Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αυταρχικός και πειστικός λόγος




Η συνείδηση του υποκειμένου, η ίδια η ιδεολογία του, συνδιαμορφώνει και συνδιαμορφώνεται από τους λόγους του «άλλου», διαμεσολαβείται δηλαδή από την γλώσσα, η οποία είναι φορέας ιδεολογίας, κοσμοθεώρησης. Οι «λόγοι των άλλων» συνδιαλέγονται με τον λόγο (ή τους λόγους) του εκάστοτε ατόμου, μέσα στον πολυγλωσσισμό και τις ποικίλες ιδεολογικές-κοινωνιολογικές αποχρώσεις του, όπως λέει ο Μπαχτίν[1]. Επιδιώκουν να καθορίζουν τον τρόπο σκέψης και στάσης μας απέναντι στον κόσμο, τους τρόπους συμπεριφοράς μας. Οι «ξένοι λόγοι» μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: στον «αυταρχικό»-εξωτερικό λόγο και στον «εσωτερικά πειστικό» λόγο, κατά Μπαχτίν. Ο πρώτος χαρακτηρίζει τους εξουσιαστικούς λόγους, όπως θρησκευτικό, πολιτικό, ηθικό, του πατέρα, των ενηλίκων, των εκπαιδευτικών κλπ, ενώ ο δεύτερος είναι «εσωτερικά πειστικός για τη συνείδηση». Ο εσωτερικά πειστικός λόγος είναι συχνά «παραγκωνισμένος από την κοινή γνώμη, την επίσημη επιστήμη και κριτική, ενώ συχνά στερείται και νομιμότητας». Ενίοτε οι δύο κατηγορίες λόγων μπορούν να ενωθούν σε έναν, αλλά αυτό δεν διαρκεί για πολύ. Οι συγκρούσεις του αυταρχικού και του πειστικού λόγου (λόγων) επηρεάζουν σημαντικά και διαμορφώνουν την ατομική ιδεολογική συνείδηση. 
«Ο αυταρχικός λόγος απαιτεί από εμάς να αναγνωρισθεί και να αφομοιωθεί. Επιβάλλεται στα άτομα, ανεξάρτητα από το βαθμό εσωτερικής πειστικότητας που αυτός έχει». Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο μας πείθει για την αλήθεια του. Επίσης έχει άμεση σε σχέση με την αυθεντία και με ένα ιεραρχικό περιβάλλον με ιεραρχικές-εξουσιαστικές σχέσεις. Θεωρείται ότι προέρχεται από το παρελθόν, ένα αυταρχικά δομημένο παρελθόν, ότι έχει να κάνει με τον «λόγο των πατέρων», δηλαδή με την παράδοση. Ο αυταρχικός λόγος εξ ορισμού δεν αφήνει περιθώρια επιλογής και κριτικής, θεωρείται «αυθεντικός», ότι ανήκει σε μια «υψηλή» σφαίρα και όχι στην οικεία καθημερινή σφαίρα της ανθρώπινης επαφής. Είναι «ιερός», γι’ αυτό η γλώσσα του είναι ειδική και εξεζητημένη, έχει συνεπώς άμεση αναφορά στο Ταμπού, στο «Όνομα που δεν πρέπει να επικαλούμαστε επί ματαίω». Τέλος, πρόκειται για έναν λόγο παγωμένο και στατικό, που δεν ανέχεται ερμηνευτικές αλλοιώσεις ή μετατοπίσεις των εννοιών του, αφού μόνο αυτός μπορεί να καθορίζει το περιεχόμενο-σημασία και το νόημα των λεγομένων του. Έτσι, είναι ένας λόγος περατωμένος, κλειστός, μονοσήμαντος, με αναφορά στο «γράμμα του νόμου», όποιος και να είναι αυτός ο νόμος, τη μία και παγκόσμια αλήθεια, τη μία και μόνη επίσημη εκδοχή, στο βαθμό που είναι αυθεντία-εξουσία που επιβάλλεται. Και, παρόλο που είναι λόγος ενός «άλλου», αποκλείει όλους τους άλλους λόγους.
Το αντίθετο συμβαίνει με τον πειστικό λόγο. Ο «εσωτερικά πειστικός λόγος» είναι παράλληλα και ένας εσωτερικός λόγος, με την έννοια ότι μας πείθει χωρίς επιβολή και εξουσία, γιατί συνταιριάζει και συντονίζεται με τον εσώτερο εαυτό-συνείδησή μας, με τη διαίσθηση και την αντίληψη-νοοτροπία μας, με την εσωτερική «φωνή» μας που μας λέει σαν πυξίδα τι είναι σωστό και τι όχι να κάνουμε, με τη στάση, την κοσμοθεωρία και τη φιλοσοφία ζωής μας. Αφομοιώνεται θετικά από το υποκείμενο και συμπλέκεται στενά με τον «δικό του λόγο». Στη ροή της ιστορίας της ατομικής συνείδησης, ο εσωτερικά πειστικός λόγος του «άλλου» είναι μισο-δικός μας και μισο-ξένος, ταυτόχρονα. Δεν είναι στατικός και παθητικός, αντίθετα: ξυπνά μέσα μας τον νέο, εσωτερικό αυτόνομο λόγο μας, και «οργανώνει εκ των ένδον τις λέξεις» και τις ιδέες μας. Δεν παραμένει δηλαδή σε κατάσταση «απομόνωσης και ακινησίας». Και αυτό όχι μόνο γιατί ερμηνεύεται από εμάς, αλλά και γιατί αναπτύσσεται συνεχώς προσαρμοζόμενος στο νέο υλικό: το εσωτερικό δικό μας αλλά και στην εξωτερική πραγματικότητα που εξελίσσεται συνεχώς, μαζί με τη συνείδησή μας, σε ένα αέναο γίγνεσθαι. Φωτίζεται συνεχώς από νέες καταστάσεις, νέα δεδομένα και συμφραζόμενα. Ενώ έρχεται και σε διάλογο, σε μια «έντονη και αμοιβαία διαπάλη με άλλους πειστικούς λόγους» – άρα δεν είναι ένας δογματικός, αυταρχικός και κλειστός λόγος-αυθεντία.
Το ιδεολογικό μας γίγνεσθαι συνιστά μια συνεχή διαπάλη μέσα μας ανάμεσα σε διάφορες λεκτικές-γλωσσικές και ιδεολογικές οπτικές, προσεγγίσεις, στοχεύσεις-προθέσεις, αποτιμήσεις-αξιολογήσεις. Η «σημασιοδοτική δομή του πειστικού λόγου δεν τελειώνει, δεν είναι κλειστή· παραμένει ανοικτή σε νέα ιδεολογικά συμφραζόμενα και σε νέες σημασιοδοτικές δυνατότητες». Ο εσωτερικός πειστικός λόγος είναι ένας σύγχρονος λόγος – όχι παραδοσιακός και παρωχημένος. «Γεννιέται σε μια ζώνη επαφής με ένα ημιτελές παρόν ή γενόμενος σύγχρονος. Απευθύνεται σε έναν σύγχρονο αλλά και σε έναν απόγονο σαν να ήταν σύγχρονος». Αγγίζει δηλαδή τόσο το παρόν όσο και το μέλλον, και ίσως να έχει μεγαλύτερη συνάφεια με το μέλλον. Η ιδιαίτερη αντιληπτική σύλληψη και ερμηνεία του υποκειμένου-ακροατή-αναγνώστη είναι συστατικό στοιχείο του πειστικού-αντιαυταρχικού λόγου. Είναι στενά δεμένος και συνυφασμένος με κάθε ιδιότυπη σύλληψη του υποκειμένου, του «αντιληπτικού του βάθους, μια ορισμένη δόση ευθύνης και μια ορισμένη, σαφή απόστασή του» από αυτόν τον λόγο. Ο εσωτερικός πειστικός λόγος είναι ανοικτός, ημιτελής στην έννοια και στο νόημά του, εξελίσσεται ως «ξένος» λόγος του «άλλου», παράλληλα και σε αλληλεπίδραση-αλληλεξάρτηση με τον «δικό μας» εσωτερικό λόγο, σε μια διαλογική σχέση μεταξύ τους. «Ο πειστικός λόγος δεν μας μαθαίνει ποτέ άπαξ όσα μπορεί να μας μάθει». Τον εντάσσουμε σε νέα συμφραζόμενα, τον εφαρμόζουμε σε καινούριο υλικό της συνείδησής μας (και της πραγματικότητας που κεντρίζει τη συνείδησή μας), με νέες οπτικές γωνίες, για να δώσουμε νέες απαντήσεις, νέες διασαφήσεις ως προς το νόημά του, και να δημιουργήσουμε τις δικές μας λέξεις. Γιατί ο πειστικός λόγος του άλλου προκαλεί και γεννά απαντήσεις από τη μεριά μας κι έτσι δημιουργείται διαλογικά ο δικός μας λόγος – και άρα ο εαυτός μας. Συνεπώς εξελίσσεται διαρκώς μαζί μας.   
Από τα παραπάνω μπορούμε να συναγάγουμε ότι ο εσωτερικός πειστικός λόγος προσιδιάζει στον επαναστατικό λόγο ή, καλύτερα, χαρακτηρίζει τον γνήσιο επαναστατικό λόγο. Γιατί ο τελευταίος δεν επιβάλλεται ως αυθεντία και εξουσία, δεν καλοπιάνει  το «κοινό» του, αλλά απευθύνεται στην εσωτερική χορδή του καθενός, και φυσικά πρώτα απ’ όλα των καταπιεσμένων και των κολασμένων του καπιταλιστικού-εξουσιαστικού συστήματος. Ο εσωτερικά πειστικός επαναστατικός λόγος, ανακαλύπτει βαθιά χαμένα μέσα μας μονοπάτια, τα φέρνει στην επιφάνεια, τα πλαταίνει και τα ανοίγει στο καινούριο, στο μέλλον. Ο πειστικός λόγος δεν μας επιβάλλεται, δεν μας εξαναγκάζει να τον δεχτούμε, το ίδιο και ο γνήσια επαναστατικός λόγος. Γιατί αναπτύσσεται-εξελίσσεται μαζί μας, τον συνδιαμορφώνουμε και έχουμε τη δυνατότητα να τον απορρίψουμε, γιατί δεν μας εξουσιάζει. Αγγίζει τις ευαίσθητες εσωτερικές χορδές της ύπαρξής μας, τα βιώματά μας και αν θέλουμε γίνεται δικός μας, όχι ένας εξωτερικός λόγος εξουσίας-αυθεντίας. Μας αλλάζει και τον αλλάζουμε.
Και τελικά ένας εσωτερικός πειστικός λόγος, δεν μπορεί να είναι ξύλινος, στερεότυπος, ελιτίστικος αλλά ούτε και λαϊκίστικος, δογματικός και αντιδιαλογικός-αντιδιαλεκτικός, κλειστός, κοινότοπος, ταυτολογικός και συνθηματικός, εσωστρεφής και αυτοαναφορικός. Και οπωσδήποτε πιο πολύ πείθει με την πράξη του, με το παράδειγμα και τη στάση ζωής του φορέα του. 
3/8/2014
Δημήτρης Φασόλης  



[1] Μιχαήλ Μπαχτίν 1980. Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, Αθήνα, εκδόσεις Πλέθρον.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Οι λόγοι των «άλλων»











Ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο βιβλίο του «Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής», μεταξύ άλλων,  πραγματεύεται το ύφος του πεζού λόγου, το οποίο διαφέρει  ποιοτικά από το ύφος του ποιήματος. Όπως λέει, το πεζό έργο, το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από έναν «πολυγλωσσισμό», μια ανοικτή, αντικειμενικευτική και κοινωνική γλώσσα, σε αντίθεση με το ποίημα που χαρακτηρίζεται από μια «κλειστή», αυστηρά προσωπική γλώσσα. Η γλώσσα του πεζού λόγου είναι ανοιχτή στην επιρροή της γλώσσας του «ξένου», την οποία την ενσωματώνει οργανικά εντός της. Το ενδιαφέρον στοιχείο στην προσέγγισή του είναι ότι συνδέει τη γλώσσα του μυθιστορήματος με τη γλώσσα της καθημερινής ζωής, με την κοινωνία, την ιδεολογία και τον πολιτισμό, κάνοντας λόγο για «πολυγλωσσισμό τόσο στον πεζό λόγο όσο και στην κοινωνία γενικότερα: «…Για την ατομική συνείδηση, η γλώσσα ως ζωντανή κοινωνικο-ιδεολογική συμπύκνωση, και πολύγλωσση γνώση, τοποθετείται στο μεταίχμιο του εδάφους της και του εδάφους του «άλλου». Η λέξη της γλώσσας είναι μια γλώσσα κατά το ήμισυ ξένη…». Παύει να είναι ξένη όταν η πρόθεση του συγγραφέα εγκατασταθεί στη λέξη, και την κάνει δική του. «Ως τη στιγμή που θα ιδιοποιηθεί, ο λόγος δεν βρίσκεται σε μια γλώσσα ουδέτερη και απρόσωπη (γιατί ο ομιλών δεν την αντλεί από ένα λεξικό. Βρίσκεται πάνω σε ξένα χείλη, ξένα συμφραζόμενα και προθέσεις, κι εκεί πρέπει να τον αδράξουν και να τον κάνουν «δικό» τους». Αυτή η ανάλυση εκφράζει την κοινωνική φύση της γλώσσας, ως προϊόν της επικοινωνίας, ως συλλογικό πλούτο της κοινωνίας και της συλλογικής δράσης των ανθρώπων, των μεταξύ τους ανταλλαγών. Επομένως, προχωρώντας τη συλλογιστική του, μπορούμε να πούμε ότι και η σκέψη, η προσωπικότητα, ο εαυτός ή το εγώ, είναι συλλογικά προϊόντα της αλληλεπίδρασης και των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας. Επομένως, βρισκόμαστε σε έναν διαρκή και αδιάκοπο διάλογο, σε μια ερωταπάντηση, σε μια κατάφαση και άρνηση με τους άλλους.
Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ, πολύ πρώιμα, γράφει κάτι πολύ πρωτοποριακό (Κεφάλαιο, Α τόμος, σελ 66-υποσημείωση 18): «Μια και δεν γεννιέται μαζί  με έναν καθρέφτη, ούτε σαν φιλόσοφος της σχολής του Φίχτε: «Εγώ είμαι εγώ», ο άνθρωπος καθρεφτίζει τον εαυτό του πρώτα σ' έναν άλλο άνθρωπο. Μόνο αφού αναφερθεί στον άνθρωπο Παύλο σαν προς όμοιό του, ο άνθρωπος Πέτρος αρχίζει να αναφέρεται στον εαυτό του σαν προς άνθρωπο. Έτσι όμως ό Παύλος ολόκληρος με σάρκα και οστά, με την παυλική σωματικότητά του, ισχύει γι' αυτόν σαν μορφή εμφάνισης τού γένους «άνθρωπος». Συνειδητοποιεί δηλαδή τον εαυτό του, ως πρόσωπο μέσα από το πρόσωπο του άλλου και ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρωπος. Δεν είναι εδώ υπερβολή να πούμε ότι η καίρια-αιχμηρή διαίσθηση του Μαρξ παραπέμπει απευθείας στις σύγχρονες θεωρίες για τους κατοπτρικούς νευρώνες αλλά και της κοινωνικής ψυχολογίας και συνείδησης.
Όπως λέει ο Μπαχτίν, το ιδίωμα μιας γλώσσας, και γενικά η γλώσσα, μεταβάλλεται μέσω της «υβριδιοποίησης», της ανάμιξης διαφορετικών και «ξένων» γλωσσικών στοιχείων. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με την ιδεολογία, αλλά και με την καθημερινή ζωή: ο τρόπος ζωής, οι αντιλήψεις, οι συνήθειες-συμπεριφορές, ο πολιτισμός είναι ένα υβρίδιο – ανακάτεμα διαφορετικών οπτικών και στοιχείων. Βέβαια οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες το παραγνωρίζουν αυτό και θέλουν να το καταστείλουν. Ο ολοκληρωτισμός και ο εθνικισμός-σωβινισμός προσηλώνονται φανατικά (θρησκευτικά,δογματικά) στο «παρελθόν» ως κάτι γνήσιο-αυθεντικό και καθαρό από «αλλότριες» προσμίξεις. Κάτι φυσικά που είναι ψευδές. Όμως, αυτή η εμμονή με το παρελθόν, με την ταυτότητα είναι σχεδόν αυτιστική. Ωστόσο, η ίδια η ζωή, η ζώσα πραγματικότητα, ξεπερνά την όποια ιδεοληψία και εμμονή. Για παράδειγμα, βλέπουμε οι πούροι εθνικιστές-φασίστες έχουν για συζύγους «ξένες» γυναίκες, γεγονός που τους «σώζει», δηλαδή αμβλύνει την αντίφαση – που γεννά έναν παραλογισμό – με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής (οι οποίες είναι ανοικτές στις επιρροές και τη «γλώσσα του άλλου», δηλαδή στα υβρίδια)  που έχουν οι ιδέες τους. Δίνοντάς τους όμως έτσι κι ένα άλλοθι, το οποίο δεν χάνουν την ευκαιρία να το εκμεταλλεύονται προς όφελός τους, ως υπεράσπιση του εαυτού τους: «εγώ φασίστας-ρατσιστής; μα έχω παντρευτεί αλλοδαπή». Η υβριδιακότητα λοιπόν, δεν θα ’πρεπε να υπάρχει για την εκάστοτε κλειστή-ολοκηρωτική ιδεολογία, αλλά, αφού υπάρχει, αποκρύπτεται και ενσωματώνεται με τον κυρίαρχο-ηγεμονικό λόγο σαν στοιχείο της ταυτότητας.
Έτσι, για παράδειγμα, η έντονη επίδραση της μικρασιατικής ζωής και κουλτούρας στα τραγούδια, στα ρούχα, στη διατροφή κλπ των ελλήνων που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή και από τις δυο μεριές του Αιγαίου, βαπτίστηκε «ελληνική παράδοση». Ενώ σε μια άλλη κοινωνία, ανοικτή στον κόσμο, θα δινόταν έμφαση ακριβώς στην υβριδιακή «φύση»-χαρακτήρα της κοινωνικής ζωής και των πολιτισμών, όπου τα σύνορα και οι κανονικότητες παραβιάζονται συνεχώς. Θα δινόταν θετικό πρόσημο σε αυτήν την ανοικτότητα-υβριδιακότητα και θα ήταν μια αξία και πρότυπο ζωής. Σε αντίθεση με τη μονήρη και κλειστή σκέψη-νοοτροπία-αντίληψη που ομφαλοσκοπεί μέσα στα νεκρά νερά της «παράδοσης» και των «ιδανικών της φυλής». Ουσιαστικά όμως οι ολοκληρωτικές, εθνοκεντρικές και εθνικιστικές ιδεολογίες αγνοούν την αλήθεια: ότι ο κάθε άνθρωπος αποκτά συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου (αλλά και κάθε ομάδα, κοινότητα ή κοινωνία αποκτά συλλογική συνείδηση, γλώσσα, έννοιες, πολιτισμό, ιδέες), χάρη ακριβώς στην αλληλεπίδραση με άλλους πολιτισμούς, αντιλήψεις, οπτικές του κόσμου και τρόπους ζωής. Μέσα από τη γλώσσα του «άλλου», την οποία ερμηνεύει και επανερμηνεύει αδιάκοπα, ερμηνεύει έτσι και τον εαυτό του (και η κοινωνία το είναι της). Και ταυτόχρονα, ερμηνεύοντας, κάνει κριτική, κατανοεί, συνδέεται, ταυτίζεται αλλά επίσης αμφισβητεί και συγκρούεται με τον λόγο-γλώσσα του «άλλου», συνδιαλέγεται διαρκώς και διαλογίζεται, μέσα σε ένα γόνιμο πλαίσιο αποδόμησης και δόμησης νέων γλωσσών, αξιών, οπτικών και κοσμοθεωριών.
Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι σε περιόδους αποδόμησης των κλειστών συστημάτων σκέψης και γλώσσας (π.χ. ελληνιστικά κράτη, ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρακμή και διάλυση βυζαντινής αυτοκρατορίας) ανθούσε πάντα το μυθιστόρημα. Σε αυτές τις κομβικές και μεταβατικές περιόδους είναι που αναδύονται νέες καινοτόμες ιδέες και επαναστατικά οράματα-κινήματα. Μια ανάλογη περίοδος είναι και η σημερινή με αντίστοιχες ευκαιρίες και προοπτικές για υβριδιακές μορφές … που πρέπει όμως να ανακαλύψουμε για να μετουσιωθούν σε  και επαναστατικές ιδέες και πράξεις.
29/7/2014
Δημήτρης Φασόλης

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Στην Παλαιστίνη και παντού, οι καταπιεσμένοι να γυρίσουν την πλάτη στην εξουσία










Οι δολοφονικές στρατιωτικές επιθέσεις του Ισραήλ εναντίον αμάχων στην Παλαιστίνη σίγουρα είναι καταδικαστέα και ειδεχθής πράξη. Οι βομβαρδισμοί και οι δολοφονίες παιδιών και αθώων πρέπει να σταματήσουν πάραυτα. Πόσο ακόμα αίμα αθώων παιδιών αντέχει η (εξουσιαστική και εξουσιαζόμενη) ανθρωπότητα και η ιστορία; Πόση ακόμη ύβρις; Είναι απύθμενος αυτός ο βόρβορος στον οποίο έχουν κατρακυλήσει; Η εξουσία δεν ανέχεται αμφισβητήσεις και αντιστάσεις, δεν επιθυμεί να χάσει ούτε χιλιοστό από την επικράτειά της και τη δύναμή της. Οι σύγχρονοι πόλεμοι έχουν ως κύριο στόχο τους αμάχους και είναι πολύ περισσότεροι ανήθικοι και εγκληματικοί από πολέμους περασμένων αιώνων, ακόμη και μαζικών. Οι επιθέσεις και η εισβολή στη Γάζα πρέπει να σταματήσουν πάραυτα – είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Πρέπει να σταματήσει ο στρατιωτικός αποκλεισμός των παλαιστινίων και να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κράτος που να συνυπάρχει ειρηνικά με το Ισραήλ. Οι διαμαρτυρίες και οι πράξεις αλληλεγγύης και καταδίκης πρέπει άμεσα να γενικευτούν διεθνώς.
 Όμως υπάρχει και κάτι που σπάνια κριτικάρεται από τους ειρηνιστές και την αριστερά: το ότι οι φονταμενταλιστικές ηγεσίες είναι εξουσιαστικές και ότι επιδιώκουν την εξόντωση γενικώς των ισραηλινών-των εβραίων. Η αντίσταση και η σύγκρουση με τη σιωνιστική εξουσία είναι θεμιτή και δικαιολογημένη, όμως τα μέσα που χρησιμοποιείς αντανακλούν τις ηθικές αξίες, το κοινωνικό όραμα και τους στόχους σου. Το να ρίχνεις πυραύλους αδιακρίτως, έστω και αν δεν επιφέρουν αντίστοιχες απώλειες με αυτές που υποφέρουν οι παλαιστίνιοι, σίγουρα δείχνει ότι στόχος σου είναι, αν μπορούσες, να εξοντώσεις τους ισραηλινούς. Χρησιμοποιείς τις μεθόδους του εχθρού σου, με τα ίδια ανήθικα-εγκληματικά και εξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Κανονικά, η αριστερά και οι επαναστάτες θα έπρεπε να επιδιώκουν και να προπαγανδίζουν την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, με όσο γίνεται πιο ευνοϊκούς από ταξική άποψη όρους, δηλαδή τον απεγκλωβισμό των καταπιεσμένων από τις εξουσίες-ηγεσίες τους, από τα εξουσιαστικά δόγματα και φανατισμούς. Η αντίσταση στις δυνάμεις κατοχής και ο αγώνας για ελευθερία θα είχε τότε ένα άλλο νόημα και μήνυμα προς τους κολασμένους όπου γης. Όσο οι καταπιεσμένοι, οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι είναι δέσμιοι ανταγωνιστικών εξουσιών, οι πόλεμοι και οι ανθρωπιστικές τραγωδίες θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Προέχει πάντως η κατάπαυση του πυρός και η ειρήνευση με ελευθερία-ανεξαρτησία των παλαιστινίων. Αυτός είναι και ο στόχος ενός παγκόσμιου κινήματος αλληλεγγύης (που ωστόσο είναι ζητούμενο).  
Επίσης, αν επιλέγουμε τη σκοπιά του αντικειμενικού κριτή,  σημαίνει να κατανοείς τα πράγματα και όχι να προβάλλεις τις ιδέες σου στα γεγονότα και την πραγματικότητα. Συνεπώς  θα πρέπει να μπαίνεις και στη θέση της άλλης πλευράς. Ανάμεσα σε άλλα,  διακυβεύεται για την εξουσία και στα δύο μέρη η «πατρότητα» και η με βάση το «δίκαιο» (κρατικο-εθνικό) κατοχή εδαφών (επικράτεια), σύμφωνα με γενικόλογα «ιστορικά δίκαια» και την καταγωγή ενός λαού. Φυσικά, η εδαφική κυριαρχία υποκρύπτει ταξικές σχέσεις εξουσίας και ανισότητας καθώς επίσης και γεωπολιτικά αντικρουόμενα συμφέροντα και σχέδια στην ευρύτερη περιοχή. Οι άραβες θεωρούν ιερά τα εδάφη της Παλαιστίνης και του Ισρλαήλ και ότι τους ανήκουν δικαιωματικά, γιατί κατοικούσαν εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων, ακόμη και από πάντα, από την αρχή του χρόνου… Ωστόσο, το αντίστοιχο επιχείρημα μπορούν να επικαλεστούν και οι εβραίοι κάτοικοι του ισραηλινού κράτους, καθότι έχουν παρουσία από πολύ παλιά στην περιοχή. Μια περιοχή με εξίσου σημαντική συμβολική αξία και σημασία ιερού τόπου για αυτούς. 
Το ισραηλινό κράτος σίγουρα είναι μια σιδερόφραχτη εξουσία, με μια υπερσύγχρονη υπεροπλία και καλά εκπαιδευμένο στρατό. Αν δούμε όμως χωρίς δογματισμούς και προκαταλήψεις την ιστορία του και το υπό ποιες συνθήκες αυτό δημιουργήθηκε, θα διαπιστώσουμε ότι βρισκόταν περικυκλωμένο από φονταμενταλιστικά και επεκτατικά αραβικά κράτη, και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο θωρακίστηκε και «κλείστηκε στον εαυτό του» (εκτός βέβαια ότι είναι ο χωροφύλακας των αμερικανικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων στην περιοχή). Τόσο οι ισραηλινοί όσο και η κρατική εξουσία θεωρούν ότι είναι περικυκλωμένοι και ότι απειλούνται από φανατικούς φονταμενταλιστές. Ας μην ξεχνάμε ότι οι παλαιστινιακές οργανώσεις, και ιδιαίτερα οι πιο ακραίες, δεν δέχονται στο πρόγραμμά τους τη συνύπαρξη με τους ισραηλινούς· τουναντίον, θέλουν να τους εξοντώσουν-εξαφανίσουν, ει δυνατόν να μην υπάρχουν δηλαδή (πρόσφατα, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ζήτησε τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος- σφυγμομέτρηση μεταξύ των αράβων και των εβραίων που ζουν στο Ισραήλ, προκειμένου να διαλυθεί το «σιωνιστικό κράτος»). Αυτή λοιπόν δεν είναι παρά μια εξουσιαστική-ολοκληρωτική αντίληψη και στάση.
Και αυτό στενεύει πολύ τα περιθώρια και τις ευκαιρίες-προοπτικές για ειρήνη και διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών. Βέβαια, σ’ αυτό το σημείο άνετα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο αδύνατος έχει το δίκιο με το μέρος του και ότι αν του ασκείς κριτική αβαντάρεις τον ισχυρό. Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι ο αδύναμος δεν κατέχει εκ των προτέρων και αναγκαστικά το αλάθητο ή το χαρακτηριστικό του ιερού, του άσπιλου και αμόλυντου. Ο αδύνατος θα κάνει τα ίδια αν έρθει στη θέση του ισχυρού. Για αυτό η μόνη θεμελιώδης πρόταση είναι η επανάσταση και χειραφέτηση των ανθρώπων από την εξουσία και τους ηγέτες τους. Γιατί τι αλλάζει αν βγει από τη μέση το Ισραήλ και έχουν το πάνω χέρι οι άραβες και οι εν προκειμένω οι Παλαιστίνιοι; Ή μήπως είναι καλύτερα να γίνει όλος ο κόσμος Ισλάμ;    
Επομένως, η παλαιστινιακή αντίσταση είναι κατανοητή και δίκαια(όχι όμως οι τυφλές ρουκέτες μέσα στον κόσμο, ή οι επιθέσεις αυτοκτονίας παλιότερα, που είναι εξίσου ολοκληρωτικό-εξουσιαστικό και ανήθικο)[1] ενάντια στον σιωνιστικό στρατό κατοχής. Είναι δίκαιο να διεκδικεί και να αγωνίζεται για μια ευνοϊκή συμφωνία και ειρήνη, με βασικό αίτημα την άρση του αποκλεισμού της Γάζας. Αν όμως δεν σβήσει από το πρόγραμμά της την εξόντωση-εξαφάνιση του εβραϊκού λαού, τότε δεν έχει κανένα νόημα ο αγώνας: ούτε αποτέλεσμα θα έχει, γιατί ούτε το Ισραήλ θα δεχτεί κάτι τέτοιο, ούτε και είναι ηθικά νομιμοποιημένος. Ας σκεφτούμε: ας υποθέσουμε πως θα υποχωρήσει και θα ηττηθεί το Ισραήλ. Είναι αυτό λύση; Μα τα αραβικά κράτη που είναι εχθρικά απέναντί του θα αναλάβουν αυτά ρόλο βεληγκέκα στην περιοχή και θα προσπαθήσουν να το αφανίσουν από τον χάρτη. Οι λαοί όμως δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν. Για αυτό η μόνη ριζική και τελικά ρεαλιστική λύση είναι η επανάσταση των λαών και η χειραφέτησή τους από την εξουσία, η αυτοδιεύθυνση της ζωής τους και η παγκόσμια ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία.
Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ενωθούν ενάντια στους εξουσιαστές-αφέντες τους. Επανάσταση για την Ειρήνη, την Ελευθερία και την Αλληλεγγύη των προλετάριων, των ανθρώπων.  Μόνο έναν τέτοιο πρόταγμα μπορεί να είναι επαναστατικό. Και ένα γνήσιο ειρηνιστικό κίνημα αλληλεγγύης μόνο με την αιχμή αυτή μπορεί και πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί. Να αρνείται κάθε εξουσία, φανατισμό και ανορθολογισμό που κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές καταπιεσμένων, κολασμένων. Επειδή όμως πρέπει να γίνει και κάτι άμεσα, πρέπει να απαιτήσουμε ειρήνη τώρα και αλληλεγγύη στους λαούς, άμεση κατάπαυση του πυρός και δημιουργία ενός μετώπου και ενός δημόσιου χώρου διαλόγου των δύο λαών, άμεσα, χωρίς διαμεσολάβηση εξουσιών, μέσα από αυτοοργανωμένες δομές, συλλογικότητες, φόρουμ και κινήσεις πολιτών, συνδικάτα, ενώσεις εργαζομένων.
Μέχρι τώρα πάντως, αυτό που φαίνεται είναι ότι στην κοινή γνώμη ενισχύεται το κύρος της σιωνιστικής κυβέρνησης (αν και το τεράστιο κόστος απώλειας αθώων ζωών μπορεί να προκαλεί μεσομακροπρόθεσμα και ρήγματα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και την κοινή γνώμη). Είναι δυνατόν όμως όταν υπάρχουν ρουκέτες, τρόμος, και άρα μίσος, να υιοθετήσουν οι ισραηλινοί τα αιτήματα των παλαιστινίων και να κατέβουν στους δρόμους για να γίνει ειρήνη; Ή, αντίθετα, οι πολίτες του Ισραήλ θα απαιτούν περισσότερη βία από την κυβέρνησή τους ενάντια στους παλαιστίνιους,; Αλλά και αντίστροφα, είναι δυνατόν οι παλαιστίνιοι με τόσα θύματα και τρόμο από τις ισραηλινές επιθέσεις να δεχτούν να ζήσουν ειρηνικά με τους γείτονές τους; Ο πόλεμος φέρνει πόλεμο, μίση και πάθη. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι οι λαοί να σιχαθούν και τον εαυτό τους, να απηυδήσουν από το άδικο αίμα που ρέει στους δρόμους και κάνουν ειρήνη, και έτσι ίσως μπορούν να προχωρήσουν παρακάτω.      
Το ζητούμενο αυτού το κειμένου είναι να δείξει την έλλειψη λογικής που επιφέρει ο φανατισμός, η πολιτική τακτική και τα εξουσιαστικά σχέδια και στόχοι. Η πρωτοβουλία και η απόδειξη καλής θέλησης σίγουρα βρίσκεται στη μεριά και στην ευθύνη του πιο ισχυρού, του Ισραήλ: αν θέλει να δείξει ηθική ανωτερότητα και μεγαλοθυμία πρέπει να δεχτεί τους όρους της αντίστασης των αποκλεισμένων και να σταματήσει την αιματοχυσία. Αλλά και η αντίσταση θα πρέπει να δείξει ανάλογη στάση ηθικής ευθύνης και πολιτικής ωριμότητας. Πρέπει να συμβάλει έμπρακτα μαζί με το Ισραήλ στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών. Όποιος αθετήσει τη συμφωνία ή την προβοκάρει είναι υποκριτής και οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφή.
Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνύπαρξη των δύο λαών: ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος και συγκατοίκηση στις διαφιλονικούμενες πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ (γιατί να μην τολμήσουμε να σκεφτούμε και ένα κράτος;).
Εξουσιαστές σπίτια σας, καταπιεσμένοι όλου του κόσμου ενωθείτε για την επανάσταση και την πραγματική ειρήνη και συναδέλφωση των λαών.  
ΥΓ: Την ειρήνη και συμφιλίωση κάποια κέντρα σίγουρα δεν τη θέλουν: γιατί όποτε ανοίγει μια προοπτική συνομιλιών και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, γίνεται μια προβοκάτσια που αναζωπυρώνει τα μίση και τα πάθη, δικαιολογεί τις φανατικές-εγκληματικές πράξεις και ιαχές πολέμου, κλείνοντας και πάλι τους δρόμους της ειρήνης. Αυτός ο φαύλος κύκλος μόνο αδιέξοδο και διαρκής παγίδα είναι για τους δύο λαούς, πολύ περισσότερο για τους πιο ανίσχυρους και ευρισκόμενους στη χειρότερη θέση, τους παλαιστίνιους.
25/7/2014
Δημήτρης Φασόλης


[1] Διευκρίνιση:  άλλο σημαίνει κατανοώ, που ως πράξη και στάση προϋποτίθεται-προηγείται, για να κάνεις κριτική στον άλλο (δηλαδή αρχικά προσπαθώ να καταλάβω το νόημα των πράξεών του, να μπω στη θέση του, στην κατάσταση που βιώνει και στον ψυχισμό του, να καταλάβω τα αίτια των πράξεών του και τους στόχους-αρχές που τις διέπουν). Και άλλο σημαίνει δικαιολογώ (δηλαδή ότι αποδίδω δίκαιο, ότι έχουν μια δικαιολογητική και αξιολογική βάση οι πράξεις του άλλου). Και άλλο επίσης σημαίνει συμφωνώ και επικροτώ τις ενέργειες του άλλου, πράγμα το οποίο δεν ταυτίζεται με τα δύο προηγούμενα, όπως δεν ταυτίζεται φυσικά η κατανόηση με την δικαιολόγηση. Οι τρεις αυτές στάσεις έχουν τη χρονική σειρά που προανέφερα, εφόσον συνιστούν φυσικά προϋποθέσεις για να κάνει κανείς κριτική και να πάρει θέση όσον αφορά τις ενέργειες, τα λόγια και τις ιδέες κάποιου ή κάποιων, δηλαδή σε ατομικό η συλλογικό-ομαδικό επίπεδο. 
                                                                                                                                                                                

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Οι «σκοτεινές» δυνάμεις της ιστορίας και η ανάγκη αντίστασης



Η άνοδος του ναζισμού στον ελλαδικό χώρο (ο ναζισμός ήταν ο μόνος και πραγματικός νικητής αυτών των εκλογών) δείχνει τις βαθύτερες τάσεις που υποβόσκουν στην κοινωνία. Ο έλληνας βγάζει προς τα έξω μαζικά για άλλη μια φορά τον δεξιό και με βαθιές ρίζες «χαρακτήρα» του, τις ακροδεξιές του πολιτισμικές καταβολές που διαμορφώθηκαν ιστορικά στον ελλαδικό χώρο, παρά τη θεωρούμενη «λαμπρή» αρχαιολογική (ιδεολογική) εικόνα της λογικής, της επιστήμης και της δημοκρατίας. Από την αρχαιότητα το ρεύμα σκέψης που αναπτύχθηκε στις πόλεις κράτη όπως η Αθήνα ή η Σπάρτη, παρά τις διαφορές τους, ήταν έκφραση του τοπικισμού, της απομονωμένης και κατακερματισμένης κοινότητας, των συγγενικών δεσμών, του ανταγωνισμού μεταξύ συγγενικών και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, που εκφράστηκε γλαφυρά στο αίτημα-πρόταγμα «πας μη έλλην βάρβαρος». Η μη αποδοχή δηλαδή του διαφορετικού πολιτισμικά «άλλου», η απαξίωσή του, ο σωβινισμός, η νομιμοποιημένη βαρβαρότητα λόγω «φυλετικής ανωτερότητας». Η λυσσαλέα διαμάχη μεταξύ των ελληνικών πόλεων, η προδοσία (πάντα υπάρχει ένας «Εφιάλτης»), ο ολοκληρωτισμός και η απόλυτη κυριαρχία, η στυγνή επιβολή και τα εγκλήματα πολέμου ενάντια σε αμάχους, η εκδίκηση, η ίντριγκα και η συνωμοσία, η υποκρισία και η πονηριά (το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η παραβίαση ηθικών αρχών και αξιών, αναπτύχθηκε συστηματικά ήδη από εκείνη την παλιά εποχή, π.χ. στο πρόσωπο του Οδυσσέα). Ο έλληνας, λοιπόν θεωρεί ως θετικό χαρακτηριστικό το ότι είναι πανούργος, καταφερτζής, δηλαδή ψεύτης και υποκριτής, δηλαδή ένας εγωιστής που κάνει τα πάντα για να πετύχει και να επιβληθεί στους άλλους.  
Όσο για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ήταν στα μυαλά λίγων ξεχωριστών φωτισμένων μυαλών, που ήταν οι «περίεργοι» της εποχής τους, πολίτες του κόσμου και όχι πατριώτες όπως τους παρουσιάζουν.  Ανοικτά μυαλά, που συγκεντρώνονταν από όλα τα μέρη του κόσμου και είχαν επιρροές από πολλά σημεία και πολιτισμούς και τρόπους σκέψης του τότε γνωστού κόσμου. Αυτές οι ιδέες ποτέ δεν εφαρμόστηκαν πραγματικά στην πράξη, αλλά πάντα με έκπτωση και με συνεχείς προσπάθειες διαστρέβλωσής τους από τις ελίτ. Βέβαια, οι ιδέες αυτές ήταν πρώιμες και για αυτό περιορισμένες και αντιφατικές. Η λογική και η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η ισότητα του πολίτη, η ελευθερία ήταν για λίγους και σε συνθήκες έντονης ταξικής διάρθρωσης και διαχωρισμών. Και τελικά έπαιξε ρόλο υποστήριξης, ενδυνάμωσης και εξέλιξης του ταξικού και εξουσιαστικού συστήματος, συνέβαλε καθοριστικά δηλαδή στον εξωραϊσμό του.
Η Ευρώπη των λαών θέλουν να γίνει Ευρώπη των εθνών. Μια τέτοια Ευρώπη όμως θα ήταν τόπος αλληλοσπαραγμού, εθνικιστικών ανταγωνισμών και πολέμων για επέκταση, επιβολή και κυριαρχία του ανώτερου έθνους πάνω στα άλλα. Γιατί κάθε εθνικιστική-σωβινιστική ιδεολογία, κάθε λαός που εμφορείται από τέτοιες ιδέες γίνεται μια πολεμική-επιθετική μηχανή που δικαιολογεί τον πόλεμο και τους μαζικούς φόνους στο όνομα της «φυσικής επιλογής», δηλαδή της επικράτησης-κυριαρχίας της ισχυρότερης φυλής ή έθνους, ώστε να επέλθει – υποτίθεται – η ισορροπία και η πρόοδος της ανθρωπότητας. Εκτός βέβαια από το ανήθικο του εγχειρήματος, τίθεται και το ζήτημα του ποιος είναι ο ανώτερος, καθαρός-αγνός και ο ικανότερος για να επικρατήσει, ζήτημα που αποδεικνύει και τον παραλογισμό που κρύβεται κάτω από μια τέτοια ιδεολογία. Γιατί όποιος νικά, δεν σημαίνει και ότι είναι ο καλύτερος. Με αυτήν τη «λογική» οι σύμμαχοι που επικράτησαν έναντι των ναζί και των φασιστών ήταν ανώτεροι και ικανότεροι. Άρα θα πρέπει να υποταχτούν οι άνθρωποι στην εξουσία τους (ή και το αντίστροφο: αν νικούσαν οι ναζί, αυτό θα σήμαινε ότι ήταν ανώτεροι, οπότε θα έπρεπε να υπακούν οι άνθρωποι για πάντα σε αυτούς).    
Το μέλλον αυτής της κοινωνίας υπό ένα ναζιστικό καθεστώς, θα ήταν δυσοίωνο και σύντομο. Θα έπεφτε στα νύχια του δικού της κτήνους, των πολέμων και ανταγωνισμών. Σε μια τέτοια ζοφερή προοπτική οι άνθρωποι θα πρέπει να δουν την προοπτική που ανοίγεται μπροστά τους διάπλατα: τον δρόμο για την αναρχία και την οριστική κατάργηση της εξουσίας και κυριαρχίας-ιεραρχίας.  
Ο εθνικισμός και ο αντισημιτισμός είναι η μήτρα (και ο προθάλαμος) του ναζισμού
Η άνοδος του νεοναζιστικού μορφώματος-ρεύματος στον ελλαδικό χώρο έχει ανοίξει και τη συζήτηση περί του αν οι ψηφοφόροι του είναι ναζί ή αγανακτισμένοι ή απλά παραπλανημένοι. Επίσης η απάντηση των ναζιστών είναι ότι «είμαστε έλληνες εθνικιστές». Η συζήτηση αυτή εκφράζει μια σύγχυση που οφείλεται σε μια γλωσσική ασάφεια και παρερμηνεία. Ο ναζισμός ή ο φασισμός εκφράστηκε ιστορικά με συγκεκριμένο τρόπο και μορφή στην Ευρώπη, με τα γνωστά ιστορικά γεγονότα. Παράλληλα είχε ιδεολογικούς οπαδούς και συμπαθούντες σε πολλές χώρες, με κυριότερη τη Γαλλία (η οποία έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία της Ευρώπης), όπου η άνοδος του αντισημιτισμού προετοίμασε το έδαφος για τον ναζισμό. Οπωσδήποτε υπήρξε αντίγραφό τους και στον ελλαδικό χώρο, με όχι αμελητέα δύναμη και κοινωνική και πολιτική απήχηση. Μετά την πτώση του Μεταξά και το τέλος του Β παγκόσμιου πολέμου το φασιστικό κίνημα εξασθένησε αλλά δεν εξαφανίστηκε εντελώς από την ελληνική κοινωνία. Αυτό σε συνδυασμό με την έντονα δεξιά ταυτότητα-χαρακτήρα (για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους) της ελληνικής κοινωνίας, τον εθνικισμό, τον σωβινισμό και την πατριωτική ρητορική όλων των πολιτικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την ιδεολογική ηγεμονία του εθνικισμού-πατριωτισμού στην ελληνική κοινωνία και πολιτική σκηνή. Η δε ακροδεξιά (και με ναζιστικό προσανατολισμό) υπέβοσκε και υπέφωσκε πάντα στον κοινωνικό ιστό και στις παρακρατικές-παραπολιτικές παραφυάδες του πολιτικού συστήματος.
Αυτό που διαφεύγει από τις συζητήσεις και τις αναλύσεις (εκτός εξαιρέσεων) για την ταυτότητα των  ψηφοφόρων είναι το γεγονός ότι ο ναζισμός ουσιαστικά είναι εθνικισμός-πατριωτισμός: ακραίος, φυλετικός, πολεμικός, σωβινιστικός και μισαλλόδοξος μεν, δεν παύει όμως να πρόκειται για εθνικισμό-πατριωτισμό δε. Επομένως το ότι κάποιοι ψηφοφόροι αλλά και τα ίδια τα στελέχη της νεοναζιστικής οργάνωσης αυτοπροσδιορίζονται ως «εθνικιστές και πατριώτες» δεν θα έπρεπε να μπερδεύει καθόλου. Δεν μπορεί να αρνείται κανείς σε κάποιον να αυτοπροσδιοριστεί όπως θέλει, αρκεί να καταδεικνύεται τι σημαίνει αυτή η ταυτότητα που επικαλείται. Επομένως ο εθνικισμός-πατριωτισμός είναι η αναγκαία προϋπόθεση για το πέρασμα στον ναζισμό-φασισμό. Και στην Ελλάδα, όπως όμως και στη Γαλλία (χώρες με πολλά κοινά, ιστορικά και πολιτισμικά), ο εθνικισμός τροφοδοτεί τον φασισμό-ναζισμό. Συνεπώς το φαινόμενο αυτό είναι το μόνο που έχει δυναμική και συνιστά κοινωνικό ρεύμα στον ελλαδικό χώρο. Επομένως η ιδεολογική και θεωρητική πάλη πρέπει να στοχεύει στην ηγεμονία του εθνικισμού-πατριωτισμού στην κοινωνία. Ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, η ξενοφοβία, το μίσος ενάντια στους μετανάστες, αλλά και ο αντισημιτισμός, δεν θα μπορούσαν να ριζώσουν και να αναπτυχθούν αν δεν υπήρχε το πρόσφορο και γόνιμο έδαφος του εθνικισμού, η ανωτερότητα του έθνους και της φυλής, η εξιδανίκευση της πατρίδας ενάντια σε άλλες αξίες όπως του διεθνισμού, της πανανθρώπινης αλληλεγγύης, των οικουμενικών αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης των λαών. Σε έναν κόσμο μάλιστα που στη σημερινή φάση εξέλιξής του ταλανίζεται από παγκόσμια και πλανητικής κλίμακας προβλήματα που μόνο με παγκόσμια συνεργασία και ενότητα των ανθρώπων μπορούν να λυθούν, ο πατριωτισμός και ο τοπικισμός μάλλον εμπόδια προκαλεί στην επίλυση των επειγουσών πλανητικών κρίσεων: οικολογικών, κοινωνικών, οικονομικών, ανθρωπιστικών, επισιτιστικών. «Πατρίδα μου είναι όλη η Γη» υποστήριζε ήδη από πολύ παλιά ο Διογένης, ο οποίος δήλωνε ότι είναι «πολίτης του κόσμου».
Ο σύγχρονος άνθρωπος, οι σύγχρονες κοινωνίες, δεν μπορεί παρά να είναι φορείς του κοσμοπολιτισμού και της πολυπολιτισμικότητας, της ανοχής-σεβασμού στη διαφορετικότητα, της οικουμενικής αλληλεγγύης. Δεν νοείται η έννοια Άνθρωπος όταν υπάρχουν χώρες στον πλανήτη μας που οι κάτοικοί τους υποφέρουν από πολέμους, από τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, από τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες και τις ποικίλες περιβαλλοντικές καταστροφές. Επομένως, μόνο σε μια οικουμενική-πανανθρώπινη και αταξική κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης ο άνθρωπος θα γίνει αυτό που πραγματικά είναι, θα πραγματώσει το νόημα και την ουσία του, θα γίνει άνθρωπος. Μόνο σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον αλληλεγγύης, εξάλειψης των ανισοτήτων, της φτώχειας, της πείνας και των ανταγωνισμών-πολέμων θα υπάρξει διαρκής ειρήνη, ανθρωπιά και κοινωνική αρμονία – όπου άτομο και κοινωνία δεν θα υπάρχει το ένα σε βάρος του άλλου, αλλά θα ταυτίζονται, θα αλληλοσυμπληρώνονται, με έναν τρόπο θα ταυτίζονται. Έτσι, δεν θα νοείται ατομική ελευθερία χωρίς κοινωνική απελευθέρωση και το αντίστροφο.
Η κρίση και η επανάληψη της ιστορίας
Στη Γερμανία του μεσοπολέμου η βαθιά οικονομική καχεξία και η ανέχεια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνοδο και επικράτηση του Χίτλερ. Σήμερα όμως, με δεδομένη την ιστορική εμπειρία και γνώση δεν δικαιολογείται μια επανάληψη της πιο σκοτεινής ίσως πτυχής της ιστορίας. Ακόμη και αν δεν γνωρίζει ο κόσμος ιστορία έχει προσωπική και συλλογική ευθύνη. Το προς ποια κατεύθυνση επιλέγει να λύσει τα προβλήματά του, ή αυτά που θεωρεί προβλήματα, έχει τεράστιο κόστος και καταλυτικό ρόλο για την πορεία της ανθρωπότητας. Επομένως κανείς δεν δικαιολογείται για το πισωγύρισμα της ιστορίας και το κατρακύλισμα της ανθρωπότητας στην άβυσσο της ανοησίας και της καταστροφής. Φυσικά ο φασισμός είναι πιο κοντά στον έκπτωτο και διαστρεβλωμένο από την εξουσία και το ταξικό σύστημα άνθρωπο, τον εγωιστή, ανταγωνιστικό, ανασφαλή και θωρακισμένο ανθρωπάκο, χωρίς πρόσωπο, αυτόνομο εαυτό και αυτοσυνείδηση. Είναι το τέρας μέσα μας. Το κτήνος είναι εδώ, λοιπόν και όλοι πρέπει να φτιάξουμε έναν τοίχο απέναντί του.
Η άλλη επιλογή που έχουν μπροστά τους οι άνθρωποι είναι η ελευθερία της αναρχίας, ως η ενότητα της ανθρωπότητας και όλης της βιόσφαιρας, η κοινωνική και κοσμική συνείδηση, όπου καταλύεται το εγωιστικό άτομο και ο ανθρωποκεντρισμός του. Αυτή είναι και η γνήσια ευθύνη και συνείδηση του πραγματικού οικουμενικού ανθρώπου.
Για να αμβλυνθεί και τελικά να αναιρεθεί ο εθνικισμός χρειάζεται μια άλλη «ταυτότητα», κοσμοπολίτικη, πολυπολιτισμική, οικουμενική, που να ενώνει τους ανθρώπους και να σβήνει τους διαχωρισμούς, που να αναιρεί τον κατακερματισμό της ανθρωπότητας. Μια διεθνιστική ταυτότητα που να εκφράζει τους ανθρώπους, που να καλλιεργεί τη συνείδηση του ευρωπαίου και οικουμενικού πολίτη, που να ικανοποιεί υπαρξιακά και φαντασιακά τον σύγχρονο άνθρωπο, έτσι ώστε να νιώθει οικεία και άνετα στην εικόνα του «παγκόσμιου χωριού», όπου όλη η Γη είναι πατρίδα μας και όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι και με αξιοπρέπεια πολίτες της. Τα προβλήματα και οι λύσεις τους είναι οικουμενικά, παγκόσμια, για αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να γίνει Άνθρωπος, πραγματικός, δηλαδή ουσία και όχι κατακερματισμένη παρουσία, ελεύθερος ως Είναι και όχι φυλακισμένος στο φαίνεσθαι.
Η ελευθερία ως το βαθύτερο (και πραγματικό) νόημα της ιστορίας (ανθρώπινης και φυσικής)*
* Το κείμενο αυτό έχει βασιστεί σε ιδέες του Νώντα Κούκα
Ο αέναος αγώνας του ανθρώπου μέσα στο διάβα της ιστορίας για περισσότερη ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, δεν είναι μια ανακλαστική πράξη αντίδρασης στην καταπίεση, ή δεν είναι μόνο αυτό. Το ότι παλεύει ανά τους αιώνες για μια ζωή ουσιαστική, με αξιοπρέπεια και ανώτερες αξίες, ακόμη και ενάντια στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης-επιβίωσης, φανερώνει μια υπέρτερη ιστορική διεργασία. Η κίνηση της ιστορίας αναζητά τρόπους και δρόμους, μέσα από πισωγυρίσματα, παλινδρομήσεις, ελιγμούς, καταστροφές, ακμή και παρακμή, άνοδος και πτώση της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της, ώστε να εδραιωθεί μια για πάντα η ελευθερία, η ενότητα και ισότητα των ανθρώπων. Η πραγμάτωση του Οικουμενικού Ανθρώπου, της Πανανθρώπινης Οικο-Κοινότητας. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία, ως ευρύτερη δομή που υπερβαίνει τα επιμέρους ιστορικά στοιχεία (και τον ίδιο τον άνθρωπο με την υποκειμενική συνείδησή του) υπο-κινείται από κάποιες νομοτέλειες ή σταθερές που έχουν μια εσωτερική ενδελέχεια (το βαθύτερο, πραγματικό νόημα), έναν «στόχο» ή «τέλος» της ιστορικής διαδικασίας. Όμως όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να τα εννοήσουμε μέσα από μια αυστηρώς ντετερμινιστική σκοπιά, αλλά με μια έννοια προκαθορισμού κάποιων γενικών-καθολικών αναγκαιοτήτων και νομοτελειών, που αφήνουν όμως περιθώριο στην ελεύθερη βούληση και στην αναβάθμιση της ανθρώπινης συνείδησης (ατομικής και συλλογικής). 
Επειδή όμως ιστορία είναι και οι φυσικές διεργασίες που αλληλεπιδρούν με τον ανθρώπινο παράγοντα, το ίδιο νόημα διαπερνά και τη φύση (τον κόσμο): εξέλιξη, σταδιακή αλλαγή ή με άλματα ανατροπή της συνέχειας (ασυνέχεια), καταστροφές και αναγεννήσεις, νέα είδη και εξαφάνιση παλαιότερων, υβριδικές μορφές ζωής, κλιματικές αλλαγές, καταρρεύσεις φυσικών, γεωλογικών, κλιματικών συστημάτων και αναδομήσεις-δημιουργία νέων. Το ανάλογο ισχύει και σε επίπεδο κοσμολογικό: στο επίπεδο των πλανητών, των ηλιακών συστημάτων, των γαλαξιών. Το σταθερό και αναλλοίωτο στοιχείο και στη φύση λοιπόν, είναι η διαρκής απελευθέρωση από παλιότερες μορφές και δομές-συστήματα, η αναβάθμιση της κοσμικής σφαίρας σε ανώτερα και πιο ισορροπημένα (και άρα βιώσιμα) επίπεδα. Οι νόμοι του χάους, της απροσδιοριστίας και της πιθανοκρατίας κυριαρχούν σε αυτές τις διεργασίες και αναδιαρθρώσεις, τόσο στον άνθρωπο (κοινωνία-πολιτισμός) όσο και στη φύση. Τώρα μάλιστα που ζούμε σε εποχές ραγδαίων ανθρωπολογικών αλλαγών, δηλαδή ιστορικών, ζούμε παράλληλα και ραγδαίες ανακατατάξεις στον κόσμο-φύση. Βέβαια, πίσω από τα χαοτικά φαινόμενα υπάρχει πάντα μια σταθερή δομή, μια τάξη. Γεγονός που αποδεικνύει το ότι στην ιστορία και στη φύση η τυχαιότητα είναι φαινομενική, ενώ αυτό που επικρατεί πραγματικά είναι η αναγκαιότητα και η «νομοτέλεια», το νόημα και ο σκοπός-τέλος.
Σε αυτές τις ριζικές και δομικές ανθρωπο-περιβαλλοντικές αλλαγές οφείλονται τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι τεράστιες καταστροφές με δεκάδες ή και εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Αν και για το κατεστημένο της εκκλησίας αίτιο για τη μανία της φύσης είναι οι υποτιθέμενες αφύσικες ή παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, που γι’ αυτό εξάλλου προκαλούν τη μισαλλόδοξη αντίδραση των παπάδων (όπως έκανε ο σέρβος πατριάρχης για την Κοντσίτα). Ο θεός τους βέβαια είναι τόσο μικρός και λίγος, τόσο ανθρώπινος και μικρόψυχος, που δεν συμπεριλαμβάνει στην  αδελφότητα του ανθρώπινου γένους ανάλογες «μη κανονικές» μορφές. Τελευταία μάλιστα επικαλούνται τον θεό ως επιστέγασμα των ιδεών του και οι νεοναζί βουλευτές και στελέχη του τσίγκινου αυγού. Λες και ο θεός (αν υπάρχει) ξεχωρίζει τους ανθρώπους με βάση τις διαφορές τους, πολιτισμικές ή όποιες άλλες. Λες και δεν είναι η συνείδηση αυτό που μετράει για να είσαι άνθρωπος, δηλαδή «συμμετοχικός δημιουργός» της φύσης και της ιστορίας.
Ο ίδιος ο Χριστός, εξάλλου, ήταν πάντα κοντά στους «κολασμένους», στους αμαρτωλούς, τους περιθωριακούς και απόκληρους, γιατί αυτοί, αν προσεγγιστούν κατάλληλα, είναι πιο κοντά στην αγιοσύνη από τους άλλους. Γιατί έχουν υποφέρει, έχουν βιώσει το δράμα της ύπαρξης, την υπαρξιακή αγωνία, την απώλεια της ελευθερίας, έχουν φτάσει στα πιο βαθιά, έσχατα, σκοτεινά σημεία της ύπαρξής τους, προσπαθώντας να βρουν ένα νόημα, το νόημα. Ή έχοντας υποκύψει στα πάθη και στις αδυναμίες τους, στα ελαττώματά τους, τα ξέρουν καλύτερα. Έτσι, αν τους δοθεί η ευκαιρία, η κατανόηση και η αγάπη, η υποστήριξη, μπορούν να «θεωθούν». Άρα, προς τι όλο αυτό το μίσος και η καταδίκη προς τους «διαφορετικούς», τους «μη φυσιολογικούς»; Λες και η φύση είναι κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, και όχι τρόπος θέασης από τη συνείδηση.
Στην ιστορική αναγκαιότητα (και στο βαθύτερο νόημά της) η ανθρώπινη βούληση, συνείδηση και πράξη παίζει έναν σημαντικό ρόλο: επιταχύνει ή επιβραδύνει την ιστορική διαδικασία προς την τελείωσή της. Όταν οι ιδέες, οι σκέψεις, και οι πράξεις των υποκειμένων και των ατομικών και συλλογικών συνειδήσεων αποσκοπούν και τείνουν προς την ελευθερία, προς την αναβάθμιση των συνειδήσεων, τότε η επανάσταση και η απελευθέρωση είναι πολύ κοντά, ήδη είναι μπροστά μας. Όταν όμως οι ανθρώπινες πράξεις και οι συνειδήσεις εμφορούνται από τον εγωισμό, τον ανταγωνισμό, την εξουσία και την επιβολή, τότε ο υπέρτατος στόχος της ελευθερίας-αναρχίας απομακρύνεται και μετατίθεται στο μέλλον. Σε εποχές και συγκυρίες βαθιάς δομικής κρίσης και αλλαγών, ο χρόνος επιταχύνεται και οι εξελίξεις είναι δραματικές και ραγδαίες. Όμως κάποια στιγμή, κομβική, θα γίνει η υπέρβαση της προϊστορίας, το άλμα: θα προκριθεί με μια ακαριαία επιτάχυνση του χρόνου και του ιστορικού γίγνεσθαι η τελείωση της ιστορίας, η έλευση της αναρχίας. Ίσως μάλιστα, η συγκεκριμένη δομική ιστορική κρίση που περνάμε να είναι η διαδικασία που θα προκρίνει και θα ενισχύσει τις πράξεις και τις συνειδήσεις που θα οδηγήσουν στην απελευθέρωση-χειραφέτηση και τελικά στην αναρχία.   

12/7/2014

Δημήτρης Φασόλης