Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

I.  ΕΙΣΑΓΩΓΗ
     Όταν μελετάμε τα συγγενειακά συστήματα και τις σχέσεις στον ελλαδικό χώρο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτά εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου και πιο συγκεκριμένα στο ευρωπαϊκό τμήμα της. Οι περισσότερες εθνογραφικές έρευνες και θεωρητικές προσεγγίσεις συγκλίνουν στο ότι ο μεσογειακός χώρος παρουσιάζει κάποιες ιδιαίτερες αναπτύξεις των συγγενειακών δομών και σχέσεων σε σχέση με την Ανατολή ή την Αφρική. Κάποιοι ερευνητές τονίζουν περισσότερο τις διαφορές ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αφρικανική πλευρά της Μεσογείου, δίνοντας έμφαση στο ρόλο των ομάδων καταγωγής στις ενδογαμικές σχέσεις και στην πολυγυνία. Άλλοι εμμένουν περισσότερο στον κοινό ρόλο της προίκας, στη διαπίστωση ότι υπάρχουν στοιχεία αμφιπλευρικότητας μέσα στη μονογραμμική καταγωγή και στα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι έννοιες της τιμής και της ντροπής σε όλη την περιοχή της Μεσογείου. Οι διαφορές αυτές στα συγγενειακά συστήματα συνδέονται με τις διαφορές στα συστήματα παραγωγής σύμφωνα με την διαπίστωση του Jack Goody. Γεγονός το οποίο οφείλεται στο ότι μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι αλλαγές στον οικιακό χώρο ακολουθούν αποκλίνουσες πορείες στις δύο πλευρές της Μεσογείου. {G. Goody: 1983, 7}

Τα κύρια χαρακτηριστικά της συγγένειας που διαφοροποιούν τον Ευρωπαϊκό χώρο από αυτόν της Ανατολής θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως εξής:

Στο ανατολικό σύστημα παρατηρούμε την αυστηρά πατρογραμμική καταγωγή, τη χαλαρή σχέση του ζευγαριού εξαιτίας της πατρογραμμικής καταγωγής, της πολυγυνίας και της συχνότητας χωρισμού του ζεύγους. Οι ομάδες καταγωγής με βάση ένα κοινό πρόγονο, όπου οι συγγενείς συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης, ασκούν σημαντική επιρροή σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Η ομάδα καταγωγής παρουσιάζει ενδογαμικές τάσεις με προτιμητέα πρακτική το γάμο με την κόρη του πατροπλευρικού θείου. Η θέση των γυναικών τέλος καθορίζεται μέσα από τον αυστηρό διαχωρισμό των φύλων και τον αποκλεισμό τους από τη δημόσια σφαίρα.

Στο δυτικό συγγενειακό σύστημα επικρατεί το δίγραμμο ή αμφιπλευρικό σύστημα καταγωγής** όπου εξέχουσα θέση κατέχει η μητρική οικογένεια και οι γαμήλιες ανταλλαγές (συμμαχίες). Το ζευγάρι είναι το βασικό κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης εξαιτίας της αμφιπλευρικότητας, της μονογαμίας και της ισχνής συνοχής μεταξύ των συγγενών που εκτείνονται πέρα από ένα στενό κύκλο. Επίσης δεν συναντάμε εδώ ομάδες καταγωγής με βάση ένα κοινό πρόγονο (line age). Όσον αφορά τις γαμήλιες πρακτικές επικρατεί η εξωγαμία. Μέσα από την ανταλλαγή γυναικών κυκλοφορούν εμπορεύματα και μεταβιβάζεται και η τιμή. Η γυναίκα στο δυτικό σύστημα εμφανίζεται ικανή να παίξει ένα δημόσιο ρόλο και να έχει πολιτική εξουσία {ο.π.: 11}.

II. Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Η παρουσίαση των εθνογραφικών στοιχείων που συλλέξαμε στην έρευνά μας και αφορούν το χωριό Άγρα της Λέσβου θα ήταν ανεπαρκής αν γινόταν έξω από το γενικότερο πλαίσιο ανθρωπολογικού στοχασμού και συσσωρευμένης γνώσης πάνω στο πεδίο που αφορά την συγγένεια στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, κρίναμε σκόπιμο η παρουσίαση του εθνογραφικού υλικού να γίνει μέσα από την αλληλοσχέτισή του με άλλες εθνογραφικές εργασίες για την συγγένεια σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σύντομη ανασκόπηση κάποιων – κατά τη γνώμη μας – αντιπροσωπευτικών έργων, τα οποία συμβάλλουν στην βαθύτερη και επαρκέστερη κατανόηση του αντικειμένου.

Η εθνογραφική έρευνα σχετικά με την συγγένεια στον ελλαδικό χώρο έχει αποσαφηνίσει ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά τα οποία απαντούν σε πολλές περιοχές και μπορούμε να πούμε ότι συγκροτούν ένα σύστημα. Το βασικό κύτταρο είναι η πυρηνική οικογένεια η οποία συνδέεται με τις αξίες της τιμής και της ενότητας – αλληλεγγύης. Η συμβολική λειτουργία των παραπάνω εννοιών είναι καταλυτική στη συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας η οποία εκφράζει την κοινότητα, την παραδοσιακή δομή της ελληνικής επαρχίας. Η ζωή και η περιουσία κάθε νοικοκυριού θεωρούνται ως μια αδιάσπαστη ενότητα, στην οποία  δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθούν άλλες οικογένειες, ανεξάρτητα από το βαθμό συγγένειάς τους. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η οικογένεια – το ζευγάρι συνιστά τη στοιχειώδη μορφή της – προσδιορίζεται από μια συνθήκη αυτονομίας , αυτάρκειας και προώθησης του στενού – οικιακού συμφέροντος. Η οικογενειακή ζωή οργανώνεται μέσα σε ένα περιβάλλον όπου και οι άλλες οικογένειες επιδιώκουν το ιδιωτικό συμφέρον και αποτελούν δυνάμει απειλή η μια για την άλλη. Έτσι η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ των νοικοκυριών είναι αναγκαία για την επιβίωση και την επίτευξη της επιτυχίας και της καταξίωσης, ως απώτερων στόχων, εντούτοις δεν υπερισχύουν του στενού οικογενειακού συμφέροντος. {Margarete E. Kenna, 1976: 348}.

Η ζωή της κοινότητας συνίσταται σε ένα ιστό σχέσεων και ανταλλαγών μεταξύ πυρηνικών σχετικά αυτόνομων οικογενειών οι οποίες καθορίζουν εν πολλοίς τα όρια δράσης των ατόμων και τις σημαντικότερες πτυχές της ζωής τους. Η τιμή του άντρα αξιολογείται με βάση το αν είναι εξαρτημένος από κάποιον άλλο. Η θέση του γενικά μέσα στην κοινωνία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις δικές του πράξεις, όπως επίσης εξαρτάται και από τη συμπεριφορά και την εκτίμηση των άλλων οικογενειών της κοινότητας. Στα πλαίσια της αμφιπλευρικότητας το νέο νοικοκυριό που γεννιέται από το γάμο είναι μια ανεξάρτητη μονάδα, αλλά ταυτόχρονα εμπλέκεται στο πλέγμα σχέσεων που απορρέουν από το σόι του καθενός μέλους. Οι δεσμοί με τους συγγενείς και από τις δύο πλευρές του ζευγαριού αφορούν παράλληλα οικονομικές σχέσεις αλλά και στηρίζουν δημόσια το κύρος και την τιμή της οικογένειας. Συνιστούν ένα πεδίο κριτικής και ένα σημείο αναφοράς προς σύγκριση και αξιολόγηση των επιτυχιών και της πορείας της οικογένειας. Καθορίζουν τα κριτήρια επιλογής του (της) συζύγου. Κάθε νέα οικογένεια μπορεί να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τη μία ή την άλλη πλευρά των συγγενών ή και τις δύο, ανεξάρτητα από το πόσο κοντινοί ή μακρινοί είναι μεταξύ τους.

Βασικό κριτήριο στην επιλογή του ζευγαριού είναι το οικονομικό – ιδιωτικό συμφέρον. Όσον αφορά την προίκα η νύφη συνήθως προσφέρει το σπίτι που θα μείνουν οι νιόπαντροι και, αν αυτό είναι δυνατόν, προσφέρει κάποια ζώα ή γη. Σε πολλά νησιά η εγκατάσταση είναι μητροτοπική – νεοτοπική. Στην ορεινή ενδοχώρα είναι κατά κύριο λόγο πατροτοπική.

Ο βασικός στόχος κάθε νοικοκυριού είναι να γίνει ανεξάρτητο και αυτάρκες οικονομικά,. Στη βάση αυτή δομείται μια αντιφατική σχέση η οποία χαρακτηρίζει τη ζωή της οικογένειας και όλης της κοινότητας: για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος της ανεξαρτησίας – αυτάρκειας το νοικοκυριό πρέπει να ενσωματωθεί σε ένα σύστημα σχέσεων εξάρτησης που ρυθμίζονται από νόρμες υποχρεώσεων και οφειλών. {ο.π.: 349 – 50}

Η δουλειά του John Campbell για τους Σαρακατσάνους στα Ζαγοροχώρια, μας παρουσιάζει ένα επίσης τυπικό παράδειγμα μεσογειακού αμφιπλευρικού συστήματος το οποίο επικρατεί στην Ελλάδα.

Στην συγκεκριμένη μελέτη, λοιπόν, αναφέρεται ότι μια βασική συγγενειακή ομάδα είναι το σόι, το οποίο περιλαμβάνει τους αιματοσυγγενείς οι οποίοι ορίζονται μέσα από κοινωνικά κριτήρια και σκοπούς. Διαπιστώνουμε ότι μέλη του σογιού θεωρούνται οι συγγενείς έως το βαθμό του δεύτερου εξάδελφου από την πλευρά τόσο του πατέρα όσο και της μητέρας. Έτσι, για παράδειγμα, τα παιδιά των δευτεροξαδέλφων ή τα εγγόνια των πρωτοξαδέλφων και τα δισέγγονα των αδελφών ενός προσώπου δεν αναγνωρίζονται ως μέλη του σογιού. Στην πορεία της ζωής του, κάποιο πρόσωπο, μέσα από τα σημαντικά γεγονότα του γάμου του και τη γέννηση των παιδιών του και από τη στιγμή που θα παντρευτούν τα παιδιά και θα κάνουν εγγόνια, αφιερώνεται στους άμεσους συγγενείς του αποκλείοντας του πλάγιους.

Η οικογένεια στους Σαρακατσάνους δεν είναι μόνο ένα είδος οικιακού συνεταιρισμού ατόμων με αμοιβαία συναισθήματα και δεσμούς στη βάση της αιματοσυγγένειας. Ταυτόχρονα είναι και μια συνεργατική (οικονομική) ομάδα με κοινή κατοχή όλης της περιουσίας, όπου ο αρχηγός της οικογένειας είναι ο διαχειριστής και όχι ο ιδιοκτήτης. Η οικογένεια, από οικονομική άποψη, αγωνίζεται να γίνει αυτάρκης, καταμερίζοντας την εργασία στα μέλη της. Το άτομο στη δουλειά του και στη συμπεριφορά του αφιερώνεται στην οικογένειά του, της οποίας το κύρος και η εκτίμηση για την τιμή συνιστούν τα πρωταρχικά ενδιαφέροντά του. {J. Campbell, [1964] 1974: 36 – 37} Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά απαντούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως και αυτά που θα παρουσιάσουμε αμέσως παρακάτω.

Η οικογένεια αποτελεί το κέντρο του κόσμου για τα μέλη της, όπου εκεί βρίσκουν υποστήριξη, συναισθηματική ανταπόκριση και μια ηθική βάση που προσανατολίζει το άτομο στη ζωή του. Πέρα όμως από αυτά τα όρια, το περιβάλλον φορτίζεται με τις έννοιες της εχθρότητας και της δυσπιστίας. Μέσα από την προοπτική της συγγένειας η κοινότητα διαιρείται σε δύο μέρη: σε αυτούς που είναι οι «δικοί μας» και σε αυτούς που είναι «ξένοι». Οι σχέσεις εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και αλτρουισμού αφορούν κατά κύριο λόγο τους συγγενείς. Δεσμοί και συμμαχίες αναπτύσσονται με το ευρύτερο περιβάλλον της κοινότητας για λόγους οικονομικής αυτάρκειας και επιβίωσης, κυρίως μέσω του γάμου ή της κουμπαριάς.

Η συγγένεια είναι αμφιπλευρική στους Σαρακατσάνους, με μια ιδιαίτερη έννοια, με στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα συγγενειακά συστήματα και σε άλλες κοινότητες της ελληνικής επαρχίας. Η αμφιπλευρικότητα εδώ μεταφράζεται ακριβώς σε μια συμμετρία σχέσεων του ατόμου τόσο προς την οικογένεια του πατέρα όσο και προς την οικογένεια της μητέρας. Κατά συνέπεια το άτομο έχει εμπιστοσύνη, δικαιώματα και υποχρεώσεις από και προς τους συγγενείς και από τις δύο πλευρές εξίσου. Από την άλλη είναι αλήθεια ότι το κύρος από την πατρική οικογένεια είναι μεγαλύτερο. Εντούτοις, η ποιότητα των σχέσεων καταγωγής από την πλευρά της μητέρας είναι πολύ σημαντική, καθώς μεταβιβάζει τις αποδεκτές ηθικές αξίες και πρότυπα στα παιδιά.

Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του αμφιπλευρικού χαρακτήρα της συγγένειας είναι ότι αυτή, τόσο σημασιολογικά όσο και από την άποψη των κοινωνικών δεσμών και κανόνων, δεν αφορά την καταγωγή από κάποιους κοινούς προγόνους από την πλευρά του πατέρα ή της μητέρας. Οι συγγενείς αντιλαμβάνονται την αμφιπλευρικότητα ως σχέσεις οι οποίες αποτελούν προέκταση (εκπορεύονται) από την οικογένεια του πατέρα και της μητέρας και όχι από κάποιον κοινό πρόγονο. Κατά τον Campbell ο όρος που εκφράζει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτήν την σχέση είναι «ισότιμη αμφιπλευρική προέκταση». Ο όρος αυτός υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι πλάγιοι συγγενείς αναγνωρίζονται μέχρι και το βαθμό του δεύτερου εξαδέλφου/ης, ταυτόχρονα από την πλευρά της μητέρας και του πατέρα. {J. Campbell, ο.π.: 48}

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι διαπιστώσεις του Roger Just, εκ των οποίων κεντρική θέση κατέχει η άποψη ότι τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε για την κοινωνική ζωή εάν προηγουμένως δεν κατανοήσουμε κάποια πράγματα για τη συγγένεια, γιατί «οι αξίες της οικογένειας και της συγγένειας φαίνονταν να διαπερνούν όλες σχεδόν τις πλευρές της ζωής στο χωριό, από το πού ψωνίζει κανείς μέχρι το ποιόν ψηφίζει, από τις μορφές της οικονομικής συνεργασίας μέχρι τις περιπέτειες της μετανάστευσης στο εξωτερικό». Τα ιδανικά της συγγένειας κατά τον Roger είναι η εμπιστοσύνη, η καλή θέληση, η τίμια συναλλαγή και η κυκλοφορία των διευκολύνσεων. {Roger Just, 1998: 315}

Στην έρευνά του για το Σπαρτοχώρι, στο Μεγανήσι του Ιουνίου ο Roger διαπιστώνει ότι το βασικό κύτταρο της συγγένειας είναι η οικογένεια, η οποία είναι επίσης αμφιπλευρική. Αυτό εκφράζεται μέσα από τη ρευστότητα της ορολογίας και την εξομοίωση των όρων που αφορούν όχι μόνο τους πατρογραμμικούς και μητρογραμμικούς συγγενείς, αλλά επίσης μέσα από την χρήση κοινών όρων που εξομοιώνουν τους συγγενείς από την πλευρά του συζύγου με τους συγγενείς από την πλευρά της συζύγου και επίσης για τις συζύγους όλων αυτών των συγγενών. Όλοι αυτοί οι εξ αγχιστείας συγγενείς θεωρούνται μέλη της «οικογένειας» και αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι εξ αίματος αμφιπλευρικοί συγγενείς. Για παράδειγμα αν ένα άτομο Α παντρευτεί την κόρη του αδελφού τού Β τότε ο Α γίνεται ανιψιός τού Β. Συνέπεια αυτού του τρόπου συγκρότησης και αντίληψης των συγγενειακών δεσμών είναι η δημιουργία ενός πλήθους συγγενών (θείων, ανιψιών, ξαδέλφων), έτσι ώστε στα πλαίσια ενός χωριού, μιας κοινότητας, κάθε άτομο συγγενεύει με τους μισούς κατοίκους, ή αλλιώς με το «μισό χωριό».

Όσον αφορά την έκταση της συγγένειας, η απαγόρευση της αιμομιξίας αποτελεί ένα σημαντικό όριο για τον ορισμό της «οικογένειας», εφόσον μόνο όταν «αλλάξει το αίμα» μπορεί κάποιος να παντρευτεί ένα συγγενή του. Ωστόσο η απαγόρευση της αιμομιξίας δεν συνιστά ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για τον ορισμό της συγγένειας όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των Σαρακατσάνων του Campbell. Αφενός γιατί οι Σπαρτοχωρίτες θεωρούν ότι ο γάμος απαγορεύεται ακόμα και μεταξύ τρίτων ξαδέλφων, αφετέρου ισχυρίζονται ότι τα τρίτα ξαδέλφια δεν είναι «οικογένεια». Με άλλα λόγια οι συγγενείς αυτού του βαθμού βρίσκονται στο όριο εκείνων οι οποίοι θεωρούνται συγγενείς στην καθημερινή ζωή ή για τους οποίους ισχύουν υποχρεώσεις της συγγένειας. {ο.π.: 328 – 329}

III. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΡΙΑΜΠΕΛΙΑΣ*

Μετά από αυτή τη σύντομη περιήγηση σε κάποιες αντιπροσωπευτικές εργασίες και συνεισφορές στην εθνογραφία του ελλαδικού χώρου πάνω στο ζήτημα της συγγένειας, θα αναφερθούμε στη συνέχεια στις γαμήλιες ανταλλαγές που επικρατούν στο χωριό Αγριαμπελιάς, ορεινό χωριό σε ένα νησί του Βορείου Αιγαίου. Θα παρουσιάσουμε τις καταγραμμένες ανταλλαγές, ως γαμήλιες στρατηγικές, σε αλληλοσχέτιση με τους τρόπους συγκρότησης της τοπικής ταυτότητας.

Η Αγριαμπελιά είναι  ένα ορεινό χωριό με 1200 κατοίκους περίπου. Τα εδάφη είναι σχετικά άγονα και ως επί το πλείστον υπάρχουν ελαιόδεντρα. Η κύρια παραγωγική δραστηριότητα εξ αιτίας των οικολογικών περιορισμών είναι η κτηνοτροφία. Εξ αιτίας των δύσκολων συνθηκών επιβίωσης και των περιορισμένων πόρων, ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού μετανάστευσε περιοδικά στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να βρει δουλειά και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Οι εργαζόμενοι άνδρες μετανάστευαν κυρίως στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις όπου η κύρια ασχολία τους ήταν οι οικοδομικές εργασίες. Το καθεστώς αυτής της ιδιότυπης μετανάστευσης συνεχιζόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Το αξιοσημείωτο στοιχείο εδώ, όσον αφορά το σύστημα συγγένειας και τις γαμήλιες πρακτικές, είναι ότι οι ανύπαντροι άντρες όταν επέστρεφαν στο χωριό μετά από απουσία οχτώ μηνών (από το Πάσχα έως τα Χριστούγεννα  κάθε έτους) «έψαχναν για γυναίκα» από την τοπική κοινωνία. Αλλά και οι οικογένειες των παντρεμένων αντρών δεν έφευγαν από το χωριό, παρά τη μεγάλη περίοδο απουσίας των συζύγων από το σπίτι. Δεν μετανάστευαν δηλαδή στον τόπο δουλειάς και περιοδικής διαμονής των αντρών. Το στοιχείο αυτό δηλώνει την κλειστή δομή της κοινωνίας των Αγριαμπελιτών. Οι γαμήλιες ανταλλαγές συντελούνταν μέσα στα πλαίσια της κοινότητας κατά παράδοση, μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’80. Από την περίοδο εκείνη αρχίζουν οι γαμήλιες ανταλλαγές με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Εξακολουθεί όμως να κυριαρχεί ο προηγούμενος κανόνας στην επιλογή συζύγου. Επίσης από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και έπειτα αρχίζει η μόνιμη μετανάστευση των νιόπαντρων ζευγαριών ή παλιότερων οικογενειών, γεγονός που σηματοδοτεί  μια αλλαγή στην κατεύθυνση πιο χαλαρών δεσμών και εσωτερικής συνοχής της κοινότητας.
Οι αλλαγές αυτές όμως είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, στον καθορισμό του οποίου υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες – οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, δημογραφικοί. Η ανάλυση αυτών των αλλαγών όμως δεν θα επιχειρηθεί στην παρούσα εργασία, καθώς υπερβαίνει τους στόχους και τις δυνατότητές της.

Το βασικό χαρακτηριστικό λοιπόν της συγγένειας στην Αγριαμπελιά είναι η «κλειστή» κοινοτική ενδογαμία και μόνο σε περιορισμένο βαθμό – έως το πρόσφατο παρελθόν – μπορούμε να πούμε ότι απέκτησε και κάποιες διαστάσεις «περιφερειακής» ενδογαμίας. Αυτό σημαίνει  ότι στην Αγριαμπελιά, όπως και σε άλλα ορεινά χωριά του νησιού, οι γάμοι επιτελούνταν αποκλειστικά στο εσωτερικό της κοινότητας. Χαρακτηριστικές φράσεις που αποδίδουν το συμβολικό νόημα αυτών των γαμήλιων προτιμήσεων και στρατηγικών οι οποίες προσανατολίζονται και συνδέονται άμεσα με τον τοπικό χαρακτήρα και την ταυτότητα της συλλογικής οργάνωσης και ζωής είναι οι παρακάτω: «παπούτσι από τον τόπος σου κι ας είν’ και μπαλωμένο», «το νερό, αφού το διψάει η αυλή γιατί να το ρίξεις αλλού», «δεν είναι καλό να φεύγει ο κόσμος». Εξάλλου όταν ένας άντρας έφερνε νύφη από άλλο χωριό έλεγαν ότι «αυτός έφερε ξένη», ενώ όταν κάποιοι δεν έβρισκαν νύφη στο χωριό και παντρευόταν αλλού σχολιαζόταν με τη φράση «είναι παρακατιανός, δεν βρήκε νύφη από το χωριό». 
Οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα (ηλικιωμένοι κατά βάση) υποστήριζαν ότι – κυρίως παλιότερα – «υπήρχε φόβος να πάρουμε κάποιον απ΄ έξω (εννοώντας από κάποιο άλλο, ακόμη και γειτονικό χωριό), δεν ξέρεις τι καπνό φουμάρει». Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι οι γαμήλιες πρακτικές καθορίζουν  αλλά και ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, το αίσθημα ασφάλειας και τη συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας -  η οποία ενέχει έντονες τοπικιστικές αναφορές – ενώ παράλληλα συνδέονται με την οικονομική οργάνωση της κοινότητας. Σύμφωνα με τις αναφορές των συνομιλητών μου, ένας σημαντικός λόγος που οι άνθρωποι επέλεγαν το γάμο μέσα στα όρια του χωριού ήταν να μη διασπάται η περιουσία. Μια άλλη πτυχή του γάμου αφορά συγκεκριμένη μορφή εκδήλωσης κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής: σε περιπτώσεις ορφανών ατόμων προτιμούνταν ο γάμος ακόμα και με δεύτερο ξάδελφο – ξαδέλφη. Σ ε αυτό το ζήτημα όμως θα επανέλθουμε παρακάτω.

Οι σχέσεις με τα γειτονικά χωριά ήταν κυρίως οικονομικές ή περιοδικές σε γεγονότα θρησκευτικά, για παράδειγμα σε πανηγύρια. Γίνονταν βέβαια και γάμοι κυρίως με το κοντινό, επίσης ορεινό, χωριό Μηλιά* ή με το σε μεγαλύτερη απόσταση και παραθαλάσσιο Πηγή*. Ένας σημαντικός συμβολικός παράγοντας όμως καθόριζε την ποιότητα των σχέσεων με αυτές τις δύο κοινότητες. Συμβολισμοί οι οποίοι εκφράζουν συγκεκριμένες νοοτροπίες και τρόπους ζωής. Οι Αγριαμπελίτες θεωρούν ότι έχουν πολλά κοινά στις συνήθειες και τις αξίες ζωής με τους Μηλίτες τους οποίους θεωρούν ότι, όπως και οι ίδιοι, ζουν πολύ λιτά, ασχολούνται με την κτηνοτροφία, δεν καταναλώνουν αλλά αντίθετα συσσωρεύουν και επενδύουν τα χρήματά τους κυρίως στη γη και την κατοικία. Σε αντίθεση με τους κατοίκους της Πηγής οι οποίοι στα μάτια των Αγριαμπελιτών είναι σπάταλοι, με επιχειρηματικό πνεύμα και για τους οποίους λένε απαξιωτικά ότι για μια νύχτα διασκέδασης «μπορεί να πουλήσουν και τα κεραμίδια του σπιτιού τους».

Η συγγένεια είναι αμφιπλευρική, ενώ η εγκατάσταση είναι μητροτοπική. Το ζευγάρι εγκαθίσταται στο σπίτι που δίνουν ως προίκα στη νύφη οι γονείς της, σύμφωνα με το έθιμο. Στην πραγματικότητα όμως γίνεται ένα παζάρι για την προίκα που εκτός από το σπίτι μπορεί να περιλαμβάνει ζώα, γη, χρήματα, ανάλογα με την περιουσία της οικογένειας της νύφης. Αντίστοιχα όμως και ο γαμπρός μπορεί να προσφέρει στην περιουσία του νέου νοικοκυριού ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των δύο οικογενειών. Για τους Αγριαμπελίτες το «σόι» ή η «ράτσα» αναφέρονται στην καταγωγή του ατόμου είτε από την πλευρά του πατέρα είτε της μητέρας. Το σόι της μητέρας είναι αναλόγως σημαντικό με αυτό του πατέρα, «υπολογίζεται» όπως λένε οι ντόπιοι. Επίσης εξίσου σημαντική είναι η οικογένεια της νύφης μέσα στο συγγενικό σύστημα των Αγριαμπελιτών. Η μητέρα είναι ένα σεβάσμιο πρόσωπο, σύμβολο αγάπης, τρυφερότητας, θαλπωρής, τιμής και αγνότητας.

Οι συγγενικοί δεσμοί εκτείνονται και προς τις δύο πλευρές της οικογένειας και είναι πολύ ισχυροί έως το βαθμό των δευτεροξαδέλφων. Εντούτοις αυτοί οι συγγενείς κατέχουν μια ρευστή θέση στο σύστημα. Οι συνομιλητές μου υποστήριζαν ότι γίνονται πολλοί γάμοι μεταξύ δευτεροξαδέλφων είτε από τη μεριά του πατέρα είτε της μητέρας. Η χαλαρότητα των απαγορεύσεων – κωλυμάτων  δηλώνεται από τις φράσεις: «για τα πρώτα (ξαδέλφια) ρώτα, για τα δεύτερα ελεύθερα», ή «να παντρεύονται μέσα στα σόγια». Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι το γεγονός ότι πριν σαράντα – πενήντα χρόνια ο «παπάς απαγόρευε το γάμο με τα δεύτερα ξαδέλφια». Άρα μιλούμε  για συνειδητές επιλογές για τη στήριξη και αναπαραγωγή της τοπικής κοινωνίας.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η συγγένεια  και οι γαμήλιες πρακτικές συνδέονται άρρηκτα με τις επιλογές και τις γενικότερες στρατηγικές που ανταποκρίνονται στα νοήματα, στις αξίες και τη νοοτροπία των κατοίκων της κοινότητας και παράλληλα συνθέτουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή. Παράλληλα η οργάνωση της κοινότητας κατά οικογένειες και σόγια, δημιουργεί μια συλλογική ταυτότητα «κλειστή» και δύσπιστη για τα άτομα εκτός αυτής. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι τα μέλη ακόμα και γειτονικών κοινοτήτων ονομάζονται «ξένοι».
Ο γάμος μέσα στα πλαίσια του χωριού τροφοδοτείται από, και τροφοδοτεί, τη συλλογική ταυτότητα μιας αυτάρκους και κλειστής ορεινής κοινότητας. Μια κοινότητα η οποία συγκροτείται στη βάση ισχυρών δεσμών αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης, απαραίτητων για την επιβίωση στο αφιλόξενο ορεινό περιβάλλον, στις συνθήκες της κτηνοτροφικής παραγωγής. Ο γάμος μέσα στα πλαίσια της κοινότητας συμβολίζει και αναπαράγει την προσήλωση στον τόπο, την ανάγκη για ασφάλεια και συνοχή για σταθερές σχέσεις μεταξύ οικείων ατόμων. Η αναζήτηση του μελλοντικού γαμπρού ή νύφης από «καλή οικογένεια» δηλώνει την παρεμβολή του παράγοντα της τιμής και του κύρους, ως σημαντικών αξιών οι οποίες καθορίζουν τη θέση του ατόμου μέσα στη κοινωνία.

Η συγγένεια ως ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων όπου μέσα από ένα σύνολο κανόνων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων οργανώνει ένα σημαντικό μέρος της ζωής των ανθρώπων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική δομή ως όλον, ενώ μπορεί να έχει οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Παράλληλα θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα δίκτυο ανταλλαγών αγαθών και γυναικών διαμέσου του οποίου δημιουργούνται συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και συγκροτούνται νέα πλέγματα κοινωνικών σχέσεων και δεσμών. Ανεξάρτητα λοιπόν από τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τα αναλυτικά εργαλεία που υιοθετούμε για την ερμηνεία της συγγένειας, είναι κοινός τόπος πλέον ότι η γνώση μας για το αντικείμενο αποτελεί το κλειδί για την ουσιαστική και βαθιά κατανόηση της κοινωνίας που μελετούμε. 
* Τα ονόματα των τόπων που αναφέρονται είναι ψευδώνυμα, για λόγους δεοντολογίας.  
** Στην αμφιπλευρική οργάνωση της συγγένειας προσμετρούνται στους συγγενείς ταυτόχρονα τόσο αυτοί από την πλευρά του πατέρα όσο και αυτοί από την πλευρά της μητέρας. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-    Jack, Goody (1983): The Development of the Family and Marriage in Europe, Cambridge University Press, Cambridge
-    J. K. Campbell (1964):  Honour, Family and Patronage, Oxford University Press, New York and Oxford
-    Margaret E. Kenna (1976):    The Idiom of Family στο Mediterranean Family Structures, Cambridge University Press, London, New York, Melbourne
-    Roger Just (1992): Τα όρια της συγγένειας: Συγγένεια και κοινωνικό φύλο σε ένα νησί του Ιονίου, στο Ταυτότητες και Φύλλο στη Σύγχρονη Ελλάδα. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα

Αθήνα, 24/5/2011
Δημήτρης Φασόλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου