Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ



Κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα και τελετουργίες στην εκπαίδευση

1. Πειθαρχία, ιεραρχικές σχέσεις και οργάνωση της σχολικής τάξης  
Ο σχολικός θεσμός και η εκπαιδευτική διαδικασία –  όπως έχουμε ξαναγράψει – αναπαράγουν ή/και κατασκευάζουν και προωθούν συγκεκριμένα-κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα: συνήθεις, ιδέες, νοοτροπίες, αξίες και συμπεριφορές.
Εξίσου όμως σημαντικό, μαθαίνουν τον άνθρωπο από μικρή ηλικία να ανέχεται και να αποδέχεται ως κάτι φυσικό τη μιζέρια, τον κομφορμισμό, τη στείρα επανάληψη. Να ζει με τη βαρεμάρα, την παθητικότητα, τη μηχανιστική σκέψη, τη μίμηση και την παπαγαλία, να γεμίζει το κεφάλι του με άχρηστες και παρωχημένες γνώσεις.
Συνηθίζει σε μια χωρίς νόημα πειθαρχία, σε ένα πρόγραμμα και τρόπο ζωής που του επιβάλλεται πέρα και πάνω από τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις-ταλέντα του. Είναι τρομερό, για να εκφράσω την προσωπική μου εμπειρία, να βλέπεις κάθε μέρα παιδιά να χασμουριούνται από τη βαρεμάρα, να θέλουν να πηδήξουν τα κάγκελα, να κάνουν τα πάντα για να χάσουν το «μάθημα».
Εθίζεται έτσι το νεαρό άτομο σε μια εξουσιαστική συνθήκη, στα όρια του πειθαναγκασμού ή και του καταναγκασμού. Και φυσικά ούτε λόγος για αυτοπειθαρχία και συμμετοχή των μαθητών στη μαθησιακή διαδικασία και στον τρόπο οργάνωσης της σχολικής ζωής και προγράμματος. Ούτε φυσικά για αξιολόγηση των εκπαιδευτικών από τους ίδιους τους μαθητές και τις μαθήτριές τους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται στον ανταγωνισμό, στη βαθμοθηρία, στην εξατομίκευση-κατακερματισμό σε βάρος της ομαδικότητας και στις άνισες σχέσεις: διαφορά κύρους, αυτοεκτίμησης, ιεραρχία-ανισότητα μεταξύ των μαθητών και με βάση τα μορφωτικά εφόδια από το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό (π.χ. υποβαθμισμένες περιοχές) περιβάλλον.
Η πειθάρχηση στη συμπεριφορά και η υποταγή στο πλαίσιο του εξουσιαστικού αυτού θεσμού, και στις συνακόλουθες σχέσεις και διδακτικές πρακτικές, έρχεται κατά κανόνα σε αντίθεση με το κλίμα ανεκτικότητας-κατανόησης του παιδιού, το οποίο επικρατεί στο εκτός σχολείου κοινωνικό περιβάλλον. Και κυρίως στον άλλο βασικό θεσμό-ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, την οικογένεια. Ο εκδημοκρατισμός της οικογένειας – μερικός και αναποτελεσματικός, εντούτοις –, ως μια αντίδραση στον προηγούμενο αυταρχισμό-συντηρητισμό της πατριαρχικής οικογένειας, συμβαδίζει και επηρεάζεται από το μισερό δημοκρατικό πνεύμα που πλασάρεται από τη διαφήμιση και τα ΜΜΕ (αν και συχνά συνοδευόμενο με ξεσπάσματα ηθικού πανικού γύρω από το «χάσιμο της παιδικής ηλικίας»). Βέβαια, ο σκοπός της διαφήμισης είναι το κέρδος και η αύξηση της κατανάλωσης. Εντούτοις, η αναγκαστική για τις επιχειρήσεις προσήλωση στις «ανάγκες και τις επιθυμίες» του παιδιού δημιουργεί μια συνθήκη προσοχής και επικέντρωσης στην παιδική ηλικία, ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για διεκδικήσεις και απόκτηση ολοένα και περισσότερου χώρου ελευθερίας, που μπορεί να υπερβαίνει κάποτε την καταναλωτική «ελευθερία», εν γένει στρεβλή και προκάτ.
Από αυτό το στοιχείο, σε σχέση με την κατανάλωση και τη διαφήμιση που απευθύνονται στα παιδιά και τους νέους, μπορούμε να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι η (καπιταλιστική) οικονομία και η αγορά είναι σε ορισμένους τομείς πιο μπροστά από γραφειοκρατικούς και δυσκίνητους μηχανισμούς του κράτους, όπως η εκπαίδευση. Γι’ αυτό και η «αγορά» – με την αρωγή των ΜΜΕ – τους υπερφαλαγγίζει όσον αφορά στη διαμόρφωση πολιτισμικών προτύπων, συμπεριφορών και νοοτροπιών. Οπωσδήποτε, το τελευταίο δεν αναιρεί το καίριο ζήτημα της χειραγώγησης, της εργαλειοποίησης και της μετατροπής σε εμπόρευμα του ανθρώπινου όντος, από τους εν λόγω μηχανισμούς.
Η αντίφαση αυτή, λοιπόν, επιτείνει τη δυσλειτουργία και την κρίση του σχολείου, καθώς επίσης την απαξίωσή του από γονείς και μαθητές, αλλά στην πράξη και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Η οποία, εντούτοις, συχνά είναι καλυμμένη μέσα από ιδεολογήματα-εκλογικεύσεις που επινοούν οι τελευταίοι για να απαλύνουν το αίσθημα ευθύνης που έχουν απέναντι στα παιδιά και την κοινωνία. Όπως επίσης την δική τους κόπωση και παραίτηση, αποτελέσματα της παραπάνω απαξίωσης.
Φυσικά, εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα. Όμως, το να επιμείνουμε σε αυτές συνιστά τελικά μια ταυτολογία που δεν βοηθά στην κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος και στην ανάδειξη προοπτικών για ένα ριζικά νέο σχολείο.
Αθήνα, 3/1/2011
Δημήτρης Φασόλης
Θεματική: Ανθρωπολογία και Εκπαίδευση

Κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα και τελετουργίες στην εκπαίδευση

2. Ο ρόλος των τελετουργιών στη μάθηση
Η πειθάρχηση, ο καταναγκασμός και ο εμποτισμός του παιδικού νου με την αστική ιδεολογία – που σημειωτέον είναι μια ψευδαίσθηση για το τι είναι πραγματικότητα – δεν γίνεται αποκλειστικά μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία. Γίνεται πρωτίστως από τον τρόπο οργάνωσης της τάξης και των σχέσεων μεταξύ των μαθητών, καθώς και μεταξύ αυτών και του δασκάλου. Σημαντικότατο, όμως,  ρόλο παίζουν οι ποικίλες τελετουργίες που είναι βασικές για τη σχολική ζωή και είναι φυσικά υποχρεωτικές.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο όρος «τελετουργία», όπως χρησιμοποιείται στις κοινωνικές επιστήμες, έχει διευρυνθεί στη σημασία του, περιλαμβάνοντας οποιαδήποτε ιδιωτική ή δημόσια πράξη με ένα επαναλαμβανόμενο, αυστηρό τυπικό, και όχι αποκλειστικά με μαγικό ή/και θρησκευτικό περιεχόμενο (στο σχολείο, στην εργασία, στο στρατό, στην οικογένεια). Η τελετουργική διαδικασία (επιτέλεση) παράγει και αναπαράγει γνώση και ιδεολογία και μάλιστα πιο αποτελεσματική από κλασικές μαθησιακές πρακτικές, γιατί συμμετέχει ενεργά όλος ο οργανισμός του υποκειμένου: σώμα («ενσώματη» μάθηση), συναίσθημα, μνήμη, λόγος. Είναι δε καταλυτική η διαμορφωτική λειτουργία της στη δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων, στην αίσθηση του «εμείς» (στο πλαίσιο μικρών ομάδων, μειονοτήτων ή ευρύτερων κοινωνικών συνόλων: έθνοτικές ομάδες, έθνη κλπ.).
Με τις τελετουργίες οι μαθητές μαθαίνουν όλα αυτά που δεν διδάσκονται στο μάθημα, όλες τις στρεβλές, ιδεολογικά φορτισμένες, πληροφορίες για το τι είναι «σωστό», δηλαδή κανονικό και αποδεκτό για το σχολικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι συγκεκριμένες συμπεριφορές προσδοκά από τους μαθητές η σχολική εξουσία, τις οποίες επιβραβεύει, ενώ άλλες απορρίπτει και τιμωρεί. Τα στοιχεία που είναι διαφορετικά από τις πολιτισμικές, ιδεολογικές και αξιακές νόρμες του εκπαιδευτικού συστήματος συχνά στιγματίζονται, και οπωσδήποτε περιορίζονται και ελέγχονται. Απώτερος στόχος είναι η ενσωμάτωση του μαθητικού πληθυσμού στα κυρίαρχα πρότυπα-στερεότυπα.   
Η προσευχή
Καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση παίζει η τελετουργία της πρωινής προσευχής, ένα στοιχείο αντιδημοκρατικό και αντίθετο του εκκοσμικευμένου χαρακτήρα της αστικής εκπαίδευσης. Είναι η έκφραση – και έτσι εδραίωση – του ημι-εκκοσμικευμένου, με αρκετά φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά, κρατικού λόγου πάνω στα μυαλά των νεαρών υπηκόων του. Αναπαράγεται έτσι η κυρίαρχη κρατικο-θρησκευτική ιδεολογία του ελληνικού πολιτειακού συστήματος. Μέσα από την επιτέλεση της προσευχής κατασκευάζεται η πεποίθηση και καλλιεργείται ο φόβος προς το «ποίμνιο», ότι η κάθε μέρα και η όποια δραστηριότητα επιβάλλεται να αρχίζουν με τη συγκατάθεση και την επίβλεψη του «Θεού». Η αίσθηση ότι ένα υπερ-ον επιβλέπει από ψηλά «πανοπτικά» τους ανθρώπους, έτοιμο να τιμωρήσει, όπως οι επιτηρητές στη φυλακή, για να θυμηθούμε τον Φουκώ. Μεγαλύτερη σημασία έχει βέβαια εδώ – και πάλι κατά πως λέει ο Φουκώ – η αυτο-επιτήρηση και η αυτο-τιμωρία του ατόμου, η ενοχή και η εθελοντική καταστολή της επιθυμίας και της σκέψης.
 Όσο και αν, από μια αισιόδοξη ματιά, ορισμένοι μπορεί να χαιρόμαστε να βλέπουμε κάποια παιδιά να κοροϊδεύουν, να γελούν ή να συζητούν χωρίς να προσέχουν την ώρα της προσευχής, θα πρέπει να δούμε αν αυτό είναι μια προβολή του παρατηρητή-ερμηνευτή και άρα μια παρερμηνεία. Αρκεί να αναλογιστούμε τα θρησκόληπτα και ρατσιστικά στερεότυπα – σύμφυτα με την άκρως δογματική θρησκευτική ιδεολογία – που αναπαράγουν τα παιδιά στο σχολείο και ιδιαίτερα στο μάθημα των θρησκευτικών. Ενώ παράλληλα υπάρχει σοβαρό έλλειμμα – αν όχι παντελής απουσία– κριτικής σκέψης και αμφισβήτησης. Να πώς μεγαλώνουν και διαμορφώνονται οι μελλοντικοί πειθήνιοι «πολίτες» ή αυταρχικοί και μεγαλομανείς ηγετίσκοι, βουτηγμένοι στο δογματισμό και την μισαλλοδοξία.
Ας περάσουμε τώρα σε μερικές άλλες, εξίσου όμως σημαντικές και αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο καθοριστικές, τελετουργίες στη διαμόρφωση του σύγχρονου, παθητικού και πειθήνιου, κομφορμιστή πολίτη. Στη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε φορέα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας (σημ.: λέμε «επίσημης κρατικής» για να δώσουμε έμφαση στο ότι κάθε καπιταλιστικό κράτος μπορεί να εκφράζει διάφορες παραλλαγές αστικής ιδεολογίας, σύμμεικτης με πτυχές ή κατάλοιπα παλαιότερων και όχι πάντως αμιγώς αστικών καταβολών – στην περίπτωσή μας φονταμενταλιστικών-οριενταλιστικών).
Το κουδούνι
Το πρόγραμμα της διδακτικής διαδικασίας, ορίζει και τον κατακερματισμό του χρόνου και της σχολικής ζωής σε τμήματα που δηλώνονται τελετουργικά (άρα, συμβολικά) από το χτύπημα του κουδουνιού. Η μηχανοποίηση και η κατανομή της μάθησης σε διακριτά μέρη και μάλιστα μέσα από την διάσπαση-εξειδίκευση του γνωστικού αντικειμένου, σε βάρος της ολιστικής γνώσης και διεπιστημονικής προσέγγισης, επικυρώνεται και σημαίνεται μέσα από τα διαλείμματα και τις διδακτικές ώρες. Το διάλειμμα, ως χώρος διαντίδρασης και επικοινωνίας, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την διδακτική ώρα, η οποία κατά κανόνα δεν επιτρέπει την αλληλεπίδραση και τις συμβολικές ανταλλαγές μεταξύ των μαθητών. Έτσι, η αλληλεπίδραση και το επικοινωνιακό πλαίσιο του διαλείμματος υποχρεωτικά πρέπει να σταματούν πάραυτα με την έναρξη του μαθήματος. Διαφορετικά, οι ποινές και οι τιμωρίες είναι στην ευχέρεια του διδάσκοντος-αρχηγού της τάξης (και όχι συνεργάτη των μαθητών). 
Το χτύπημα του κουδουνιού, το οποίο μάλιστα σε πολλά σχολεία είναι πλέον αυτόματα ρυθμισμένο μην αφήνοντας κανένα περιθώριο αυτοδιαχείρισης του χρόνου και της δράσης, είναι το σημαίνον του κατακερματισμού του χρόνου (επιτείνοντας έτσι την παραπλανητική αίσθηση της γραμμικής ροής του χρόνου) και της ζωής του ατόμου. Τελετουργία η οποία επαναλαμβάνεται με παρόμοιο τρόπο στις περισσότερες σφαίρες της ενήλικής ζωής του και κυρίως στο χώρο της εργασίας. Σκοτώνοντας έτσι τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του ανθρώπινου όντος, μέσα από τη μιζέρια της ρουτίνας, τις επαναλαμβανόμενες, ανιαρές και ανούσιες πρακτικές που αλλοτριώνουν το υποκείμενο. Κατακερματισμός όμως συνεπάγεται-σημαίνει περισσότερη ιδεολογικοποίηση της ζωής, των σχέσεων, της αντίληψής μας για την πραγματικότητα, η οποία δεν προσεγγίζεται ως ολότητα, αλλά εκλαμβάνεται ως θραύσματα και κατοπτρισμοί μιας σκιώδους πραγματικότητας. Ένας χρόνος κατατετμημένος, προσαρμοσμένος στο παραγωγικό μοντέλο του καπιταλισμού, συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή του. 
Αθήνα, 8/1/2011
Δημήτρης Φασόλης
Θεματική: Ανθρωπολογία και Εκπαίδευση

3. Συνέχεια στις τελετουργίες στην εκπαίδευση: έπαρση σημαίας και εθνικός ύμνος

Εισερχόμαστε τώρα στην καρδιά του τελετουργικού τυπικού που είναι η έπαρση σημαίας, ο εθνικός ύμνος οι παρελάσεις και οι επετειακές γιορτές. Θα ξεκινήσουμε από τις δύο πρώτες.
Η τελετουργίες της έπαρσης σημαίας και του εθνικού ύμνου έχουν ιδιαίτερη σημασία και επιρροή στα υποκείμενα (εδώ τα παιδιά που φοιτούν στο σχολείο), γιατί ενεργοποιούν το φαντασιακό και τη συμβολική σφαίρα του νου, αλλά πολύ περισσότερο γιατί διεγείρουν έντονα συναισθήματα προβολής και ταύτισης με ένα συλλογικό-φαντασιακό «εμείς». Το συναίσθημα, σε συνδυασμό με τους δύο πρώτους παράγοντες, το συμβολικό και το φαντασιακό, παίζει καταλυτικό ρόλο στην αναπαραγωγή και ενίσχυση της συλλογικής εθνικής ταυτότητας.
Το ίδιο το συναίσθημα, δεν είναι απλά ένα αισθητηριακό ερέθισμα από κάποια εμπειρία, αλλά διαμορφώνεται αφού πρώτα διαμεσολαβείται από τα «συμβολικά μοντέλα» του συναισθήματος, τα οποία καθορίζονται πολιτισμικά. Συνεπώς, καθορίζονται από υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις, ηγεμονικούς λόγους και ιδεολογίες. Πιο συγκεκριμένα, αν νιώσουμε για παράδειγμα πόνο από ένα χτύπημα σε κάποιο σημείο στο σώμα μας, το εν λόγω συναίσθημα εμπεριέχει και μια γνώση για το πώς αισθανόμαστε, η οποία είναι προϋπόθεση για να αντιδράσουμε στο ερέθισμα. Άρα, μεσολαβούν εδώ διαμορφωτικά-μετασχηματιστικά στο βιολογικό ερέθισμα οι «δημόσιες εικόνες» για το συναίσθημα. Και οι πιο πρόσφοροι θεσμοί και πολιτισμικές λειτουργίες για να δημιουργούνται αυτές οι «δημόσιες εικόνες του συναισθήματος», όπως μας λέει ο Clifford Geertz, είναι η τελετουργία, καθώς επίσης ο μύθος και η τέχνη.
Η κυρίαρχη ιδεολογία που αναπαράγεται στην εκπαίδευση είναι αυτή του «έθνους», ως μιας συλλογικής ταυτότητας που ταυτίζεται με την κοινωνία και τους πολίτες και το ίδιο το κράτος, ως πολιτική δύναμη που οργανώνει και διαφυλάττει την κοινωνική τάξη, μέσα από το «έθνος-κράτος». Πρόκειται για τη συμβολική κατασκευή μιας «φαντασιακής κοινότητας», απαραίτητο υπόβαθρο για τη διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων για το τι σημαίνει συλλογικό και κοινωνία, συχνά σε αντίθεση με τους «άλλους» που δεν είναι μέλη (γιατί εξορισμού αποκλείονται) αυτής της εθνικής ομάδας. Έτσι, κατασκευάζεται με πολύ αποτελεσματικό τρόπο η ιδεολογική αντίληψη-εικόνα που αναπαριστά ως ομοιογενές ένα κοινωνικό σύνολο και ως ηθικά-αξιολογικά θετικό ή και ανώτερο την ένταξη στην «κοινή» εθνική ομάδα. Η επανάληψη των τελετουργιών επιβεβαιώνει, εδραιώνει και νομιμοποιεί τα παραπάνω συναισθήματα και έξεις. Η σύνδεσή τους δε με το ευχάριστο και ψυχαγωγικό κλίμα χαλάρωσης που συνοδεύει τις γιορτές και τις αργίες, είναι μια δεόντως αποτελεσματική συμπεριφοριστική μέθοδος (κάτι ανάλογο με τα εξαρτημένα ανακλαστικά του σκύλου του Pavlov) για την αποδοχή και εμπέδωση των εν λόγω τελετουργιών και ιδεολογιών.
Ανάλογη σημασία (εκ του σημαίνοντος, δηλαδή συμβολική) και λειτουργία θα είχε και ένας οποιοσδήποτε «ύμνος» που αναφέρεται σε μια άλλη κοινότητα ή συλλογική ταυτότητα, όπως η σχολική, η τοπική, της τάξης κλπ. Όπως και σύμβολα αντίστοιχα της σημαίας (λογότυπος, σήμα ή σημαία του σχολείου) έχουν την ίδια επίδραση στο φαντασιακό και το θυμικό των ατόμων. Το ζήτημα το οποίο παραμένει και συνδέεται στενά με την ίδια την τελετουργία, είναι ιδεαλιστική (ψευδή) αντίληψη περί ομοιομορφίας της συλλογικής ταυτότητας και της αντιπαραθετικής σύγκρισής της με «άλλες» κοινότητες.
Μέσα από τις τελετουργίες (που έχουν μελετηθεί εντατικά από τους ανθρωπολόγους ιδιαίτερα στην περίπτωση των θρησκευτικών τελετουργικών), εδραιώνεται μια ιδέα και μια τάξη για την πραγματικότητα με τέτοιο (συμβολικό) τρόπο, ώστε να φαντάζει ως μια καθολική αλήθεια, ως απόλυτη πραγματικότητα. Η τελετουργία επενεργεί με ανάλογο τρόπο και στις άλλες πτυχές της συλλογικής ζωής, όπως στο σχολικό περιβάλλον που εξετάζουμε. Μια κυρίαρχη και παντοδύναμη αίσθηση που αντιβαίνει την ίδια την εμπειρία, η οποία αν δεν συμφωνεί με τη δογματική ιδέα που πραγματώνεται μέσα από το τελετουργικό τυπικό, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Όπως λέει ο Geertz, «στην τελετουργία, ο κόσμος όπως τον βιώνουμε και ο κόσμος όπως τον φανταζόμαστε συγχωνεύονται υπό την επίδραση ενός και μοναδικού συνόλου συμβολικών μορφών και εμφανίζονται ως ένας και ο αυτός κόσμος, παράγοντας έτσι αυτόν τον ιδιοσυγκρασιακό μετασχηματισμό της αίσθησης της πραγματικότητας» (Geertz 2003). Έτσι εδραιώνεται παράλληλα η αυθεντία αυτού το οποίο συμβολίζεται μέσω της επιτέλεσης της τυπικής και επαναλαμβανόμενης πράξης, και βέβαια η αυθεντία της ίδιας της εξουσίας και των φυσικών φορέων της.
Οι ποικίλες τελετουργικές πρακτικές διαμορφώνουν την πνευματική συνείδηση ενός λαού. Δίνοντας έναν εναλλακτικό ορισμό, οι σε πλήρη ανάπτυξη τελετές ορίζονται ως «πολιτισμικές επιτελέσεις», δηλαδή πρακτικές όπου εμπεριέχουν ένα σύνολο (σύστημα) συμβολικών, συναισθηματικών, αισθητικών, λεκτικών, κινησιολογικών εκφράσεων και χειρονομιών με σημαίνουσα θέση στο πολιτισμικό κεφάλαιο κάθε κοινωνίας. Συνιστούν δε το «κομβικό σημείο στο οποίο συγκλίνουν όλες αυτές οι ψυχολογικές και εννοιολογικές πλευρές της (συλλογικής) ζωής» (ό.π.:). Τέλος, για τα ίδια τα υποκείμενα, για τις ομάδες και τους ανθρώπους μέλη τους, οι τελετουργίες θεωρούνται ότι εμπεριέχουν όλες αυτές τις πολιτισμικές μορφές και πτυχές της κοινότητάς τους και παράλληλα, ως εμπειρικές εκδηλώσεις που είναι, μπορούν να τις επιδεικνύουν και έτσι να επικοινωνούν τον ίδιο τον πολιτισμό τους σε άτομα που δεν μετέχουν σε αυτόν (στους «άλλους»).
Η τελετουργία εμπεριέχει ως συστατικά της στοιχεία την αίσθηση της εγγενούς υποχρέωσης, την απαίτηση και όχι απλώς ενθάρρυνση, την ευλάβεια, τη συναισθηματική δέσμευση. Η πίστη για τη φύση της πραγματικότητας και η τελετουργία είναι στενά συνυφασμένες (κάνοντας αναγωγή από την ανάλυση του Geertz για τη θρησκεία): συγκεκριμένα η μια επιβεβαιώνει την άλλη. Αν μέσα από την ιδεολογία (όπως η εθνική ταυτότητα) εκφράζεται το ήθος, η στάση και ο τρόπος ζωής σε μια κοινωνία, τότε «το ήθος καθίσταται διανοητικά εύλογο (και άρα εύληπτο), με το να εμφανίζεται ότι αναπαριστά αυτόν τον τρόπο ζωής που συνεπάγεται-απορρέει από την ίδια την πραγματικότητα, όπως περιγράφεται από την κοσμοθεώρηση του κόσμου. Όσο για την κοσμοθεώρηση (ιδεολογία) καθίσταται συναισθηματικά αποδεκτή με το να εμφανίζεται με την εικόνα της ίδιας της πραγματικότητας της οποίας ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής αποτελεί αυθεντική έκφραση» (ό.π.:).
Τελετουργίες σαν αυτές της έπαρσης σημαίας, όπου τραγουδιέται ταυτόχρονα ο εθνικός ύμνος, έχουν έναν υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα που σίγουρα δε συνάδει με το δημοκρατικό φρόνημα, την ελευθερία βούλησης και την κριτική στάση απέναντι στα πράγματα που απορρέουν από τη δημοκρατική συνθήκη. Ισχύει γενικότερα ότι στη σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία οι ηγεμονικές αναπαραστάσεις-λόγοι (εθνική ταυτότητα, κοινή καταγωγή, ομοιογένεια), που γειώνονται πολύ αποτελεσματικά μέσα από τις επιτελεστικές πρακτικές, έχουν εξουσιαστικό-αυταρχικό περιεχόμενο. Έτσι, η δημοκρατία αυτοαναιρείται από αυτή της τη θεμελιακή αντίφαση στους όρους: δημοκρατική ρητορική με αντιδημοκρατικές και δογματικές πρακτικές και συμβολικά περιεχόμενα.
Το όλο τυπικό της επιτελεστικής διαδικασίας είναι χαρακτηριστικό τέτοιων ιδεολογικών καθορισμών και στάσεων: όσο διαρκεί η έπαρση της σημαίας, πρέπει να είναι όλοι όρθιοι, σοβαροί και σε στάση προσοχής, τραγουδώντας ταυτόχρονα τον εθνικό ύμνο. Το τυπικό επιβάλλεται και λεκτικά μέσα από παραγγέλματα: «ανάπαυση!, προσοχή!, σηκωνόμαστε όρθιοι!, ησυχία!» (κάτι που γίνεται και κατά την πρωινή προσευχή!) και άλλα παρόμοια. Η τελετουργία του εθνικού ύμνου επαναλαμβάνεται τυπολατρικά σε κάθε σχολική επετειακή εκδήλωση, ως κλείσιμο της «γιορτής», ακόμη δε και στον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η εθνοκρατική ιδεολογία που εκπέμπεται μέσα από την τελετουργία, σε συνδυασμό με την δυναμική επιρροή της τελευταίας στο θυμικό και στη σκέψη, είναι ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου από τις ιθύνουσες ομάδες, κατά τους κοινωνικούς επιστήμονες. Στο βαθμό που ο μυθοποιητικός λόγος περί εθνικής ταυτότητας και ομοιογένειας εμπεδώνεται μέσω της τελετουργίας στους μετέχοντες, συνεπάγεται ότι εξορισμού κάποιοι «άλλοι» αποκλείονται ως εξωτερικά της φαντασιακής (ψευδεπίγραφης) κοινότητας στοιχεία, ότι δεν μοιράζονται, δεν συμμετέχουν στο κοινό αίσθημα του «ανήκειν». Η αντίληψη της διαφοράς (ετερότητας) προκύπτει αναγκαστικά από την κοσμοθεώρηση για τον τρόπο ζωής και τις αξίες της φαντασιακής κοινότητας (του έθνους), η οποία αναπαράγεται στην τελετουργική διαδικασία (χρήση συμβόλων). Ένα ήθος που θεωρείται και προβάλλεται από τα ίδια τα υποκείμενα ως διαφορετικό και εν δυνάμει ανταγωνιστικό προς το ήθος «άλλων» κοινοτήτων.
Βιβλιογραφία
Clifford Geertz 2003, Η ερμηνεία των πολιτισμών. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Benedict Anderson 1997, Φαντασιακές Κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Αθήνα: Νεφέλη.
Αθήνα 16/1/2011
Δημήτρης Φασόλης
Θεματική: Ανθρωπολογία και Εκπαίδευση

4. Εθνικές επέτειοι, σχολικές τελετουργίες και εθνικισμός

Οι επετειακές γιορτές στο σχολείο, με την κατάθεση στεφάνου  συν παρέλαση, ολοκληρώνουν το τελετουργικό μέρος της σχολικής ζωής. Το τελευταίο είναι και το σημαντικότερο για τη διαμόρφωση της ιδέας της έθνικής (συλλογικής) ταυτότητας στους αυριανούς πολίτες του κράτους. Μια ιδέα και μια συλλογική ταυτότητα που, όπως θα δούμε, είναι ψεύτικες, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα.
Το περιεχόμενο των εθνικών εορτασμών στα σχολεία είναι αποστεωμένο, τυποποιημένο και απαράλλακτο εδώ και δεκαετίες. Ποιήματα και τραγούδια εθνικοπατριωτικού περιεχομένου ως επί το πλείστον, σε μικρότερο ποσοστό προπαγανδιστικά σκετσάκια γύρω από το τρίπτυχο «πατριωτισμός, θυσία, ηρωισμός». Η μυθοποιητική ηρωοποίηση-εξύμνηση προσώπων και «γεγονότων» . Ενώ λείπει οποιαδήποτε κριτική προσέγγιση και τεκμηρίωση των «στοιχείων» και των «γεγονότων» που παρουσιάζονται ως αντικειμενικά. Το κλείσιμο γίνεται πάντα με τον εθνικό ύμνο τον οποίο τραγουδούν όλοι όρθιοι και σε στάση προσοχής.
Την επόμενη μέρα πραγματοποιείται η μαθητική παρέλαση, απαραίτητο συμπλήρωμα της στρατιωτικής. Ένα καθαρά μιλιταριστικό τελετουργικό, κατάλοιπο φασιστικών καθεστώτων, σχετικά με το οποίο η Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία της (αρνητικής) πρωτοτυπίας στην Ευρώπη. Η παρέλαση, καθώς καλλιεργεί έντονο συναισθηματισμό, αναπαριστά αυτήν την υποτιθέμενη ενότητα, την «εθνική» ταυτότητα.  Η παρατακτική (σε σειρές) διάταξη των μαθητών, η ενσωμάτωσή τους στο «σώμα της παρέλασης, εγχαράσσει αυτή τη φαντασιακή κοινότητα ως ιδέα και ενσώματο βίωμα ταυτόχρονα (δηλαδή το σώμα, καθώς σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους έχει τη δική του «σκέψη» και μνήμη, συμμετέχει βιωματικά σε αυτήν την φαντασιακή κατασκευή: η ιδέα της κοινότητας εγγράφεται ανεξίτηλα στο σώμα).
Ο ιδεολογικός-προπαγανδιστικός λόγος των επετειακών σχολικών κειμένων αποκρύβει οποιεσδήποτε διαφορές, αντιθέσεις, συγκρούσεις και εγκλήματα έγιναν στο όνομα της «εθνικής ενότητας». Επιβεβαιώνει έτσι τη φενάκη-πλάνη ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια ομοιογενής ολότητα, ότι δεν είναι άλλη μια ταξική και ιεραρχική κοινωνία ενταγμένη οργανικά στο καπιταλιστικό σύστημα. Συνεκτικό στοιχείο όλης αυτής της ιδεολογικής πλύσης εγκεφάλου, για την επιβολή της (φαντασιακής) εθνικής κοινότητας στα μυαλά των ανθρώπων, είναι ο εθνικισμός.
Εθνικισμός
Η δύναμη του εθνικισμού και των εθνοκεντρικών αντιλήψεων για την ιστορία, τους πολιτισμούς και τις κοινωνίες εξηγείται από την ιδιαίτερη φαντασιακή λειτουργία του. Η ισχύς του όμως αυτή συνυπάρχει με κραυγαλέες αντιφάσεις, οι οποίες ωστόσο αγνοούνται ή αποκρύβονται, κυρίως λόγω του παραπάνω καταλυτικού φαντασιακού περιεχομένου του.
Λέγοντας φαντασιακό περιεχόμενο και λειτουργία, εννοούμε ότι η φαντασιακή κατασκευή του έθνους, ως μιας ιδεατής – δηλαδή μη πραγματικής – κοινότητας λειτουργεί σχεδόν μαγικά για τους ανθρώπους. Η αποτελεσματικότητα και η γενικευμένη εδραίωση-εξάπλωσή του οφείλεται επιπροσθέτως στο ότι παραπέμπει απευθείας σε σημαντικά υπαρξιακά ζητήματα όπως ο θάνατος, ο ρόλος του ανθρώπου στο σύμπαν και την ιστορία, η καταξίωση και υπαρξιακή ολοκλήρωση του υποκειμένου. Είναι φανερό ότι σε αυτούς του τομείς, η εθνικιστική ιδεολογία σχετίζεται και έχει ισχυρές αναλογίες με τη θρησκεία.
Οι αντιφάσεις ή τα παράδοξα που έχουν να κάνουν με την έννοια και τον ορισμό του εθνικισμού, επιτείνοντας έτσι τον προβληματισμό για τη συνθετότητα και την τεράστια-καθολική επιρροή του, είναι τα εξής[1]: α) Ενώ είναι αντικειμενικά μια σύγχρονη ιδεολογία, προϊόν της νεωτερικότητας, ωστόσο θεωρείται από τους οπαδούς της σαν κάτι που ανάγεται στο απώτερο παρελθόν∙ β) αν και σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη  είναι μια καθολική-οικουμενική έννοια, εντούτοις, οι ορισμοί που δίνονται για τον εθνικισμό είναι απογοητευτικά μερικοί και περιοριστικοί∙ γ)τέλος, σε αντίθεση με την πολιτική του ισχύ, ο εθνικισμός χαρακτηρίζεται από «φιλοσοφική φτώχεια και ανακολουθία». Ενδεικτικό δε του τελευταίου είναι ότι «ο εθνικισμός ποτέ δεν παρήγαγε τους δικούς του μεγάλους διανοητές: ούτε Χομπς, ούτε Τοκβίλ, ούτε Μαρξ, ούτε Βέμπερ».[2]  
Από την άλλη, ο εθνικισμός σύμφωνα με τον Τομ Ναιρ είναι μια παθολογία της σύγχρονης αναπτυξιακής ιστορίας, με την έννοια ότι παρουσιάζει ομοιότητες με τη νεύρωση. Πρόκειται για μια ροπή προς τη σχιζοφρένεια η οποία προκύπτει από τα διλήμματα που γεννά το αίσθημα της εγκατάλειψης που εξαπλώνεται στον κόσμο, κάτι ανάλογο με την ανωριμότητα ή παλιμπαιδισμό μιας κοινωνίας.
Από τη στιγμή όμως που θα υιοθετήσουμε μια συστηματική προσέγγιση του εθνικισμού, μέσα από τη λογική ανάλυση, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι κάτι πραγματικό εκεί έξω, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια έννοια. Το εννοιολογικό περιεχόμενο του «έθνους» έχει πολλές αναλογίες με άλλες έννοιες όπως η «συγγένεια» και η «θρησκεία». Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για μια φαντασιακή κοινότητα, με τον ίδιο τρόπο που είναι φαντασιακά συγκροτημένες η συγγένεια και η θρησκεία. Το φαντασιακό εδώ έχει την έννοια ότι η «κοινότητα» και οι σχέσεις μεταξύ των «μελών» της είναι νοητές και όχι πραγματικές. Τα υποκείμενα φαντάζονται ότι υπάρχει μια τέτοια κοινότητα αλλά τα περισσότερα από αυτά ποτέ δεν θα συναντηθούν μεταξύ τους ούτε θα πληροφορηθούν για την ύπαρξή τους. Παρόλα αυτά το καθένα έχει την «αίσθηση του συνανήκειν».
Το έθνος συλλαμβάνεται φαντασιακά ως μια οριοθετημένη κοινότητα, οσοδήποτε μεγάλη και αν είναι αυτή. «Κανένα έθνος δεν φαντάζεται τον εαυτό του να ταυτίζεται με την ανθρωπότητα». Συνεπώς, είναι μια ιδέα που διαχωρίζει τους ανθρώπους και κατανοεί με όρους κατακερματισμού τον κόσμο. Ενώ λοιπόν συμβαίνει αυτό, στο εσωτερικό του το έθνος θεωρείται ότι είναι μια οριζόντια συντροφική σχέση, αγνοώντας και αποκρύβοντας τις ουσιαστικές (ταξικές) σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης που υφίστανται στην κοινότητα. Έτσι, ενώ στο εξωτερικό του διαχωρίζει, στο εσωτερικό ομογενοποιεί, δημιουργώντας μια στρεβλή και παραπλανητική εικόνα της πραγματικότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πιο εμβληματικά σύμβολα του εθνικισμού, το μνημείο του «Άγνωστου Στρατιώτη» συναντάται σε όλα τα κράτη. Όπως δεν είναι τυχαίο το ότι δεν αναγράφεται ποτέ στο μνημείο το όνομα του στρατιώτη, γιατί ακριβώς δεν αναφέρεται σε κάποιον συγκεκριμένο ούτε υπάρχει κανένα λείψανο εκεί. Ούτε βέβαια είναι δυνατό να αναφέρεται η καταγωγή του «πεσόντος», διότι θεωρείται αυτονόητη. Έτσι, αν κάποιος επιχειρούσε να γράψει το όνομα κάποιου στρατιώτη ή αν τοποθετούσε τα λείψανα ενός νεκρού στρατιώτη μέσα στον τάφο-μνημείο, θα προκαλούσε αναστάτωση και οπωσδήποτε θα ακυρωνόταν η λειτουργία και η σημασία του μνημείου. Από τους εύστοχους αυτούς συλλογισμούς του Άντερσον, καταλαβαίνουμε την καταλυτική λειτουργία των συμβόλων, τα οποία έχουν ισχύ μόνο σε φαντασιακό επίπεδο. Αν αποκτήσουν εμπειρικό, δηλαδή υλικό, περιεχόμενο, παύουν να είναι πια σύμβολα. Χάνουν την αίγλη τους και την επιρροή τους στα ανθρώπινα μυαλά.
Η έννοια της πατρίδας
Άρρηκτα συνυφασμένη με την έννοια του έθνους είναι η «πατρίδα» (η άλλη όψη, και πιο ύπουλη, του εθνικισμού). Γιατί; Γιατί το έθνος ως φαντασιακή (μη πραγματική ουσιαστικά) κοινότητα χρειάζεται ένα χώρο για να οριστεί (βλέπε σύνορα). Αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από την «πατρίδα». Η «πατρίδα» εκτός από γεωγραφικός και οροθετημένος χώρος όπου κλείνει και στεγάζει την «κοινότητα» είναι σύμβολο της νοητής συλλογικής ταυτότητας. Ως έκφραση της «κοινής καταγωγής» παραπέμπει στους δεσμούς αίματος και τελικά στη ράτσα ή φυλή. Άρα είναι λόγω άγνοιας ή εκ του πονηρού, όταν η λέξη-έννοια «πατρίδα» διαχωρίζεται από το έθνος. Γιατί τότε μιλάμε για καλυμμένο εθνικισμό. Έθνος, και πολύ περισσότερο έθνος-κράτος, δεν νοείται χωρίς μια πατρίδα. Υπό αυτή την προοπτική, οι δύο αυτοί όροι όσον αφορά στη σημασία τους σχεδόν ταυτίζονται – και πάντως είναι άρρηκτα συσχετισμένες (συσχετιστικές έννοιες) –  και συμβολίζουν μια αφηρημένη και σε τελευταία ανάλυση απατηλή κοινότητα.
Συνεπάγεται ότι μια τέτοια αντίληψη περί κοινότητας και χώρου στηρίζεται αναγκαστικά σε πολλαπλούς διαχωρισμούς: ανάμεσα σε αυτούς που δηλώνουν πατριώτες και σε αυτούς που θεωρούνται απάτριδες, ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους, σε γηγενείς και αλλοδαπούς ή μετανάστες (και όλοι αυτοί οι όροι σε πολλά εισαγωγικά, για να αποφύγουμε να τους θεωρήσουμε ως κάτι πραγματικό και αντικειμενικό). Ειδικότερα οι μετανάστες ορίζονται ακριβώς στη βάση του χώρου («πατρίδα»), γιατί αυτό που έχουν «χάσει» δεν είναι η εθνοτική τους ταυτότητα αλλά ο τόπος πραγμάτωσής της, η πατρίδα. Από αυτήν την αντίληψη πηγάζει και η κρυφο-ρατσιστική αντίληψη ότι είναι καλό για τους μετανάστες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους γιατί εκεί ολοκληρώνονται ως υπάρξεις.
Μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση όμως, θα μας δείξει ότι ο καθένας μας γεννήθηκε σε ένα συγκεκριμένο χώρο (στη συντριπτική πλειονότητα σε ένα μαιευτήριο), μεγάλωσε και έζησε σε ένα περιορισμένο περιβάλλον σε μια γειτονιά στην πόλη ή σε ένα χωριό. Εκεί δέχτηκε τις πρώτες και καθοριστικές (περιβαλλοντικές και πολιτισμικές) δυνάμεις που διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις του, την ψυχολογία του, την προσωπικότητά του, πρωταρχικά από την οικογένειά του. Επηρεάζεται ωστόσο σημαντικά από ευρύτερα περιβάλλοντα και σύνολα: τις συγγενικές σχέσεις, τις φιλικές και σεξουαλικές σχέσεις του, τα δίκτυα ρόλων στη γειτονιά, στο σχολείο, στη δουλειά. Ανήκει σε ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, σε μια κοινωνική τάξη ή στρώμα, σε ένα συγκεκριμένο ταξικό-οικονομικό σύστημα, με δεδομένο καταμερισμό εργασίας, εντάσσεται σε έναν ή περισσότερους επαγγελματικούς-εργασιακούς χώρους. Και όλα αυτά ενταγμένα σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό σύστημα-δομή, εκτεινόμενο από την τοπική έως την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Συνεπώς το άτομο δέχεται ποικίλες και πολύτροπες επιρροές, σε ψυχολογικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο από συγκεκριμένα περιβάλλοντα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, τα οποία επίσης αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και πάνω στα υποκείμενα με επίσης ορισμένους τρόπους (εάν βέβαια περιγραφούν και αναλυθούν συστηματικά). Και όχι από αφηρημένες «κοινότητες» σαν αυτές που συμβολίζουν έννοιες όπως αυτή που εξετάζεται εδώ.
Ιδιαίτερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της εξελιγμένης τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων σε πλανητικό επίπεδο, το κάθε άτομο υπόκειται σε επιδράσεις και δυνάμεις πολύ πέρα και πάνω από αυτό, οι οποίες το υπερβαίνουν και το καθορίζουν. Οπότε η «πατρίδα» και το «έθνος» είναι τα λιγότερο κατάλληλα εργαλεία για να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο. Είναι καταδικασμένο να ζει θωρακισμένο στον μικρόκοσμό του, σε μια φενάκη-αυταπάτη που νομίζει ότι είναι πραγματικότητα. Και αυτό διότι πρόκειται για γενικόλογες και πολύσημες έννοιες που προκαλούν σύγχυση και εξαπατούν τη συνείδηση. Σε αντίθεση με τα συγκεκριμένα μικρο- και μακρο-περιβάλλοντα που εντάσσονται σε μια ευρύτερη δομή.
Επίλογος
Κλείνοντας την ενότητα για τις τελετουργίες στην εκπαίδευση, σαν κατακλείδα θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι το σχολείο (εδώ αναφερθήκαμε κυρίως στα τεκτενόμενα στις δύο πρώτες βαθμίδες του), όχι μόνο με την παρωχημένη και ιδεολογικοποιημένη γνώση του, αλλά και πρωταρχικά μέσα των τελετουργικών πρακτικών που επιβάλλει στους μαθητές, καλλιεργεί και αναπαράγει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Βασικό στοιχείο αυτής είναι η φαντασιακή (επίπλαστη) κοινότητα του έθνους, πάνω στην οποία στηρίζεται το οικοδόμημα του εθνικισμού. Ωστόσο και ολόκληρη η καθημερινή ζωή μας διαμορφώνεται και καθορίζεται από ποικίλους θεσμούς και τελετουργικές διαδικασίες που δημιουργούν αυτή την φευγαλέα, θολή και απατηλή αίσθηση που ως υπο-κείμενα (με την έννοια του ότι υπό-κεινται σε καταστάσεις και συνθήκες που τα καθορίζουν) αποδεχόμαστε ως την πραγματικότητα.
Αθήνα 10/2/2011
Δημήτρης Φασόλης
Θεματική: Ανθρωπολογία και Εκπαίδευση
Το κείμενο έχει ξαναδημοσιευτεί στο μπλογκ: http://www.amesoslogoskaidrasi2.blogspot.com/