Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αυταρχικός και πειστικός λόγος




Η συνείδηση του υποκειμένου, η ίδια η ιδεολογία του, συνδιαμορφώνει και συνδιαμορφώνεται από τους λόγους του «άλλου», διαμεσολαβείται δηλαδή από την γλώσσα, η οποία είναι φορέας ιδεολογίας, κοσμοθεώρησης. Οι «λόγοι των άλλων» συνδιαλέγονται με τον λόγο (ή τους λόγους) του εκάστοτε ατόμου, μέσα στον πολυγλωσσισμό και τις ποικίλες ιδεολογικές-κοινωνιολογικές αποχρώσεις του, όπως λέει ο Μπαχτίν[1]. Επιδιώκουν να καθορίζουν τον τρόπο σκέψης και στάσης μας απέναντι στον κόσμο, τους τρόπους συμπεριφοράς μας. Οι «ξένοι λόγοι» μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: στον «αυταρχικό»-εξωτερικό λόγο και στον «εσωτερικά πειστικό» λόγο, κατά Μπαχτίν. Ο πρώτος χαρακτηρίζει τους εξουσιαστικούς λόγους, όπως θρησκευτικό, πολιτικό, ηθικό, του πατέρα, των ενηλίκων, των εκπαιδευτικών κλπ, ενώ ο δεύτερος είναι «εσωτερικά πειστικός για τη συνείδηση». Ο εσωτερικά πειστικός λόγος είναι συχνά «παραγκωνισμένος από την κοινή γνώμη, την επίσημη επιστήμη και κριτική, ενώ συχνά στερείται και νομιμότητας». Ενίοτε οι δύο κατηγορίες λόγων μπορούν να ενωθούν σε έναν, αλλά αυτό δεν διαρκεί για πολύ. Οι συγκρούσεις του αυταρχικού και του πειστικού λόγου (λόγων) επηρεάζουν σημαντικά και διαμορφώνουν την ατομική ιδεολογική συνείδηση. 
«Ο αυταρχικός λόγος απαιτεί από εμάς να αναγνωρισθεί και να αφομοιωθεί. Επιβάλλεται στα άτομα, ανεξάρτητα από το βαθμό εσωτερικής πειστικότητας που αυτός έχει». Ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο μας πείθει για την αλήθεια του. Επίσης έχει άμεση σε σχέση με την αυθεντία και με ένα ιεραρχικό περιβάλλον με ιεραρχικές-εξουσιαστικές σχέσεις. Θεωρείται ότι προέρχεται από το παρελθόν, ένα αυταρχικά δομημένο παρελθόν, ότι έχει να κάνει με τον «λόγο των πατέρων», δηλαδή με την παράδοση. Ο αυταρχικός λόγος εξ ορισμού δεν αφήνει περιθώρια επιλογής και κριτικής, θεωρείται «αυθεντικός», ότι ανήκει σε μια «υψηλή» σφαίρα και όχι στην οικεία καθημερινή σφαίρα της ανθρώπινης επαφής. Είναι «ιερός», γι’ αυτό η γλώσσα του είναι ειδική και εξεζητημένη, έχει συνεπώς άμεση αναφορά στο Ταμπού, στο «Όνομα που δεν πρέπει να επικαλούμαστε επί ματαίω». Τέλος, πρόκειται για έναν λόγο παγωμένο και στατικό, που δεν ανέχεται ερμηνευτικές αλλοιώσεις ή μετατοπίσεις των εννοιών του, αφού μόνο αυτός μπορεί να καθορίζει το περιεχόμενο-σημασία και το νόημα των λεγομένων του. Έτσι, είναι ένας λόγος περατωμένος, κλειστός, μονοσήμαντος, με αναφορά στο «γράμμα του νόμου», όποιος και να είναι αυτός ο νόμος, τη μία και παγκόσμια αλήθεια, τη μία και μόνη επίσημη εκδοχή, στο βαθμό που είναι αυθεντία-εξουσία που επιβάλλεται. Και, παρόλο που είναι λόγος ενός «άλλου», αποκλείει όλους τους άλλους λόγους.
Το αντίθετο συμβαίνει με τον πειστικό λόγο. Ο «εσωτερικά πειστικός λόγος» είναι παράλληλα και ένας εσωτερικός λόγος, με την έννοια ότι μας πείθει χωρίς επιβολή και εξουσία, γιατί συνταιριάζει και συντονίζεται με τον εσώτερο εαυτό-συνείδησή μας, με τη διαίσθηση και την αντίληψη-νοοτροπία μας, με την εσωτερική «φωνή» μας που μας λέει σαν πυξίδα τι είναι σωστό και τι όχι να κάνουμε, με τη στάση, την κοσμοθεωρία και τη φιλοσοφία ζωής μας. Αφομοιώνεται θετικά από το υποκείμενο και συμπλέκεται στενά με τον «δικό του λόγο». Στη ροή της ιστορίας της ατομικής συνείδησης, ο εσωτερικά πειστικός λόγος του «άλλου» είναι μισο-δικός μας και μισο-ξένος, ταυτόχρονα. Δεν είναι στατικός και παθητικός, αντίθετα: ξυπνά μέσα μας τον νέο, εσωτερικό αυτόνομο λόγο μας, και «οργανώνει εκ των ένδον τις λέξεις» και τις ιδέες μας. Δεν παραμένει δηλαδή σε κατάσταση «απομόνωσης και ακινησίας». Και αυτό όχι μόνο γιατί ερμηνεύεται από εμάς, αλλά και γιατί αναπτύσσεται συνεχώς προσαρμοζόμενος στο νέο υλικό: το εσωτερικό δικό μας αλλά και στην εξωτερική πραγματικότητα που εξελίσσεται συνεχώς, μαζί με τη συνείδησή μας, σε ένα αέναο γίγνεσθαι. Φωτίζεται συνεχώς από νέες καταστάσεις, νέα δεδομένα και συμφραζόμενα. Ενώ έρχεται και σε διάλογο, σε μια «έντονη και αμοιβαία διαπάλη με άλλους πειστικούς λόγους» – άρα δεν είναι ένας δογματικός, αυταρχικός και κλειστός λόγος-αυθεντία.
Το ιδεολογικό μας γίγνεσθαι συνιστά μια συνεχή διαπάλη μέσα μας ανάμεσα σε διάφορες λεκτικές-γλωσσικές και ιδεολογικές οπτικές, προσεγγίσεις, στοχεύσεις-προθέσεις, αποτιμήσεις-αξιολογήσεις. Η «σημασιοδοτική δομή του πειστικού λόγου δεν τελειώνει, δεν είναι κλειστή· παραμένει ανοικτή σε νέα ιδεολογικά συμφραζόμενα και σε νέες σημασιοδοτικές δυνατότητες». Ο εσωτερικός πειστικός λόγος είναι ένας σύγχρονος λόγος – όχι παραδοσιακός και παρωχημένος. «Γεννιέται σε μια ζώνη επαφής με ένα ημιτελές παρόν ή γενόμενος σύγχρονος. Απευθύνεται σε έναν σύγχρονο αλλά και σε έναν απόγονο σαν να ήταν σύγχρονος». Αγγίζει δηλαδή τόσο το παρόν όσο και το μέλλον, και ίσως να έχει μεγαλύτερη συνάφεια με το μέλλον. Η ιδιαίτερη αντιληπτική σύλληψη και ερμηνεία του υποκειμένου-ακροατή-αναγνώστη είναι συστατικό στοιχείο του πειστικού-αντιαυταρχικού λόγου. Είναι στενά δεμένος και συνυφασμένος με κάθε ιδιότυπη σύλληψη του υποκειμένου, του «αντιληπτικού του βάθους, μια ορισμένη δόση ευθύνης και μια ορισμένη, σαφή απόστασή του» από αυτόν τον λόγο. Ο εσωτερικός πειστικός λόγος είναι ανοικτός, ημιτελής στην έννοια και στο νόημά του, εξελίσσεται ως «ξένος» λόγος του «άλλου», παράλληλα και σε αλληλεπίδραση-αλληλεξάρτηση με τον «δικό μας» εσωτερικό λόγο, σε μια διαλογική σχέση μεταξύ τους. «Ο πειστικός λόγος δεν μας μαθαίνει ποτέ άπαξ όσα μπορεί να μας μάθει». Τον εντάσσουμε σε νέα συμφραζόμενα, τον εφαρμόζουμε σε καινούριο υλικό της συνείδησής μας (και της πραγματικότητας που κεντρίζει τη συνείδησή μας), με νέες οπτικές γωνίες, για να δώσουμε νέες απαντήσεις, νέες διασαφήσεις ως προς το νόημά του, και να δημιουργήσουμε τις δικές μας λέξεις. Γιατί ο πειστικός λόγος του άλλου προκαλεί και γεννά απαντήσεις από τη μεριά μας κι έτσι δημιουργείται διαλογικά ο δικός μας λόγος – και άρα ο εαυτός μας. Συνεπώς εξελίσσεται διαρκώς μαζί μας.   
Από τα παραπάνω μπορούμε να συναγάγουμε ότι ο εσωτερικός πειστικός λόγος προσιδιάζει στον επαναστατικό λόγο ή, καλύτερα, χαρακτηρίζει τον γνήσιο επαναστατικό λόγο. Γιατί ο τελευταίος δεν επιβάλλεται ως αυθεντία και εξουσία, δεν καλοπιάνει  το «κοινό» του, αλλά απευθύνεται στην εσωτερική χορδή του καθενός, και φυσικά πρώτα απ’ όλα των καταπιεσμένων και των κολασμένων του καπιταλιστικού-εξουσιαστικού συστήματος. Ο εσωτερικά πειστικός επαναστατικός λόγος, ανακαλύπτει βαθιά χαμένα μέσα μας μονοπάτια, τα φέρνει στην επιφάνεια, τα πλαταίνει και τα ανοίγει στο καινούριο, στο μέλλον. Ο πειστικός λόγος δεν μας επιβάλλεται, δεν μας εξαναγκάζει να τον δεχτούμε, το ίδιο και ο γνήσια επαναστατικός λόγος. Γιατί αναπτύσσεται-εξελίσσεται μαζί μας, τον συνδιαμορφώνουμε και έχουμε τη δυνατότητα να τον απορρίψουμε, γιατί δεν μας εξουσιάζει. Αγγίζει τις ευαίσθητες εσωτερικές χορδές της ύπαρξής μας, τα βιώματά μας και αν θέλουμε γίνεται δικός μας, όχι ένας εξωτερικός λόγος εξουσίας-αυθεντίας. Μας αλλάζει και τον αλλάζουμε.
Και τελικά ένας εσωτερικός πειστικός λόγος, δεν μπορεί να είναι ξύλινος, στερεότυπος, ελιτίστικος αλλά ούτε και λαϊκίστικος, δογματικός και αντιδιαλογικός-αντιδιαλεκτικός, κλειστός, κοινότοπος, ταυτολογικός και συνθηματικός, εσωστρεφής και αυτοαναφορικός. Και οπωσδήποτε πιο πολύ πείθει με την πράξη του, με το παράδειγμα και τη στάση ζωής του φορέα του. 
3/8/2014
Δημήτρης Φασόλης  



[1] Μιχαήλ Μπαχτίν 1980. Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, Αθήνα, εκδόσεις Πλέθρον.