είναι ο κυρίαρχος-με άλλα λόγια ποιο σύστημα σχέσεων και συντελεστών στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας έχει κυρίαρχο ρόλο, είναι αυτό που καθορίζει καταλυτικά την οργάνωση της οικονομικής βάσης και κατά συνέπεια ολόκληρη την κοινωνία λόγω της επίδρασης των αιτιακών αποτελεσμάτων που παράγει η «δράση» των δομών.
Αναλύοντας λοιπόν τους συγκεκριμένους τύπους συνεργασίας που εμφανίζονται στην πορεία του παραγωγικού προτσές, παρατηρούμε ότι στην κοινωνία των Guro η κοινωνική εργασία διαιρείται στους εξής κλάδους οικονομικής δραστηριότητας: κυνήγι, καλλιέργεια δημητριακών, εκτροφή ζώων, τροφοσυλλογή, χειροτεχνία και τέλος ψάρεμα-για τα χωριά κοντά στο ποτάμι. Από αυτές, οι καθοριστικές για την κατανόηση του τρόπου ή των τρόπων παραγωγής είναι το κυνήγι και η καλλιέργεια της γης.
Το κυνήγι μεγάλων ζώων με παγίδες ή δίχτυα απαιτεί ένα αρχηγό- οδηγό, ο οποίος έχει γνώση και πείρα και μία ομάδα κυνηγών, ενώ ο συγκεκριμένος τύπος συνεργασίας είναι σύνθετος. Εδώ η βασική παραγωγική μονάδα είναι η κυνηγετική ομάδα την οποία συγκροτεί ο αρχηγός, επιλέγοντας άτομα τα οποία είναι συγγενείς του-άρα σημείο αναφοράς σε αυτό τον τύπο συνεργασίας είναι οι συγγενικές σχέσεις Σύμφωνα με την περιγραφή του Meillassoux, «το κυνήγι είναι μία περιοδική δραστηριότητα με ένα άμεσο προϊόν…..Απαιτεί τη συνεργασία ενός ορισμένου ελάχιστου αριθμού ανδρών που συνενώνονται σε μία μόνη επιχείρηση…. Εξαιτίας αυτού, το συλλογικό κυνήγι συνδέεται με μία μεγάλη τοπική ομάδα-το φυλετικό χωριό». (Meillassoux, 1964 σελ. 123).
Στην παραγωγική διαδικασία που αφορά τις αγροτικές καλλιέργειες, το έδαφος είναι ταυτόχρονα το αντικείμενο και το μέσο-όργανο της εργασίας. Από την άλλη απαιτείται η συνεργασία μεταξύ ατόμων και των δύο φύλων, η οποία πρέπει να είναι σταθερή και κανονιστική αλλά με διαφορές όσον αφορά την ισχύ της εργασίας με τα χέρια Δεδομένου ότι κάθε καλλιεργητικός κύκλος ενός προϊόντος αποτελείται από απλές διαδικασίες, έπεται ότι αναπτύσσονται απλές μορφές συνεργασίας, τις οποίες μπορούμε να κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες: από τη μια μεριά έχουμε την περιορισμένη απλή συνεργασία που αφορά τις περιοδικές, από μέρα σε μέρα, επαναλαμβανόμενες εργασίες φροντίδας των φυτών, και από την άλλη τη διευρυμένη απλή συνεργασία, στην περίπτωση εργασιών μείζωνος σημασίας (προετοιμασία εδάφους, συλλογή συγκομιδής), οι οποίες πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα .Στον πρώτο από τους δύο τύπους παρατηρούμε ότι η κοινότητα διαιρείται σε επιμέρους ομάδες εργασίας και αυτές σε ακόμα μικρότερες, κάθε μια από τις οποίες αναλαμβάνει συγκεκριμένη αρμοδιότητα χωρίς να εμπλέκεται η μία με την άλλη. Με βάση αυτόν τρόπο καταμερισμού της εργασίας οι παραγωγικές μονάδες που προκύπτουν είναι ουσιαστικά αυτές οι εξειδικευμένες ομάδες εργασίας που χαρακτηρίζονται από το μικρό μέγεθός τους και τη μονιμότητά τους. Στην διευρυμένη απλή συνεργασία όπου απαιτείται η συλλογική εργασία μεγάλου αριθμού ατόμων, παραγωγική μονάδα είναι η παραγωγική κοινότητα-πολύ μεγαλύτερη σε μέγεθος και με περιοδικό χαρακτήρα
Από την ανάλυση των συγκεκριμένων τύπων συνεργασίας που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία των Guro, οδηγούμαστε, σύμφωνα με την θέση του Τerray, στα εξής συμπεράσματα:
Στο σύνθετο τύπο συνεργασίας που αντιστοιχεί στη διαδικασία του κυνηγιού με δίχτυα, το χωριό-φυλή ως σύνολο παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού συμμετέχουν όλοι οι άνδρες της κοινότητας- αποτελεί δηλαδή  την μονάδα παραγωγής. Επίσης παίζει ρόλο κλειδί στην εδαφική ενσωμάτωση της ομάδας, στην εγκατάσταση και επανεγκατάστασή της σε άλλη περιοχή με περισσότερο κυνήγι. Οι δεσμοί και οι παραδόσεις με την εδαφική επικράτεια εκπορεύονται κυρίως από το κυνήγι, παρά από τη γεωργία…. Πριν την εγκατάσταση σε μία νέα περιοχή προηγείται η εξερεύνησή της από τους κυνηγούς και ιδιαίτερα από τον πιο έμπειρο κυνηγό. Οι σχέσεις μέσα στο χωριό-φυλή είναι συμπαγείς και μόνο ένας καλός κυνηγός μπορεί να τολμήσει να στήσει τη δική του γη μακριά από τους αδερφούς του….ενώ σύμφωνα με την παράδοση, οι ιδρυτές των τωρινών σογιών ήταν κυνηγοί, γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία αυτής της δραστηριότητας στη διαδικασία κατάτμησης της κοινωνίας.Αυτός ο οργανικός, θα λέγαμε, ρόλος του φυλετικού χωριού στην παραγωγή, αποδεικνύει ότι «ως σύστημα, πραγματώνει τις σχέσεις παραγωγής καθώς και τις σχέσεις της υπερδομής που αντιστοιχούν στην σύνθετη συνεργασία. Οι κανόνες που κυβερνούν τον καταμερισμό των μέσων παραγωγής και τη διανομή των προϊόντων, αντανακλούν τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου συνεργασίας» (Τerray, ο.π σελ. 120).
Αφού εξετάσαμε το πώς διαμορφώνονται οι παραγωγικές σχέσεις στα πλαίσια του σύνθετου τύπου συνεργασίας, πρέπει παραπέρα να διακριβώσουμε το ρόλο που  παίζει η απλή μορφή συνεργασίας στις δύο επιμέρους μορφές της, την περιορισμένη και την εκτεταμένη. Με άλλα λόγια, ποια από αυτές είναι κυρίαρχη, ποια δηλαδή καθορίζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση των σχέσεων παραγωγής και επομένως τον τρόπο παραγωγής που χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κοινωνία.
Αυτό είναι και το κομβικό σημείο της μαρξιστικής ανάλυσης και ερμηνείας, η βάση πάνω στην οποία χτίζεται όλο το θεωρητικό οικοδόμημα της μαρξιστικής σκέψης:
Η λεπτομερειακή καταγραφή, η συστηματική και σε βάθος διερεύνηση των συστατικών στοιχείων που συγκροτούν τη δομή της κοινωνίας, ξεκινώντας από τις βασικές υλικές συνθήκες, τους πρωταρχικούς περιβαλλοντικούς καθορισμούς και τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής οι οποίες ως αντικειμενικές συνθήκες, ως υλικές αναγκαιότητες επενεργούν αποφασιστικά και διαμορφώνουν τον τρόπο που οι άνθρωποι οικειοποιούνται τη φύση και μετασχηματίζουν την ύλη, τον καταμερισμό της εργασίας και των μέσων παραγωγής, τελικά, των σχέσεων και των τύπων συνεργασίας που αναπτύσσονται σαν συνέπεια αυτού του καταμερισμού. Οι εκάστοτε σχέσεις και μορφές συνεργασίας όμως, δεν επενεργούν με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό στη συγκρότηση της οικονομικής βάσης της κοινωνίας. Πρέπει η ανάλυσή μας να αναδεικνύει την κυρίαρχη μορφή, αυτή που τελικά καθορίζει την ιδιαίτερη ποιότητα των σχέσεων παραγωγής, την ταυτότητα του τρόπου παραγωγής και επενεργεί αιτιακά στα άλλα επίπεδα σχέσεων του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού-στις πολιτικές, συγγενικές σχέσεις, στο νομικό και ιδεολογικό σύστημα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις βασικές αρχές και κατευθύνσεις που συγκροτούν τον κορμό της μαρξιστικής θεωρίας, το κριτήριο που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε ένα τύπο συνεργασίας ως κυρίαρχο, είναι το αν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον καταμερισμό των μέσων παραγωγής, στη διανομή του προϊόντος και συνεπώς στη διαμόρφωση των σχέσεων που αναπτύσσονται στη βάση αυτού του καταμερισμού και του τρόπου διανομής. Αυτό ακριβώς το ζήτημα πραγματεύεται ο Terray στην συνέχεια της εργασίας του.
Στην περίπτωση των κοινωνιών που εξετάζουμε, υπάρχουν δύο είδη μέσων παραγωγής-τα εργαλεία και η γη. Τα διάφορα ξύλινα εργαλεία και τα κανό, αν και φτιάχτηκαν για να αντιμετωπίζουν τις απαιτήσεις του ατόμου, ωστόσο δεν αποτελούν ιδιοκτησία του. Μάλλον είναι προϊόντα για συλλογική χρήση που δανείζονται ελεύθερα. Όσον αφορά τα σιδερένια εργαλεία, δεν υπάγονται σε ένα καθεστώς συλλογικής χρήσης, αλλά στη πραγματικότητα είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των πρεσβυτέρων. Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα εργαλεία της παραγωγής μπορεί να είναι στη διάθεση των ατόμων, εντούτοις σε καμιά περίπτωση δεν είναι ιδιοκτησία τους.Το ίδιο ισχύει και για τη γη,  η οποία ανήκει στη γενεαλογική ομάδα, ενώ ο κλήρος μοιράζεται και η αγροτική εργασία οργανώνεται διαμέσου των πρεσβυτέρων. «Κοντολογίς, η ομάδα καταγωγής ταυτίζεται με την παραγωγική κοινότητα, που αντιστοιχεί στην διευρυμένη συνεργασία και είναι ο <<τόπος>> όπου πραγματοποιείται ο καταμερισμός των κυριότερων μέσων παραγωγής». (στο ίδιο, σελ. 126).
Αυτό αποδεικνύεται από την ανάλυση των σχέσεων διανομής των αγαθών: η ομάδα κατανάλωσης των τροφίμων, δεν ισοδυναμεί με την ομάδα εργασίας στην περιορισμένη μορφή συνεργασίας, αλλά με την παραγωγική κοινότητα, στα πλαίσια της διευρυμένης συνεργασίας. Έτσι, η συγκομιδή αποθηκεύεται στις αποθήκες της κοινότητας, κάτω από τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του γεροντότερου και δεδομένου ότι ελάχιστα αγαθά περισσεύουν προς ανταλλαγή, ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η κυκλοφορία των προϊόντων είναι ο πρεσβύτερος της κοινότητας. Τα παραγόμενα αγαθά, πηγαίνουν στον πρεσβύτερο και στη συνέχεια, όλα ή σχεδόν όλα επιστρέφουν στην κοινότητα, κυρίως διαμέσου του θεσμού των συλλογικών γευμάτων. Οι κανόνες διανομής που τελικά κυριαρχούν, είναι αυτοί που καθορίζονται από τη διαδικασία του κυνηγιού: τα προϊόντα του κυνηγιού και της καρποσυλλογής, περνούν στον οδηγό της ομάδας και από εκεί στον πρεσβύτερο, στη δικαιοδοσία του οποίου ο νεότερος υπάγεται. Συμπερασματικά λοιπόν, «η εξέταση των σχέσεων ιδιοκτησίας και διανομής δείχνει ξεκάθαρα ότι στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, η παραγωγική κοινότητα υπερισχύει της εργασιακής ομάδας και η διευρυμένη συνεργασία επί της περιορισμένης». (στο ίδιο, σελ. 128).
Μπορούμε σε αυτή τη φάση να δούμε τον τρόπο με τον οποίο ο καταμερισμός της εργασίας και των μέσων παραγωγής, η διανομή των αγαθών και οι σχέσεις που αναπτύσσονται στην παραγωγική διαδικασία, καθορίζουν  το εποικοδόμημα των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, με άλλα λόγια, των συγγενικών σχέσεων:
Οι εργασιακές ομάδες και οι παραγωγικές κοινότητες σχηματίζονται με βάση τις απαιτήσεις και τις υλικές συνθήκες της παραγωγής, κατά τέτοιο τρόπο όμως ώστε να ενισχύονται οι εσωτερικοί δεσμοί της ομάδας καταγωγής. Αυτό σημαίνει ότι οι υλικές αναγκαιότητες της παραγωγικής διαδικασίας-στην περίπτωσή μας το κυνήγι και η αγροτική καλλιέργεια-καθορίζουν τους συγκεκριμένους τύπους συνεργασίας που περιγράψαμε και παραπέρα τις παραγωγικές μονάδες-το φυλετικό χωριό ή την παραγωγική κοινότητα. Η δομή τους αντιστοιχεί στις συγγενικές σχέσεις ή, με άλλα λόγια, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στις παραγωγικές μονάδες συνιστούν το πλαίσιο όπου «πραγματώνονται» οι συγγενικές σχέσεις. Πιο αναλυτικά, αν θεωρήσουμε ως βασικό στοιχείο των παραγωγικών μονάδων-της κοινότητας και του φυλετικού χωριού-τη συνεκτικότητα και τη σταθερότητα των κοινωνικών δεσμών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συνεργασία και η απρόσκοπτη διεκπεραίωση της παραγωγικής διαδικασίας, τότε, οι συγγενικές σχέσεις, οι γενεαλογικές ομάδες, η φυλή, «πραγματώνουν» ακριβώς αυτή τη συνθήκη αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής. Έτσι η κοινή ταυτότητα μέσω της κοινής καταγωγής ενισχύουν τους δεσμούς στο εσωτερικό της κοινότητας, γεγονός το οποίο είναι αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την ομαλή παραγωγή της κοινωνικής ζωής όσο και για την αναπαραγωγή της.
Από την άλλη μεριά όμως, στις κοινωνίες που εξετάζουμε η σχέση μεταξύ οικονομικής βάσης και εποικοδομήματος είναι αμφίδρομη. Δηλαδή η δράση των αποτελεσμάτων της υποδομής συμπληρώνεται από την επίδραση των δυνάμεων της υπερδομής πάνω στην βάση. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε ότι, σε μια αντίστροφη σχέση, η γενεαλογική ομάδα είναι ο κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση του τρόπου (ή των τρόπων ) παραγωγής, αφού αναλαμβάνει ρόλο σχέσεων παραγωγής και καθορίζει τις σχέσεις διανομής των αγαθών και συνακόλουθα την αναπαραγωγή των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Το πρόβλημα που ανακύπτει σε αυτό το σημείο, είναι το κατά πόσο το σύστημα συγγένειας ευνοεί την ανάπτυξη εξουσιαστικών σχέσεων και ταξικών διαχωρισμών, τέτοιων,  που θα μας οδηγούσαν στο να το χαρακτηρίσουμε ως ένα εκμεταλλευτικό- ταξικό σύστημα.
Το πρώτο φαινόμενο το οποίο σχετίζεται άμεσα με τις σχέσεις παραγωγής και διανομής καθώς και με τη διαδικασία αναπαραγωγής τους και το οποίο πρέπει να εξετασθεί μέσα από αυτό το πρίσμα, είναι ο ρόλος και η προνομιακή θέση των πρεσβυτέρων. Η ανάλυση δηλαδή του θεσμού  του πρεσβυτέρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον προσδιορισμό των δομών εποπτείας και ελέγχου που περιέχονται στις δεδομένες σχέσεις παραγωγής. Το ζήτημα έχει δύο πτυχές: πρώτον, το να ορίσουμε το ρόλο του γεροντότερου και δεύτερον να διερευνήσουμε την αιτία που επιτελούν το ρόλο αυτό οι ηλικιωμένοι.
Κατ’ αρχάς έχουμε δει ότι υπάρχουν δύο είδη οικειοποίησης των μέσων παραγωγής: από τη μια η ιδιοκτησία ανήκει στην παραγωγική κοινότητα και από την άλλη η εργασιακή ομάδα απολαμβάνει τη χρήση τους. Η κοινότητα πρέπει να κατανείμει αυτά τα μέσα ανάμεσα στις ομάδες που την αποτελούν, γεγονός που συνεπάγεται ότι αναλαμβάνει τη λειτουργία του καταμερισμού ως μίας πάγιας και κανονιστικής διαδικασίας. Η κοινωνικά διακεκριμένη προσωπικότητα του πρεσβυτέρου προσδιορίζεται από το γεγονός ότι καταλαμβάνει ακριβώς αυτή τη θέση και επιτελεί αυτή τη λειτουργία. Κατά συνέπεια, ο γεροντότερος συνήθως είναι και ο οργανωτής της συνεργασίας που κάθε φορά απαιτείται με βάση τις αναγκαιότητες της παραγωγής.Η γενεσιουργός αιτία και ο λόγος ύπαρξης της θέσης αυτής θα πρέπει επίσης να αναζητηθεί στις συνθήκες παραγωγής.    «Από τα πολλά στοιχεία που συνθέτουν τις ολικές συνθήκες παραγωγής, η γνώση υπάγεται στον άμεσο έλεγχο των πρεσβυτέρων-με άλλα λόγια το νόου-χάου που απαιτείται στη διαδικασία παραγωγής. Εντούτοις  όμως, η ποσότητα της ουσιαστικής τεχνικής γνώσης είναι περιορισμένη και η σχετική απλότητά της δεν την καθιστά σημαντικό στοιχείο των συνθηκών παραγωγής` κατά συνέπεια ο ρόλος των γεροντότερων που πηγάζει από αυτή τη γνώση, δεν επηρεάζει σημαντικά την διαδικασία παραγωγής». (στο ίδιο, σελ. 131).
Αναφορικά με το επίπεδο των σχέσεων πολιτικής εξουσίας, είναι ξεκάθαρο ότι  η δύναμη του πρεσβύτερου είναι ουσιαστικά λειτουργικού χαρακτήρα. Η εξουσία του μπορεί να έχει αυξημένο ειδικό βάρος σε σχέση με τους νέους που δεν έχουν παντρευτεί ή δεν έχουν ακόμη παιδιά αλλά γίνεται ολοένα και λιγότερο αποτελεσματική, καθώς τα παιδιά ενηλικιώνονται και εδραιώνουν τη δική τους εξουσία πάνω σους δικούς τους απογόνους και τους άλλους προστατευόμενούς τους. Αντίστοιχος είναι ο ρόλος των γερόντων, στα πλαίσια των σχέσεων διανομής των προϊόντων τόσο των αγροτικών, όσο και των κτηνοτροφικών. Παρατηρούμε, εδώ, ότι τα τρόφιμα φυλάσσονται από τους γέροντες στις κοινοτικές αποθήκες και στη συνέχεια μοιράζονται υπό την επίβλεψή τους στην κοινότητα. Τα ζώα, από την άλλη, είναι ιδιωτική περιουσία των γερόντων, όχι όμως με τη σημερινή σημασία του όρου, αλλά ουσιαστικά η ομάδα καταγωγής κατέχει τα ζώα και οι πρεσβύτεροι είναι οι αντιπρόσωποι και λειτουργούν για λογαριασμό της` δεν μπορούν να τα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους παρά μόνο για τους κοινοτικούς σκοπούς.
Όσον αφορά τώρα το γενικότερο ερώτημα που εγείρει η μαρξιστική θεωρητική προσέγγιση, ποιος δηλαδή είναι ο ρόλος και η σημασία του συστήματος συγγένειας μέσα στον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, συμπεραίνουμε σε ένα πρώτο επίπεδο, ότι «πραγματώνει, τις δεδομένες σχέσεις παραγωγής και τις σχέσεις της υπερδομής που συνδέονται με την απλή μορφή συνεργασίας. Οι αντίστοιχες παραγωγικές μονάδες, οι εργασιακές ομάδες και οι παραγωγικές κοινότητες, παίρνουν τη μορφή εκτεταμένων οικογενειών ή των κατατμήσεών τους ή, ακόμη και ολόκληρων ομάδων καταγωγής». (στο ίδιο, σελ. 139). Πέρα όμως από την βασική και ίσως γενικόλογη μαρξιστική θεωρητική παραδοχή, σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές, καθώς και πολλές άλλες δραστηριότητες επιτελούνται μέσα στο πλαίσιο των συγγενικών σχέσεων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι  το σύστημα συγγένειας δεν είναι ο κυρίαρχος παράγοντας σε κάθε <πρωτόγονο> κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Έτσι στους Guro, μόνο στον τρόπο παραγωγής που αντιστοιχεί στην απλή συνεργασία, η συγγένεια παίζει κυρίαρχο ρόλο. Άλλοι τρόποι παραγωγής ή οι ίδιοι σε διαφορετικούς συνδυασμούς, πραγματώνονται σε διαφορετικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς: σε αυτές τις περιπτώσεις οι συγγενικές σχέσεις δεν συνιστούν τον κυρίαρχο παράγοντα στη διαμόρφωση της κοινωνικής δομής. Για παράδειγμα στους πυγμαίους Mbuti, το σύστημα συγγένειας είναι στοιχειώδες. Η πυρηνική οικογένεια είναι αρκετά αδύνατη, ως κοινωνική μονάδα. Η γενεαλογική μνήμη δεν καλύπτει περισσότερες από δύο γενιές. Συνεπώς, η συγγένεια δεν συνιστά ένα ανθεκτικό δεσμό, ούτε σχηματίζει την βάση του κοινωνικού οργανισμού.
Για να έχει η μελέτη των συγγενικών συστημάτων στρατηγικής σημασίας ρόλο, στην ερμηνεία και κατανόηση των πρωτόγονων κοινωνιών, θα πρέπει να θεωρήσουμε  τη συγγένεια σαν κάτι περισσότερο από ένα άθροισμα όρων και χαρακτηριστικών και να προσεγγίζουμε τα συγγενικά συστήματα τόσο ως προς τις λειτουργικές ιδιότητες, όσο και από την πλευρά των μορφικών χαρακτηριστικών τους και υπό αυτό το πρίσμα, η ενότητα της οντότητας «συγγένεια», δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται. Για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει ο Meillssoux :
«Η αγροτική κοινότητα συγκροτείται πάνω στο μοντέλο της ομάδας καταγωγής ή των υποδιαιρέσεών της. Οι παραγωγικές σχέσεις χτίζονται στη βάση των γενεαλογικών συγγενικών σχέσεων, οι οποίες υπόκεινται σε διαρκή τροποποίηση και ανανέωση. Οι σχέσεις αυτές, αποκαλύπτονται σε μας ως το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών….Η ζωή και ο θάνατος διαταράσσουν και τείνουν να διαλύσουν τη φυσική οικογένεια. Οι οικονομικές επιταγές, ανάμεσα σε άλλες, συνεισφέρουν στη δημιουργία νέων μονάδων, τα μέλη των οποίων συνδέονται μεταξύ τους με τις δεδομένες σχέσεις παραγωγής και κατανάλωσης. Η βιολογική οικογένεια δεν μπορεί να παραμείνει μέσα στα στενά βιολογικά πλαίσια και αντικαθιστάται από λειτουργικές οικογένειες, όπου τα μέλη τους συνδέονται στη βάση οικονομικών υποχρεώσεων περισσότερο, παρά λόγω των σχέσεων αιματοσυγγένειας. Κάτω από αυτή τη δυναμική, οι δεσμοί της συγγένειας πρέπει να είναι σημαντικά ελαστικοί για να μπορούν να προσαρμοστούν σε τέτοιες τροποποιήσεις». (Meillassoux, 1964, σελ. 168-69).
          Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η συγγένεια έχει μία οικονομική βάση, η οποία όμως τροποποιείται για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της παραγωγής έτσι ώστε, οι σχέσεις παραγωγής να ενσαρκώνονται μέσα σε αυτή. Παράλληλα όμως, τα βιολογικά χαρακτηριστικά και οι δεσμοί της συγγένειας τροποποιούνται για να καλύψουν ανάγκες και λειτουργίες ιδεολογικοπολιτικές, διαμέσου της διαμόρφωσης κατάλληλων σχέσεων και κανόνων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το νομικοπολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα έχει τις δικές τους ιδιαίτερες απαιτήσεις που δεν ανταποκρίνονται αναγκαστικά σε αυτές της οικονομικής βάσης και οι οποίες ασκούν τους δικούς τους καθορισμούς πάνω στον τρόπο παραγωγής. Τελικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε το σύστημα συγγένειας ως «το προϊόν μίας τρίπτυχης αιτιότητας, η οποία λειτουργεί πάνω σε ένα δοσμένο υπόστρωμα, ως το συνδυαστικό αποτέλεσμα της επίδρασης που ασκούν οι τρεις φάσεις του τρόπου  παραγωγής» (Terray, ο.π. σελ. 143).                                                                                            
Ο όρος που θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά και το ρόλο της συγγένειας, είναι αυτός που καθιέρωσε ο  Loui Althusser: ο όρος «υπερκαθορισμός», ο οποίος εκφράζει τη διασύνδεση διαφορετικών καθορισμών σε μία μοναδική πραγματικότητα και τις διαβαθμίσεις στη ισχύ μεταξύ αυτών των καθορισμών, μέσα στην ιδιαίτερη συνάρθρωσή τους. Στη περίπτωση της συγγένειας, ο παραπάνω όρος δηλώνει την συνθήκη σύμφωνα με την οποία οι συγγενικές σχέσεις είναι το σύνθετο αποτέλεσμα της οικονομικής,, νομικοπολιτικής και ιδεολογικής διάστασης του τρόπου παραγωγής: στο οικονομικό επίπεδο, οι συγγενικές σχέσεις πραγματώνουν τον καταμερισμό της εργασίας, το διαχωρισμό της κοινότητας σε επιμέρους συγγενικές ομάδες που αναλαμβάνουν το ρόλο παραγωγικών μονάδων, την οργάνωση καταναλωτικών μονάδων, τις λειτουργίες τέλος, της διεύθυνσης και ελέγχου που εξασφαλίζουν το συντονισμό και τη συνέχεια της παραγωγής. Όσον αφορά το νομικοπολιτικό επίπεδο, η συγγένεια πραγματώνει τον καθορισμό του προσωπικού στάτους, τους κανόνες ιδιοκτησίας και κληρονομιάς, τις σχέσεις εξουσίας και τα αποτελέσματά τους στην κοινωνική οργάνωση έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή πορεία της κοινωνικής ζωής. Η ιδεολογική διάσταση του συστήματος συγγενικών σχέσεων, αφορά εκείνες τις ιδεολογικές παραμέτρους που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του συστήματος. Για παράδειγμα το συγγενικό σύστημα των Dida, το οποίο μοιάζει με αυτό των Guro, πλαισιώνεται από ένα ιδεολογικό σύστημα το οποίο επιβεβαιώνει την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των «αδελφών» και θεωρεί τις έριδες ανάμεσα στους συγγενείς φρικιαστικά φαινόμενα που συνήθως είναι αποτέλεσμα μαγγανείας.
Παραμένει όμως ένα άλυτο ερώτημα, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Terray: με ποιο τρόπο η βιολογική βάση της συγγένειας επενεργεί πάνω στα τρία επίπεδα κοινωνικών σχέσεων του εκάστοτε τρόπου παραγωγής, αλλά και σε ποιο βαθμό επηρεάζεται, από τη λειτουργία αυτών των δομών. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι δεν είναι διαθέσιμα τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία για να προσδιορίσουμε τη φύση αυτής της βιολογικής βάσης, αλλά υποθέτει ότι είναι δυνατό να διερευνήσουμε τις συνθήκες λειτουργίας της
Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι διαφωτιστικό το γεγονός ότι «αυτό που χαρακτηρίζει τον «πρωτόγονο» τρόπο παραγωγής, είναι η ύπαρξη μη οικονομικών δεσμών μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής, ή ακόμη, η ανυπαρξία παραγωγών. Αυτοί οι δεσμοί είναι όχι μόνο πολιτικές ή ιδεολογικές αναπαραστάσεις των σχέσεων παραγωγής, αλλά επίσης υπεισέρχονται μέσα σε αυτές ως συστατικό τους στοιχείο. Το γεγονός αυτό της ύπαρξης των συγγενικών δεσμών μέσα στις παραγωγικές σχέσεις, μας δείχνει καθαρά ότι σε αυτούς τους τρόπους παραγωγής, η πολιτική και ιδεολογική υπερδομή είναι κυρίαρχη…..Η κυριαρχία της οικονομικής βάσης πραγματικά υποδηλώνει τη σχετική αυτονομία της σε σχέση προς τις υπερδομές, οι οποίες είναι απλές αναπαραστάσεις των παραγωγικών σχέσεων και βρίσκονται εκτός της ακτίνας δράσης τους. Η κυριαρχία των υπερδομών από την άλλη, υποδηλώνει την σχετική ολοκλήρωση, την σύνθεση των τριών φάσεων του τρόπου παραγωγής: εμφανίζεται όταν ένας νομικός, πολιτικός, ή ιδεολογικός δεσμός γίνεται η συνθήκη της παραγωγικής διαδικασίας και οι υπερδομές συνακόλουθα -και λόγο αναγκαιότητας, υπεισέρχονται οι ίδιες στην οικονομική βάση». (Terray, 1972, σελ. 149-50).
Για τον Terray, δύο είναι οι αναγκαίες συνθήκες υπό τις οποίες η συγγένεια αποτελεί το «στοιχείο»- την περιοχή δηλαδή όπου οι τρεις φάσεις του τρόπου παραγωγής ενώνονται σε μία αδιάσπαστη ολότητα:  πρώτον, όταν η συγκεκριμένη κοινωνία χαρακτηρίζεται ως «αυτο-συντηρούμενη» και δεύτερον όταν δεν υφίσταται εκμετάλλευση της εργασίας.
Με τον όρο «αυτοσυντηρούμενη» κοινωνία, εννοούμε εκείνους τους τρόπους παραγωγής όπου η κυκλοφορία των αγαθών-δηλαδή η σχέση μεταξύ παραγωγικής και καταναλωτικής μονάδας-δεν στηρίζεται σε εμπορικούς κανόνες, ενώ παράλληλα είναι ομόλογες (συγκροτούνται πάνω στη ίδια αρχή και τον ίδιο μηχανισμό, άρα έχουν την ίδια δομή και μέγεθος) και ταυτόσημες (αφού η παραγωγική μονάδα εμπεριέχει στο εσωτερικό της, τις αναγκαίες συνθήκες για την αναπαραγωγή της (πρώτες ύλες, εργαλεία, καταναλωτικά αποθέματα). Βέβαια σε ένα τέτοιο τρόπο παραγωγής όπου υπάρχουν περισσότερες από μία παραγωγικές μονάδες, η καταναλωτική μονάδα συμπίπτει με μία μόνο από αυτές-την κυρίαρχη.  Ξαναγυρνώντας στο παράδειγμά μας στους Guro, η παραγωγική και η καταναλωτική μονάδα που αντιστοιχούν στην απλή μορφή συνεργασίας, είναι ομόλογες. Τόσο η παραγωγική κοινότητα όσο και η ομάδα κοινού γεύματος, συνενώνουν άνδρες και γυναίκες, αποτελούνται από τα ίδια άτομα και είναι όμοια οργανωμένες. Και οι δύο τέλος, πραγματώνονται διαμέσου των συγγενικών σχέσεων. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, «στο βαθμό οι ομόλογες σχέσεις μεταξύ της καταναλωτικής και παραγωγικής μονάδας στηρίζεται στο γεγονός της μερικής έστω ταυτοσημίας τους, η συνθήκη της «αυτοσυντήρησης» πρέπει να περιλαμβάνει την παρουσία κοινοτήτων οι οποίες είναι ταυτόχρονα παραγωγικές και καταναλωτικές και είναι αυτές οι κοινότητες που οργανώνονται στη βάση των συγγενικών σχέσεων».
Σε περιπτώσεις όμως όπου ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός αποτελείται από κοινότητες που υφίστανται την εκμετάλλευση από μία τάξη μη παραγωγών (π.χ οι πρεσβύτεροι),  οι σχέσεις που συγκροτούν την παραγωγική βάση δεν είναι πλέον οι εσωτερικές σχέσεις της κοινότητας, αλλά αντιθέτως, οι νομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις εξάρτησης. «Στην πραγματικότητα, η συνένωση παραγωγών-μη παραγωγών δεν συνιστά κοινότητα με την προαναφερθείσα έννοια. Η συνθήκη της αυτοσυντήρησης δεν εξαφανίζεται απλώς όταν η εκμετάλλευση εμφανίζεται, αλλά ουσιαστικά λαμβάνει χώρα ο διαχωρισμός μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Η εισαγωγή της κατανάλωσης από μη παραγωγούς, οδηγεί στην ανάπτυξη καταναλωτικών μονάδων που δεν αντιστοιχούν σε καμία παραγωγική μονάδα». Είναι ξεκάθαρο ότι υπό αυτές τις συνθήκες, οι συγγενικές σχέσεις δεν αποτελούν πλέον το «στοιχείο» πραγμάτωσης του τρόπου παραγωγής. Και αυτό γιατί, μπορεί οι συγγενικές σχέσεις να αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία συγκροτούνται οι παραγωγικές κοινότητες, ή να πραγματώνουν τις νομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις που συνδέουν τους μη παραγωγούς, όμως δεν μπορούν πλέον να πραγματώνουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο τάξεων-και είναι αυτές οι σχέσεις που συγκροτούν τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής».
 Συνοψίζοντας τα βασικά θεωρητικά συμπεράσματα της έρευνας του Terray, θα πρέπει να επιμείνουμε στις εξής παραδοχές: Πρώτο, σε κοινωνίες ανάλογες με αυτή των Guro, δεν υφίσταται εκμετάλλευση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε παραγωγούς και μη παραγωγούς. Δεύτερο, η εξουσία των πρεσβυτέρων είναι έχει αποκλειστικά λειτουργικό χαρακτήρα. Το τρίτο βασικό στοιχείο, είναι το ότι όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί αποτελούνται από δύο, τουλάχιστο, τρόπους παραγωγής, από τους οποίους ο ένας κυριαρχεί πάνω στον άλλο. Στις «αυτοσυντηρούμενες» κοινωνίες, όμως, δεν παρατηρούμε μια τέτοια συνθήκη, κυριαρχίας ενός τρόπου παραγωγής. Έτσι στους Guro, έχουμε δύο τρόπους παραγωγής, οι οποίοι συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους συνεργασίας. Στο σύνθετο τρόπο συνεργασίας αντιστοιχεί ο «τρόπος παραγωγής του φυλετικού χωριού» (“tribal-village mode of production”), ενώ στον απλό τύπο, ο «τρόπος παραγωγής της γενεαλογικής ομάδας» (“lineage mode of production”). Οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των δύο παραπάνω τρόπων παραγωγής. Ο Terray ορίζει αυτή τη συνθήκη ως «διασταυρούμενη» ή «επάλληλη» κυριαρχία (“cross-dominance”), με την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να κυριαρχεί το ένα επίπεδο πάνω στο άλλο, δεδομένου ότι επηρεάζουν εξίσου τις κοινωνικές σχέσεις: «Στον καταμερισμό της εργασίας το σύστημα της ομάδας καταγωγής παίζει πιο σημαντικό ρόλο από το σύστημα του φυλετικού χωριού. Στην πραγματική παραγωγή τα δύο συστήματα είναι διακριτά και αυτόνομα, αλλά το πρώτο επιβάλλει τις σχέσεις κατανάλωσης πάνω στο δεύτερο. Στο πολιτικό επίπεδο το γενεαλογικό σύστημα υπερισχύει του φυλετικού χωριού, ενώ στο ιδεολογικό πεδίο ισχύει το αντίστροφο. Φαίνεται φυσικό, λοιπόν, το να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι εδώ έχουμε μια περίπτωση «διασταυρούμενης» κυριαρχίας». (στο ίδιο, σελ. 161). Από την παραπάνω ανάλυση απορρέει και ένα ακόμα βασικό συμπέρασμα: ότι το συγγενικό σύστημα είναι «το σύνθετο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ του οικονομικού, του πολιτικού και του ιδεολογικού επιπέδου του τρόπου παραγωγής και ότι, κατά συνέπεια, δρα ταυτόχρονα ως υποδομή και ως υπερδομή». (στο ίδιο, σελ. 144-5).
IV.              ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΑΛΛΩΝ ΔΟΜΟΜΑΡΞΙΣΤΩΝ ΣΤΟΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: RAY ΚΑΙ  GODELIER
Στη συνέχεια της εργασίας, γίνεται παρουσίαση των θέσεων και των συμπερασμάτων πάνω σε αυτά τα θεωρητικά ζητήματα, ορισμένων σημαντικών στοχαστών, μαρξιστών ανθρωπολόγων. ¨Όπως είχε αναφερθεί στη εισαγωγή του κειμένου, οι ερευνητικές εργασίες και οι αναλύσεις των συγγραφέων αυτών, παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά το ερμηνευτικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν, δημιουργώντας, έτσι, ένα πλαίσιο λόγου- αντίλογου. Θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε κάποια αντιπροσωπευτικά σημεία αυτής  της θεωρητικής αντιπαράθεσης, χωρίς να επεκταθούμε-λόγω περιορισμών χώρου-σε αντίστοιχα εθνογραφικά παραδείγματα, ούτε όμως και στη διεξοδική καταγραφή του συνόλου της εκάστοτε επιχειρηματολογίας. Θεωρούμε περισσότερο εποικοδομητικό, το να επιμείνουμε στο θεωρητικό προβληματισμό που αναπτύχθηκε στους κόλπους της μαρξιστικής ανθρωπολογίας, από τη στιγμή εξάλλου που ήδη αναλύσαμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής των θεωρητικών σχημάτων στο εμπειρικό πεδίο.
Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντική είναι η συμβολή του γάλλου συγγραφέα Pierre-Philippe Rey,για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σε κάποια βασικά σημεία, τα συμπεράσματά του διαφέρουν από αυτά των άλλων συγγραφέων και φυσικά του ίδιου του Terray. Η βασική παραδοχή του Rey είναι ότι στις κατατμημένες κοινωνίες υπάρχει ταξική εκμετάλλευση και συγκεκριμένα μεταξύ των πρεσβυτέρων και των νεότερων. Επίσης αποφαίνεται για την κυριαρχία του πολιτικού στοιχείου μέσα στο «γενεαλογικό  τρόπο παραγωγής» (“lineage mode”), για την κυριαρχία του πάνω στην παραγωγή και για την ύπαρξη αναντιστοιχίας ανάμεσα στις δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Κατά τον  Rey, διαμέσου των γαμήλιων ανταλλαγών, είναι που αναπαράγεται η παραγωγική κοινότητα. «Η πρωταρχική λειτουργία της αναπαραγωγής είναι η δημογραφική αναπαραγωγή της γενεαλογικής ομάδας και παραπέρα, η κυκλοφορία των παραγωγών και/ ή των «παραγωγών των παραγωγών» (των γυναικών)….Από τη στιγμή η ανταλλαγή αναπαράγει τις παραγωγικές μονάδες δημογραφικά, και από τη στιγμή που η ανταλλαγή είναι ένα όχι οικονομικό, αλλά πολιτικό φαινόμενο, συνεπάγεται ότι ο κυρίαρχος παράγοντας στο «γενεαλογικό τρόπο παραγωγής» είναι ο «νομικοπολιτικός». (Rey, 1975, σελ. 52-3). Ο συγγραφέας συνεχίζει τη συλλογιστική του υποστηρίζοντας ότι η κυριαρχία του πολιτικού επιπέδου καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από την οικονομία, δηλαδή από το συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τη φύση των παραγωγικών μονάδων και το ρόλο που παίζει η ομάδα καταγωγής στην αγροτική συνεργασία και στην αναπαραγωγή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πολιτικός έλεγχος πάνω στους ανθρώπους και οι πολιτικές συμμαχίες μεταξύ των πρεσβυτέρων γίνεται ο κυρίαρχος παράγοντας μέσα στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. «Η εκμετάλλευση έγκειται στο γεγονός ότι το πλεόνασμα της παραγωγής χρησιμοποιείται από μια ομάδα-των ηλικιωμένων-που δεν συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία». (Seddom,1978).
Ο Rey, σε αντιπαράθεση με τον Terray, υποστηρίζει ότι αν αντιληφθούμε την κυριαρχία του ενός τρόπου παραγωγής πάνω στον άλλο, τότε είναι δυνατό να αναπτύξουμε μια σαφέστερη εικόνα για τον τρόπο που διαρθρώνονται οι συγκεκριμένοι τρόποι παραγωγής σε μια δεδομένη κοινωνία. «Εφόσον προσπαθούμε να διακριβώσουμε την αλληλοσχέτιση μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων της κοινωνίας των Guro, για παράδειγμα μεταξύ των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων, η στατική προοπτική του Terray δεν μπορεί να μας βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή. Η απομάκρυνσή του από την έννοια του «κυρίαρχου επιπέδου» της κοινωνικής πραγματικότητας, έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποσαφηνίσει τις σχέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις άλλες πτυχές της κοινωνικής ζωής, από τη σκοπιά της δομικής αιτιότητας». (στο ίδιο, σελ. 71).
Αξίζει τέλος να αναφερθούμε σε έναν επίσης σημαντικό, γάλλο στοχαστή, του Maurice Godelier, ο οποίος καταπιάνεται με αυτά τα ζητήματα που ανοίγει η μαρξιστική προσέγγιση των «απλών» κοινωνιών.
Θεμελιώδης αρχή για τον Godelier είναι το ότι η Συγγένεια συνιστά τον κυρίαρχο παράγοντα στις κατατμημένες κοινωνίες, όπως ακριβώς η οικονομία στον καπιταλισμό. Εντούτοις όμως, φαίνεται ότι η κυριαρχία της Συγγένειας καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από την οικονομία, με την έννοια ότι σε αυτές τις κοινωνίες πραγματικά αναλαμβάνει ρόλο σχέσεων παραγωγής. Ο Godelier υποστηρίζει ότι έπρεπε να τεθεί το ερώτημα, για ποιους λόγους οι σχέσεις συγγένειας σε πολλές πρωτογονικές  κοινωνίες αποτελούν ταυτόχρονα και  σχέσεις παραγωγής. Από την άλλη όμως, παραδέχεται ότι αυτό είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα: «Το κάναμε δίχως όμως να προχωρήσουμε παραπέρα. Έχοντας διαπιστώσει ότι οι σχέσεις συγγένειας στους Αυστραλούς ιθαγενείς αποτελούσαν σχέσεις παραγωγής, περιοριστήκαμε στη μελέτη των επιπτώσεων που μπορούσαν να έχουν πάνω στους κοινωνικούς όρους της παραγωγής, στην ίδια δηλαδή τη μορφή των συγγενικών σχέσεων, οι ολοένα δυσμενέστεροι οικολογικοί περιορισμοί στους οποίους δεν ανταποκρινόταν κανένας μετασχηματισμός των παραγωγικών δυνάμεων». (Godelier, 1988, σελ.15).
Όσον αφορά το ζήτημα των επιδράσεων των υλικών συνθηκών της παραγωγής πάνω στην κοινωνική δομή, υποστηρίζεται ότι κάθε πλευρά ή στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων μιας δοσμένης κοινωνίας «ακολουθείται από μια πεπερασμένη και διατεταγμένη αλληλουχία ειδικών και περιορισμένων αποτελεσμάτων,  η οποία συμπλέγεται με άλλες πεπερασμένες αλληλουχίες αποτελεσμάτων, με άλλες ειδικές πλευρές κατά τρόπο συγκλίνοντα, αποκλίνοντα ή ουδέτερο, με αποτέλεσμα το σύνολο των αιτιατών σχέσεων να συνθέτουν ένα διακλαδιζόμενο δέντρο, ένα δέντρο μη γραμμικών και μη μονοσήμαντων αιτιατών σχέσεων, μια κατά κάποιο τρόπο «διακλαδιζόμενη» αιτιότητα».(στο ίδιο, σελ. 16-7). Έτσι,  για παράδειγμα, στους αυστραλούς νομάδες της ημιερημώδους ενδοχώρας, λόγω της σπάνης φυσικών πόρων, η φύση των παραγωγικών δυνάμεων εξαναγκάζει τις κοινωνικές ομάδες να χωριστούν σε τοπικούς εσμούς και τους τοπικούς εσμούς να συνεργαστούν κάτω από ορισμένες δυσμενείς περιστάσεις, να οργανώσουν κατά συνέπεια την αμοιβαία πρόσβασή τους στους φυσικούς πόρους.
Για το ζήτημα του ρόλου του οικονομικού από την σκοπιά της δομικής αιτιότητας, ο Godelier γράφει ότι «η διάκριση ανάμεσα στην υποδομή και το εποικοδόμημα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και το εποικοδόμημα είναι καταρχήν μια διάκριση λειτουργιών και όχι θεσμών….Η έννοια της αιτιότητας «σε τελευταία ανάλυση» παραπέμπει επομένως στη ύπαρξη μιας ιεραρχίας επιπέδων ή θεσμών μέσα στην κοινωνία, αλλά στην ύπαρξη μιας ιεραρχίας λειτουργιών….Θα πρέπει λοιπόν στο χώρο των κοινωνικών επιστημών να ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι υπάρχει μια ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών δραστηριοτήτων, ιεραρχία που μετριέται από την έκταση των αντίστοιχων αποτελεσμάτων τους πάνω στην αναπαραγωγή των κοινωνιών». (στο ίδιο, σελ. 18). Υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας και εφαρμογής της υπόθεσης του Μαρξ για την αιτιότητα, σε τελευταία ανάλυση, του τρόπου παραγωγής: «Η μία, η συνηθισμένη, που βρήκε την πλέον εκλεπτυσμένη της έκφραση στον Αλτουσέρ, υποθέτει ότι ο τρόπος παραγωγής επιλέγει μια από τις κοινωνικές «συνιστώσες» και την τοποθετεί σε κυριαρχική θέση. Η άλλη, την οποία και προτείνουμε, υποστηρίζει ότι μια δεδομένη κοινωνική δραστηριότητα και οι κοινωνικές σχέσεις που ρητά την οργανώνουν δεν κυριαρχούν σε μια κοινωνία (άρα και στη συνείδηση και στις παραστάσεις των μελών της) παρά μόνο αν η δραστηριότητα αυτή και οι κοινωνικές σχέσεις λειτουργούν ως σχέσεις παραγωγής….Αρκεί να παρατηρήσουμε ότι αν και σε όλες τις κοινωνίες η συγγένεια ρυθμίζει τις σχέσεις καταγωγής και επιγαμίας, δεν έχει σε όλες κυριαρχική θέση. Νομιμοποιούμαστε επομένως να προβάλουμε την ιδέα ότι αυτές οι φανερές, συνηθισμένες, καθολικές λειτουργίες που ρυθμίζουν κοινωνικά την αναπαραγωγή της ζωής-ρυθμίζοντας το γάμο και την καταγωγή-δεν αρκούν για να τοποθετήσουν τη συγγένεια σε κυριαρχική θέση σε κοινωνίες που αυτό συμβαίνει….Χρειάζεται επομένως κάτι άλλο, μια πρόσθετη λειτουργία. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες αυτές κοινωνικές σχέσεις κυριαρχούν μόνο όταν-πέρα από τις ρητές λειτουργίες τους-συνιστούν κατά κάποιο τρόπο το πλαίσιο ιδιοποίησης της φύσης, την αρματωσιά των σχέσεων παραγωγής». (στο ίδιο, σελ. 19).
Είδαμε λοιπόν ότι η όλη συζήτηση γύρω από το ζήτημα του κατά πόσο είναι δυνατή- και με βάση ποιες μεθόδους-μια μαρξιστική ανάλυση των «πρωτόγονων» κοινωνιών συνδέεται αναπόσπαστα με το ζήτημα της ερμηνείας των θεμελιακών εννοιών και θεωρητικών σχημάτων που ανέπτυξε ο ίδιος ο Μαρξ στα πλαίσια του συγγραφικού του έργου. Κατά συνέπεια, είναι λογικό επακόλουθο οι κριτικές που απευθύνονται στις δομομαρξιστικές ανθρωπολογικές  προσεγγίσεις να επικεντρώνονται στον μαρξικό τρόπο σκέψης, ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων.

V.                 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Στον επίλογο αυτής της εργασίας, εν είδει απολογισμού, διατυπώνονται σκέψεις και προβληματισμοί για τη συμβολή της μαρξιστικής ανθρωπολογίας. Στο εγχείρημά μας αυτό, στηριζόμαστε στις κριτικές προσεγγίσεις του Jean Baudrillard και του Marshal Sahlins, αιχμές των οποίων, καταγράφουμε.
Η πρωταρχική ένσταση απέναντι στην ερμηνευτική αξία του ιστορικού υλισμού επικεντρώνεται στην πρωτοκαθεδρία του οικονομικού, είτε ως κυρίαρχου, είτε ως καθοριστικού-σε τελευταία ανάλυση-παράγοντα. Το θεωρητικό αυτό σχήμα που θεωρεί ότι οι υλικές συνθήκες της παραγωγής, οι παραγωγικέ δυνάμεις, οι περιβαλλοντικές συνθήκες καθορίζουν ολόκληρο το κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα, κρίνεται μάλλον ως κλειστό σχήμα, στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκές για την ερμηνεία μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας. Όταν υπάγουμε σε μια έννοια, όπως αυτή του τρόπου παραγωγής, όλες τις άλλες έννοιες που αφορούν τις διαφορετικές πτυχές της κοινωνικής ζωής, τότε η σκέψη μας λειτουργεί με όρους ταυτολογίας. Βέβαια, δεν φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα η πρόταση ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η γη τα εργαλεία, το τοπικό οικοσύστημα επηρεάζουν-ή ίσως ακόμα και να καθορίζουν-τον τρόπο που οι άνθρωποι παράγουν την ζωή τους, δημιουργούν μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης συμβατά προς τις αναγκαιότητες της επιβίωσης. Γιατί όμως αυτό να είναι μια μονοσήμαντη, μια «φτωχή» σχέση;
Οι εδαφικές και οικολογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής που ζουν οι Guro, για παράδειγμα, καθιστούν προνομιακή δραστηριότητα-και υπό μία έννοια αναγκαστική-το κυνήγι, το οποίο είναι μια συλλογική διαδικασία. Το «συλλογικό» όμως, ως συνθήκη, δεν έχει μία και μόνο αναφορά, συμβολική, αξιολογική και γενικότερα κοινωνική και πολιτισμική. Συλλογικά, οργανωμένη, είναι μια κοινωνία όπου υπάρχουν ταξικοί διαχωρισμοί, εκμετάλλευση και συγκεντρωτική εξουσία και άλλο τόσο, συλλογικά οργανωμένη, είναι μια κοινωνία όπου κυριαρχούν οι συγγενικοί-πρόσωπο με πρόσωπο-δεσμοί, δεν υπάρχει θεσμισμένη εξουσία και επικρατούν κατεξοχήν εξισωτικές κοινωνικές σχέσεις. Από ποιους παράγοντες λοιπόν εξαρτάται η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η εκάστοτε κοινωνία; Δεν επεμβαίνουν εδώ και άλλες πλευρές της ανθρώπινης-ατομικής και συλλογικής-υπόστασης, ο τρόποι που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και νοηματοδοτούν τον κόσμο, η συλλογική μνήμη, ηθικά και αξιολογικά πρότυπα και ούτω καθεξής; Σε ποιο βαθμό άραγε νομιμοποιούμαστε να υποστηρίζουμε ότι όλες αυτές οι κοινωνικοπολιτισμικές διαστάσεις καθορίζονται-σε τελευταία ανάλυση-από την οικονομία, από τις δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής;
Ο Jean Baudrillard θέτει και ένα άλλο θεμελιακό ζήτημα: Θα πρέπει τελικά να δεχτούμε ότι οι θεμελιακές έννοιες της μαρξικής θεωρίας είναι αναπόφευκτα εγκλωβισμένες στα επιστημολογικά και φιλοσοφικά όρια του θετικισμού και του ανθρωποκεντρισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ερμηνευτικές δυνατότητες του ιστορικού υλισμού, ο οποίος κρίνεται ως μια έκφανση του ντετερμηνιστικού-εξελικτικιστικού μοντέλου. Ανεπαρκής είναι επίσης η ίδια η επαναστατικότητα του μαρξικού εγχειρήματος, στο βαθμό που στην προσπάθειά του να απομυθοποιήσει και να υποσκάψει τα θεμέλια  της πολιτικής οικονομίας χρησιμοποιεί τα δικά της τα δομικά στοιχεία.
Σύμφωνα με τον Baudrillard, η κριτική σκέψη του τρόπου παραγωγής δεν θίγει την ίδια την αρχή της παραγωγής Παντού βασιλεύει ο λόγος της παραγωγικότητας και μια τέτοια συναίνεση στους όρους είναι ύποπτη. «Ένα από τα δύο: ή ο λόγος περί παραγωγής δεν αποτελεί παρά επαναστατική μεταφορά-υπεξαίρεση και επαναφορά μιας έννοιας που ουσιαστικά προέρχεται από την πολιτική οικονομία και υπακούει  στην αρχή της πραγματικότητας που τη διέπει-αλλά τότε η μεταφορά αυτή είναι επικίνδυνη, αν θέλει να καταδείξει μια ριζοσπαστική εναλλακτική κατεύθυνση ή, η εναλλακτική κατεύθυνση δεν είναι ριζοσπαστική και η μίανσή της από το λόγο της παραγωγικότητας σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή μεταφορική μόλυνση, σημαίνει πραγματική ανικανότητα στοχασμού πέρα ή έξω από το γενικό σχήμα της παραγωγής, δηλαδή αντιθετική υπαγωγή στο κυρίαρχο σχήμα». (Baudrillard, 1973, σελ. 14).
Προχωρώντας την κριτική του πάνω στο ζήτημα του ιδεολογικού υπερκαθορισμού εννοιών όπως η παραγωγικότητα και των θεωρητικών προεκτάσεών της, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «αυτή η λογική της υλικής παραγωγής, αυτή η διαλεκτική των τρόπων παραγωγής δεν παύει να παραπέμπει, πέρα από την ιστορία, σε ένα διαγενικό ορισμό του ανθρώπου ως διαλεκτικού όντος, που γίνεται  κατανοητό απλώς και μόνο μέσα από τη διαδικασία αντικειμενικοποίησης της φύσης. Τούτο έχει βαριές συνέπειες στο μέτρο που, έστω και μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας του, ο άνθρωπος (του οποίου και αυτή άλλωστε αποτελεί «προϊόν») θα κυβερνηθεί  από αυτό τον ξεκάθαρο και οριστικό λόγο, από αυτό το διαλεκτικό σχήμα που συμπεριφέρεται ως υπόρρητη φιλοσοφία». (στο ίδιο, σελ. 32). Με βάση αυτή τη λογική οδηγούμαστε σε μια ηθική της εργασίας. Η οποία αναγορεύεται σε απόλυτη αξία. Η εργασία είναι προγενέστερη και άρα πολύ περισσότερο σημαντική από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα ή διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο γύρω του και με την ίδια τη φύση.
Στη μαρξιστική αντίληψη για τη δομική αιτιότητα ο Baudrillard κάνει κριτική παίρνοντας ως αναφορά τον   Godelier  (“LAnthropologie, science des societes primitives”). Καταρχάς  θεωρεί γενικόλογη και αόριστη τη θέση ότι οι σχέσεις συγγένειας λειτουργούν συγχρόνως ως στοιχεία της υποδομής και της υπερδομής. Καταδεικνύεται έτσι η πρόθεση-έστω ανομολόγητη-να διατηρηθεί η διάκριση της υποδομής και της υπερδομής, χωρίς την οποία ο ιστορικός υλισμός καταρρέει. «Ο οικονομολόγος διακρίνει εύκολα τις παραγωγικέ δυνάμεις σε αυτές τις κοινωνίες που στηρίζονται στο κυνήγι, το ψάρεμα κτλ. Οι σχέσεις παραγωγής αντιθέτως δεν εμφανίζονται διαχωρισμένες από τις κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, συγγενικές σχέσεις». Στη διαπίστωση αυτή του Godelier, ο Baudrillard απαντά ότι «σύμφωνα με κάθε λογική, αν δεν υπάρχουν πια σχέσεις παραγωγής (καθότι είναι απροσδιόριστες ως τέτοιες), δεν υπάρχει ούτε τρόπος παραγωγής. Και πώς να δεχτούμε ότι μπορεί να έχουμε να κάνουμε με «παραγωγικές δυνάμεις» πριν ακόμα και από την εκκόλαψη κάποιας κοινωνικής σχέσης παραγωγής; Πρόκειται για υπόθεση ελάχιστα μαρξιστική. Εάν οι παραγωγικές δυνάμεις δεν είναι παρά το αποκύημα, η εφαρμογή σχέσεων που προϋπάρχουν(M. Sahlins), δεν έχει κανένα νόημα να παρεισάγεται αυτή η έννοια ως τέτοια. Και όμως ναι: πρέπει όλο αυτό να «παράγει» με κάθε κόστος, πρέπει να παραμείνει σώα η διάκριση παραγωγικών δυνάμεων/ σχέσεων παραγωγής, έστω και αν μπουν στο ψυγείο οι σχέσεις παραγωγής, εφόσον δεν θέλουν ακόμη «να εμφανιστούν διαχωρισμένες»». (στο ίδιο, σελ. 67). Από την άλλη, οι έννοιες του κυρίαρχου ή καθοριστικού οικονομικού παράγοντα σημαίνουν την ανακύκλωση της ντετερμινιστικής αιτιότητας σε μια πιο ευλύγιστη αιτιότητα που επιτρέπει τη διάσωση του οικονομικού καθορισμού. Αν όμως το κριτήριο για να ορίσουμε μια κοινωνική βαθμίδα ως καθοριστική είναι το ότι καμιά κοινωνία δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, τότε πολλά πράγματα θα μπορούσαν να αναλάβουν ρόλο καθοριστικής βαθμίδας-η γλώσσα για παράδειγμα. Ο διαχωρισμός εξάλλου της κοινωνικής πραγματικότητας σε βαθμίδες και επίπεδα είναι ήδη προβληματικός. Απορρέει από μια ιδεαλιστική προβολή πάνω στην κοινωνία της εικόνας «μιας εξορθολογιστικής μηχανής, όπου όλες οι έννοιες παράγονται η μια από την άλλη με μια κίνηση φαινομενικά διαλεκτική (παραγωγή, οικονομία, επιστήμη, ιστορία), αλλά κατευθυνόμενη στην πραγματικότητα από μια επιστήμη που ζει από το διαχωρισμό και που, για να ολοκληρωθεί προβάλλει μια φαντασμαγορική ανθρωπολογία των διαχωρισμένων λειτουργιών….Ωστόσο η ιδιομορφία του αντικειμένου της ανθρωπολογίας έγκειται σε αυτή ακριβώς την αδυναμία να οριστεί στο πλαίσιό του το οικονομικό και ο τρόπος παραγωγής ως διαχωρισμένη βαθμίδα. Το λιγότερο θα ήταν  λοιπόν να επανεξεταστούν τα πάντα με αφετηρία αυτόν το μη διαχωρισμό-πράγμα που δεν μπορεί να κάνει μια «επιστήμη» η οποία ξέρει μόνο να συνθέτει «διαλεκτικά» (προς όφελος ιεραρχικό κάποιας βαθμίδας) το επιμελώς διαμελισμένο εκ των προτέρων αντικείμενό της». (στο ίδιο, σελ. 69-70).
Η αντιφατικότητα αυτής της προκρούστειας λογικής καθίσταται εξόφθαλμη όταν ο Godelier καταπιάνεται με τις έννοιες του υπερπροϊόντος και της συντήρησης. Δεν είναι δυνατό να παραβλέψει την εικόνα  που εμφανίζεται μπροστά του: Οι «παραγωγοί», σε μια πρωτόγονη κοινωνία ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και την εργασία τους, ενώ η παραγωγή είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην ικανοποίηση των αναγκών απ’ ότι στην αναζήτηση κέρδους. Η ανταλλαγή, όποτε υπάρχει, τελείται σύμφωνα με πολιτισμικά καθορισμένες αρχές  ισοδυναμίας μεταξύ των αγαθών και των υπηρεσιών που κυκλοφορούν μεταξύ των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή. Αλλά τότε τι νόημα έχουν οι έννοιες «παραγωγοί» ή «υπερπροϊόν»; «Η κατάπληξη μπροστά στο γεγονός ότι οι πρωτόγονοι δεν παράγουν, η αδυναμία σύλληψης αυτής της μη ανάπτυξης, αυτής της παραγωγικής αβουλησίας, που ο δυτικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται πάντοτε ως ανωμαλία, είναι εύλογη δεδομένου του αξιώματός της: εάν γίνει δεκτό ότι οι πρωτόγονοι «παράγουν», είναι πράγματι ακατανόητο το ότι δεν παράγουν κάτι παραπάνω (αφού η παραγωγή συνεπάγεται στην πραγματικότητα τη διευρυμένη αναπαραγωγή των παραγωγικών δυνάμεων). Ξεφεύγουμε λέγοντας ότι παράγουν «μόνο για τις ανάγκες τους». Πέφτουμε από τη Σκύλα στη Χάρυβδη, διότι οι ίδιες οι ανάγκες είναι μια αόριστη συνάρτηση και είναι εξίσου αυθαίρετο να τις καθηλώσουμε σε ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο, εκείνο της επιβίωσης, το οποίο δεν έχει καμιά απολύτως οικονομική βάση και προέρχεται κατευθείαν από την ηθική φιλοσοφία….». (στο ίδιο, σελ. 71).
Εμείς θα προσθέταμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μοντέλο βασισμένο στο καρτεσιανό δόγμα και στη δαρβινική αντίληψη για γραμμική εξέλιξη και ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε μια ιδεολογικά προκαθορισμένη αντιστροφή της πραγματικότητας για να προσαρμοστεί στο θεωρητικό μοντέλο, αντί να συμβαίνει το αντίθετο, η θεωρία μας δηλαδή να προκύπτει από τα εμπειρικά δεδομένα: «Καθώς τα της υποδομής δεν αρκούν, ανακατεύονται με τα κοινωνικο-πολιτισμικά, που είναι εφάμιλλα σε αφαίρεση, αφού ουσιαστικά δηλώνουν μόνο ό,τι αφήνει απέξω η υποδομή όταν προσδιορίζονται ως πεδίο….Οι κοινωνίες αυτές μοιάζουν στ’ αλήθεια να τρέφονται με εγχειρίδια νεότερων οικονομικών. Υπακούουν στην ίδια εκείνη ορθολογικότητα της επιλογής, του υπολογισμού, της διάθεσης των πόρων κτλ. (εικόνα άλλωστε το ίδιο εσφαλμένη και για τις δικές μας κοινωνίες όσο και για τις πρωτόγονες). Συντηρούνται λοιπόν, κι έπειτα μπαίνουν στον κόπο να υπάρξουν «κοινωνικά». Όμως κι εδώ ακόμη, η συγκρότηση του «κοινωνικού» ως χωριστής λειτουργίας είναι παράλογη: η πρωτόγονη «κοινωνία» δεν υπάρχει ως βαθμίδα απομονώσιμη από τη συμβολική ανταλλαγή και η ανταλλαγή αυτή δεν προκύπτει ποτέ από κάποια «επαύξηση» της παραγωγής-μάλλον συμβαίνει το αντίστροφο: αυτό που σχετίζεται με τη «συντήρηση», με την «οικονομική ανταλλαγή», στο βαθμό που μπορούμε να χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους, είναι το υπόλοιπο της συμβολικής ανταλλαγής, ένα υπόλειμμα… Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας ορισμένος τύπος ανταλλαγής, η συμβολική ανταλλαγή….Αυτή η ανταλλαγή αποκλείει κάθε «παραγωγή»: τα ανταλλασσόμενα αγαθά είναι ελεγχόμενα, περιορισμένα, συχνά εισαγόμενα από πολύ μακριά σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες. Γιατί; Διότι αφημένα στην ατομική ή συλλογική παραγωγή θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να πολλαπλασιαστούν κι έτσι πάλι να σπάσουν τον εύθραυστο μηχανισμό της αμοιβαιότητας.. «Όλα γίνονται σαν οι πρωτόγονες κοινωνίες να είχαν θεσμίσει τη σπάνη», γράφει ο Godelier. Όμως αυτή δεν είναι ποσοτική και περιοριστική «σπάνη» μιας οικονομίας της αγοράς, δεν είναι ούτε στερητική ούτε αντιθετική προς την «αφθονία», είναι η συνθήκη της συμβολικής κυκλοφορίας και ανταλλαγής. …Η ίδια  η ανταλλαγή θεμελιώνεται στη μη παραγωγή και εντέλει στην καταστροφή, σε μια αδιάκοπη απεριόριστη κίνηση αμοιβαιότητας μεταξύ των προσώπων, και εντούτοις σε έναν αυστηρό περιορισμό των ανταλλασσόμενων αγαθών-ακριβώς αντίστροφα από τη δική μας οικονομία, που θεμελιώνεται στο απεριόριστο της παραγωγής αγαθών και στη συνεχή αφαίρεση της συμβατικής ανταλλαγής». (στο ίδιο, σελ. 74).
Θα κλείσουμε την εργασία αυτή εκθέτοντας μία άλλη κριτική τοποθέτηση απέναντι στον ιστορικό υλισμό του Μαρξ, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω της ιδιαίτερης οπτικής γωνιάς που προσεγγίζει το ζήτημα. Αναφερόμαστε στον Marshall Sahlins και στο βιβλίο του “Culture and Practical Reason”.
Η θέση του Sahlins είναι ότι δεν μπορούμε αν προσεγγίσουμε το έργο και τη σκέψη του Μαρξ με ένα μονοδιάστατο τρόπο, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία δισυπόστατη φύση, με δύο διακριτούς Μαρξ και κατ’ επέκταση δύο ειδών Μαρξισμούς. Από τη μια έχουμε τον Μαρξ ο οποίος δίνει έμφαση στα πολιτισμικά και διανοητικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου και από την άλλη τον υλιστή Μαρξ, το δημιουργό του ιστορικού υλισμού, όπου εδώ η ανθρώπινη ύπαρξη, ατομική και κοινωνική, καθορίζονται από την οικονομία και την παραγωγή.
 Ο πρώτος Μαρξ απέχει κατά πολύ από τον χονδροειδή οικονομισμό του επιχειρηματικού ατόμου, το οποίο κινείται μέσα στην κοινωνία με γνώμονα τα καθαρά ατομικά του συμφέροντα. Αντίθετα, «το άτομο είναι κοινωνική οντότητα», μας λεει στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» του 1844. «Ο άνθρωπος φτιάχνει τον εαυτό του, της συνείδησής του συμπεριλαμβανομένης, διαμέσου της πρακτικής δραστηριότητάς του μέσα στον κόσμο-δραστηριότητα εντούτοις, η οποία ακόμα και στις πιο μεμονωμένες κινήσεις προαπαιτεί την παρουσία των άλλων, όπως στην περίπτωση της γλώσσας. Μετασχηματίζοντας τον κόσμο χάρη στην αναγκαιότητα της παραγωγής, ο άνθρωπος μετασχηματίζει το ίδιο του τον εαυτό, αλλά και τη σχέση του με τους άλλους». [(Karl Marx, “Capital”,vol. 3), από  M, Sahlins.1976, σελ. 126]. Μεταλλάσσοντας τις συνθήκες και τους στόχους του, τότε θα πρέπει να μεταλλάσσει και τις αντιλήψεις του, ως αποτέλεσμα της επίγνωσής του ότι είναι μια αντικειμενικοποιημένη ύπαρξη μέσω της παραγωγικής διαδικασίας και μέσα από τη σχέση του με τους άλλους που συμμετέχουν σε αυτήν την παραγωγή. Αναπτύσσοντας νέες παραγωγικές δυνάμεις και αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής, ο άνθρωπος αναπτύσσει μια ιστορική φύση η οποία καθορίζει, για αυτόν, το χαρακτήρα της ζωντανής φύσης και του πνεύματος, καθώς και τον πολιτικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Η φύση, επομένως, είναι «εξανθρωπισμένη φύση», η οποία σχετίζεται, τόσο ως προς τις επιδράσεις της όσο και ως προς τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή, με συγκρότηση της κοινωνίας. Αυτά μας λεει ο Μαρξ και πάλι στα «Χειρόγραφα». Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι «η σχέση της κοινωνίας με τον αντικειμενικό κόσμο διαμεσολαβείται από ένα ιστορικοποιημένο υποκείμενο. Με ένα πιο θεμελιακό τρόπο, κατά συνέπεια, η τοποθέτηση του Μαρξ για τη τον πολιτισμό και τη φύση-η σημασία που δίνει στον ανθρώπινο πολιτισμό ως διαμεσολαβητή με την φύση- συναντά  τις τελευταίες ανθρωπολογικές ερμηνείες». (Sahlins, 1976, σελ. 127).
Ο άλλος Μαρξ, αυτός του ιστορικού υλισμού, συνυπάρχει με τον πρώτο, μέσα στο έργο του, αλλά σίγουρα μπορούμε να τους διακρίνουμε, μέσα από τις διαφορετικές σημασιολογικές αφετηρίες και τα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγούν. «Εδώ ο πολιτισμός εμφανίζεται να μεσολαβεί μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης μόνο και μόνο για να διαλυθεί από αυτήν, φυσιοκρατικά, μέσα στον περίφημο ¨μεταβολισμό» της παραγωγικής διαδικασίας. Κατά κάποιο τρόπο δηλαδή η πολιτισμική τάξη είναι εντεταλμένη να δημιουργεί τις υπερδομές ως πολιτισμικές φόρμες μιας φυσικής τάξης…Η φύση παραμένει απρόσβλητη, αμετάβλητη, μη αναγώγιμη, ως τέτοια. Αλλά το ειδικό ανθρωπολογικό πρόβλημα όσον αφορά την υλιστική θεωρία έγκειται στο ότι η ανθρώπινη πλευρά αυτής της σχέσης με τη φύση τείνει επίσης να τοποθετείται μέσα στην φύση-κατά κάποιο τρόπο σε βάρος του πολιτισμού… Η ιστορική ποικιλομορφία της πολιτισμικής τάξης ήταν το πρόβλημα προς διερεύνηση, αλλά στην πορεία της προσπάθειας έγινε από υποκείμενο της ερμηνείας, το κατηγόρημα…Για κάποιο λόγο, η ιστορία αφαιρέθηκε από το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε κομβικά σημεία της θεωρίας του Μαρξ ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως ένα πλάσμα γεμάτο από ανάγκες και κάτω από την αυταπόδεικτη αναγκαιότητα του να δρα εμπρόθετα στη φύση με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Την ίδια στιγμή, τα οικονομικά μέσα θεωρούνται «δοσμένα»-ένα δοσμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων: θετικιστική αφαίρεση από την πραγματικό πολιτισμικό οικοδόμημα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το να θεωρείται ο πολιτισμός μια ουδέτερη και αδρανής διάσταση του ανθρώπινου. Η πολιτισμική οργάνωση μετατρέπεται σε μέσο ενός φυσικο-υλιστικού προγράμματος αναγκών προς ικανοποίηση…Η κοινωνική τάξη και η σκέψη εκλαμβάνονται ως συνέπεια της πρακτικής τελεολογίας της παραγωγής…  Η υποδομή αντιστοιχεί σε μια ανώτερη σοφία, των πραγμάτων ως τέτοια, και η Μαρξική ανθρωπολογία ακολουθεί την παραγωγή αλλά δεν υπεισέρχεται μέσα σε αυτή». (στο ίδιο, σελ.128).
Στις πολιτισμικές στιγμές της υλιστικής θεωρίας βλέπουμε τον άνθρωπο ως ένα κοινωνικό ον το οποίο αποκτά τη γνώση και την αντίληψή του για τα πράγματα μέσα από την αλληλεπίδραση με τη φύση. Αυτή η σχέση όμως δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά μέσω του ιστορικά διαμορφωμένου-διαμέσου της διαρκούς αλληλεπίδρασης-πολιτισμικού συστήματος, των συμβολικών και νοηματικών κατηγοριών, διαμορφώνει τη φύση που τον περιβάλλει. Συνεπώς διαμορφώνει και τον τρόπο παραγωγής και την οργάνωση της οικονομίας σύμφωνα με τις αντιλήψεις του για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένη η κοινωνία, οι οποίες εντάσσονται σε ένα γενικότερο φιλοσοφικό, αξιολογικό και νοηματοδοτικό σύστημα. Αυτή η αντίληψη «είναι μέρος μιας ευρύτερης κατανοητικής προσέγγισης που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι νοηματικές κατηγορίες είναι παραστάσεις του ίδιου τους του περιεχομένου` πράγματι, η πολιτισμική υπερδομή υπάρχει μέσα στην παραγωγή των οικονομικών κατηγοριών». (στο ίδιο, σελ. 130).
Εδώ λοιπόν έχουμε ένα ανθρωπιστή Μαρξ, σύμφωνα με τον Sahlins, ο οποίος υποστηρίζει ότι «στην περίπτωση αυτή ο Μαρξ παίρνει την θέση ότι η κοινωνική τάξη (συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων παραγωγής) δεν καθορίζεται από τη φύση των τεχνολογικών μέσων. Η κοινωνία δεν προσδιορίζεται από την τεχνολογία ούτε η πρώτη μπορεί να θεωρηθεί ως αντανάκλαση του δεύτερου παράγοντα. Σε σημαντικές περιπτώσεις μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο. Και αυτός ο υποβιβασμός της τεχνολογίας σε σχέση με τον πολιτισμό μπορεί να ενταχθεί σε μια πιο περιεκτική Μαρξική επιχειρηματολογία-κάτι το οποίο στις μέρες μας τονίζεται από πολλές πλευρές-για τη μεσολάβηση της βάσης από την υπερδομή. Όπως μας υπενθυμίζει και ο Meszaros, “αν η οικονομία είναι ο έσχατος καθορισμός, εντούτοις, είναι επίσης ένας ετεροκαθοριζόμενος,  καθοριστικός  παράγοντας: δεν υπάρχει έξω από τις καθημερινές, πραγματικές, ιστορικά μεταλλασσόμενες, αλληλένδετες μεσολαβήσεις-των κατεξοχήν «πνευματικών» συμπεριλαμβανομένων.» (Meszaros, 1972, σελ. 115). Οι πραγματικοί στόχοι της παραγωγής προσδιορίζονται με τον ίδιο τρόπο από την κοινωνικο-ιστορική τάξη. Ατή είναι μια ακόμη άποψη από τις οικονομικές μελέτες του Μαρξ η οποία εισάγει μια εμπλουτισμένη έννοια για την υλική υποδομή. Ο ισχυρισμός εδώ είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει τη φύση του παραγόμενου προϊόντος-δηλαδή μέσα από την αξία χρήση τους-απλά και μόνο από τη φύση των ανθρώπινων αναγκών ή από το γεγονός ότι η παραγωγή τις ικανοποιεί. Γιατί τέτοιου είδους «ανθρώπινες» ανάγκες είναι ανιστορικές και αφηρημένες. Εξάλλου, όπως ο Μαρξ παρατηρεί, «Οι επιθυμίες και οι χαρές μας είναι κοινωνικής φύσεως, συνεπώς έχουν σχετική φύση» (1933 [1849], σελ. 33). Συνακόλουθα η χρήση των εργαλείων αντιστοιχεί σε κοινωνικές στοχοθετήσεις…Πράγματι, από τη στιγμή που δεν είναι απλά αναπαραγωγή της ανθρώπινης φυσικής ύπαρξης αλλά η αναπαραγωγή «ενός καθορισμένου τρόπου ζωής» (Marx and Engels,1965, σελ. 32), το σύστημα παραγωγής είναι μια περιοχή πολιτισμικής σκοπιμότητας». (στο ίδιο, σελ. 132-3).
Ο Sahlins υποστηρίζει ότι  σε αυτή την πρώτη φάση της υλιστικής θεωρίας, ο εθνολόγος του εικοστού αιώνα βρίσκει τον εαυτό του σε μια παρόμοια κατάσταση: «Αναγνωρίζει στην υλιστική έννοια της ιστορίας μια διαμεσολάβηση μεταξύ του πολιτισμού και της φύσης, στοιχείο το οποίο δεν υπάρχει στον Morgan. Αναγνωρίζει στη Μαρξική έννοια σύμφωνα με την οποία η συνείδηση γεννιέται μέσα στην κοινωνία ένα ιστορικό δεδομένο, στη βάση του οποίου η υλική αλληλεπίδραση προχωρεί. Επίσης θα μπορούσε κανείς να δει  ότι η απόρριψη από τον Μαρξ απλουστευτικών αναγωγών: της γνώσης στη φύση, της κοινωνίας στην τεχνολογία και της παραγωγής στις ανάγκες λογικά μας οδηγεί σε ένα θετικό σημάδι επινόησης του συμβολικού, γιατί μας επιτρέπει να εντάξουμε στο ερευνητικό πεδίο και άλλες δομές, προσώπων και πραγμάτων, που δεν μπορούν να αναχθούν στην καθαρή φύση τους. Και τελικά είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ ξέφυγε από όλες αυτές τις καλοστημένες παγίδες του ωφελιμισμού, της οικολογικής δημογραφίας και του οικονομίστικου ατομισμού». (στο ίδιο, σελ. 133).
VI.              ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Εν κατακλείδι, μετά από αυτόν τον κύκλο ανάγνωσης και κριτικής της μαρξικής σκέψης και της εφαρμογής της από τους συνεχιστές του Μαρξ στο πεδίο της εθνογραφικής έρευνας, θα πρέπει να αναλογιστούμε για τα ουσιαστικά ζητήματα και ερωτηματικά  που μένουν μετέωρα προς περαιτέρω  διερεύνηση:
Είδαμε ότι αναλυτικά εργαλεία όπως οι έννοιες του τρόπου παραγωγής και της οικονομίας ως καθοριστικού-σε τελευταία ανάλυση-παράγοντα για την κοινωνία, αλλά και για τον πολιτισμό στην ολότητά του, είναι απλουστευτικές αναγωγές, μονοδιάστατες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που δεν επιτρέπουν να συνυπολογίσουμε στην ανάλυσή μας και άλλες πτυχές ή παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινωνία και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον κόσμο γύρω του. Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία που έχει το περιβάλλον, το κλίμα, οι σχέσεις της κοινωνίας με αυτόν το ζωτικό χώρο, οι διάφοροι τρόποι που αναπτύσσει ο άνθρωπος για να επιβιώσει και οι οποίοι είναι υλικές ανταλλαγές με τη φύση οι οποίες όμως σίγουρα επιδρούν και στις συμβολικές-πολιτισμικές διαστάσεις της κοινωνικής ζωής. Στην κατεύθυνση λοιπόν μιας συνθετικής θεωρίας, η πρόταση του Sahlins για μία ή- γιατί όχι- και περισσότερες αναγνώσεις του Μαρξ, διαφορετικές από αυτή του χυδαίου υλισμού, του αδιέξοδου αναγωγισμού, είναι δελεαστική. Θα μπορούσαν άραγε κάποια αναλυτικά και μεθοδολογικά εργαλεία της μαρξικής θεωρίας να χρησιμεύσουν στην ερμηνεία της σχέσης ανθρώπου φύσης-γιατί ίσως εκεί ανάγονται τελικά όλα τα ζητήματα-της κοινωνίας και του πολιτισμού ως εταιρότητες φύσης, σε όλη την ποικιλομορφία και την πολυσυνθετότητά τους; Και ποια είναι αυτά τα εργαλεία; Ερωτήματα λοιπόν τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν εδώ, παραμένουν όμως προκλήσεις για τη συνέχεια της αναζήτησης και του διαλόγου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
_J. Kahn, Marxist Analysis and Segmentary Societies: A Review of Literature σε Kahn and Llobera, The Anthropology of Precapitalist Societies, σελ. 57-88.
_Meillasoux, Claud. (1964), Anthropologie Economique des Guro de Cote d’ Ivoire (Paris-Le Haye: Mouton.
_Terray, Emanuel. (1972 [1969]), Marxism and “Primitive” Societies-Two Studies, (Monthly Review Press).
_Ray, P.P. (1975), The Lineage Mode of Production, Critique of Anthropology, no. 3 Spring.
_Godelier, Maurice. (1988[1973]), Μαρξιστικοί Ορίζοντες στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg.
_Baudrillard, Jean (1990 [1973]), O Καθρέπτης της Παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
_Sahlins, Marshal. (1976), Culture and Practical Reason. The University of Chicago Press.
_Marx, Karl: a. (1961[1844]), Economic and Philosophical Manuscripts of 1844. Moscow Foreign Languages  Publishing House.
                         b.(1967[1867, 1893,1894]), Capital, 3 vols. New York, International Publishers
                        c. (1933[1849]), Wage-labor and Capital. New York, International Publishers.











[1] Ο τρόπος παραγωγής συνίσταται από τα εξής στοιχεία: «καλλιέργεια του εδάφους, αυτοσυντήρηση, χρήση στoιχειωδών τεχνικών παραγωγής και ανθρώπινη δύναμη, ως κύρια πηγή ενέργειας» (Meillasoux, 1964 sel.89).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου