Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ
"Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ"
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Mandela - Free Spirit

Mandela - Free Spirit

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ – ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ*

* (Πηγή: Κατσιμάνης Κ και Βιρβιδάκης Σ, 2001.Προβλήματα Φιλοσοφίας, Γ΄ τάξη Ενιαίου Λυκείου, ΟΕΔΒ)
Εισαγωγή
Το παρόν κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες, αποτελεί μια εισαγωγή στο θέμα, μια συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων σχολών, ρευμάτων και των βασικών φιλοσοφικών εννοιών. Στόχος του είναι να αποσαφηνιστούν το περιεχόμενο αυτών των εννοιών για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προχωρήσει σε ένα επόμενο στάδιο στην εμβάθυνση στις φιλοσοφικές έννοιες και τα γνωσιοθεωρητικά συστήματα.
Γιατί όμως να ασχοληθεί κανείς με τέτοια «βαριά» φιλοσοφικά ζητήματα; Μήπως αυτά θα πρέπει να απασχολούν μόνο όσους θέλουν να ασχοληθούν με συστηματικό τρόπο με τη φιλοσοφία; Η απάντηση είναι ότι η ενασχόληση και εξοικείωση με θεμελιώδη θεωρητικά-γνωσιολογικά ζητήματα  ενδιαφέρει – ή θα έπρεπε να ενδιαφέρει – όλους, και ιδιαίτερα τους πολιτικοποιημένους ανθρώπους.
Διότι, έχοντας γνωστικά και θεωρητικά εφόδια, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να κατανοηθεί πληρέστερα η πραγματικότητα γύρω μας με τα διάφορα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενά της. Όπως επίσης είναι ευκολότερο να διατηρείται η απαραίτητη απόσταση ανάμεσα στο υποκείμενο και το φαινόμενο που εξετάζεται, για μια περισσότερο αντικειμενική και έγκυρη ανάλυση. Τέλος, πίσω από ό,τι λέγεται ή πράττεται, ιδιαίτερα πίσω από πολιτικές, ρητορικές και ιδεολογίες, κρύβονται κάποιες φιλοσοφικές παραδοχές ή και ολόκληρα φιλοσοφικά ρεύματα. Κατά συνέπεια, όταν υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία (και ανάμεσά τους σίγουρα είναι η γνωσιολογία-φιλοσοφία), τότε καθίσταται δυνατή, σε πρώτη φάση, η κατάταξή τους σε κάποια σχολή ή ρεύμα. Και σε δεύτερη φάση η κριτική εξέταση και ο έλεγχος της εγκυρότητας, των αδυναμιών και των θετικών στοιχείων αυτών των ιδεολογιών, πολιτικών φιλοσοφιών, λόγων και πρακτικών. 
Τι σημαίνει «ξέρω» και «γνωρίζω»; (τι είναι γνώση;)
Όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις «ξέρω» και «γνωρίζω», συνήθως εναλλάξ και σε διαφορετικά συμφραζόμενα (π.χ. «ξέρω (να παίζω) βιολί», «εκείνο τον άνθρωπο τον γνωρίζω»), τους αποδίδουμε ταυτόσημο περιεχόμενο, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με τις επικοινωνιακές περιστάσεις και το μήνυμα που μεταδίδεται μεταξύ των συνομιλητών (είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο). Έτσι, τόσο η έννοια «ξέρω» όσο και η έννοια «γνωρίζω» σημαίνει ότι έχουμε κάποιες δεξιότητες και ικανότητες, τις οποίες έχουμε καλλιεργήσει και αναπτύξει, μέσω της μάθησης. Σημαίνουν ακόμη την αποκτημένη γνώση πάνω σε ένα γνωστικό ή επιστημονικό αντικείμενο, μέσα από συστηματική και σε βάθος μελέτη. Επίσης, το «γνωρίζω» έχει την έννοια του αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι, όπως και την έννοια του κάνω κάτι γνωστό ή συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιους άλλους παρευρισκόμενους, αλλά και τη γνωριμία μεταξύ ανθρώπων.
Γνωρίζω όμως σημαίνει και τη νοητική εκείνη λειτουργία της αντίληψης και της σκέψης (η νοούσα συνείδηση, με άλλα λόγια) μέσω της οποίας προσλαμβάνω και κατανοώ τον κόσμο γύρω μου, όλα τα πράγματα (έμψυχα και άψυχα, οργανικά και ανόργανα) που με περιβάλλουν. Με άλλα λόγια, σημαίνει ότι «έρχομαι σε επαφή, αποκτώ γνώση για κάτι» (βλ. λεξικό Μπαμπινιώτη).  
Όμως ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο αυτού του «ξέρω» και «γνωρίζω»; Αυτό είναι που ενδιαφέρει διαχρονικά τη φιλοσοφία και τον ιδιαίτερο κλάδο της, τη γνωσιολογία. Πιο συγκεκριμένα η φιλοσοφία διερωτάται και ερευνά, τι είναι γνώση, πώς γνωρίζουμε τον κόσμο, αν και κατά πόσο είναι δυνατή αυτή η γνώση του κόσμου. Επίσης, διερευνά ποιο είναι το αντικείμενο της γνώσης.
Από πού πηγάζει όμως αυτό το ενδιαφέρον και η επίπονη ενασχόληση των φιλόσοφων; Πηγάζει ακριβώς από τη γενικότερη στάση των φιλοσόφων, η οποία συνίσταται στα εξής:
  • Αμφισβητούν κριτικά τις περισσότερες καθημερινές πεποιθήσεις και ιδέες των ανθρώπων, την απλουστευτική και «κοινή» λογική που αποτελείται συνήθως από ένα σύνολο προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Προσπαθούν λοιπόν να προσδιορίσουν αν αυτές αποτελούν γνώση, στο βαθμό που ο πολύς κόσμος τις αποδέχεται χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο ως αυτονόητες.
  • Πασχίζουν να προσδιορίσουν και να περιγράψουν τις σημαντικότερες μορφές γνώσης.
  • Εργάζονται για να διαμορφώσουν ασφαλή κριτήρια, έτσι ώστε η γνώση που αποκτούμε να είναι έγκυρη και με αποδεικτική ισχύ (αληθής γνώση).
Η φιλοσοφία δεν ασχολείται τόσο με την πρακτική γνώση (τη γνώση εκείνη που έχει να κάνει με πρακτικές και τεχνικές δεξιότητες της καθημερινότητας) ή, σωστότερα, ασχολείται με αυτές τις πρακτικές γνώσεις στο βαθμό που συνδέονται με τα γενικότερα γνωστικά και φιλοσοφικά ζητήματα και επιπλέον μας βοηθούν να τα προσεγγίσουμε και από άλλες οπτικές γωνίες. Η φιλοσοφία ενδιαφέρεται για την προτασιακή σκέψη (προτάσεις κρίσεις, συλλογισμοί, επιχειρήματα) και με το πώς μπορούμε να αποφανθούμε με έγκυρο και ορθό τρόπο, μέσα από τις κατάλληλες λογικές διαδικασίες, για την ορθότητα (ή το ψεύδος) αυτών των προτάσεων.
Τα φιλοσοφικά προβλήματα και οι σχολές
Τα προβλήματα-ερωτήματα που τίθενται λοιπόν σε σχέση με τη γνώση (γνωσιολογικά προβλήματα-ερωτήματα) μπορούμε να τα διακρίνουμε στις εξής τρεις κατηγορίες:
  1. Το πρόβλημα του αντικειμένου ή της ουσίας: Υπάρχει (αντικειμενική) πραγματικότητα;
  2. Το πρόβλημα της δυνατότητας: Μπορούμε να γνωρίσουμε την (αντικειμενική) πραγματικότητα;
  3. Το πρόβλημα της πηγής: Από πού πηγάζει η γνώση μας για την (αντικειμενική) πραγματικότητα;
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η κατάταξη των διαφόρων σχολών σύμφωνα με το πώς τοποθετούνται στα γνωσιολογικά ερωτήματα, έχει καθαρά ταξινομική και μεθοδολογική αξία. Δεν υπάρχουν δηλαδή στην πραγματικότητα σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους διάφορους στοχαστές-φιλοσόφους που παρουσιάζονται ως αντιπρόσωποι των εν λόγω σχολών και ρευμάτων. Συχνά, ένας φιλόσοφος μπορεί να τοποθετείται απέναντι σε ένα ζήτημα με τέτοιο τρόπο ώστε να εντάσσεται στη μια σχολή και σε ένα άλλο ζήτημα να θεωρείται ότι απαντά από την οπτική (δηλαδή, με βάση τα κριτήρια) μιας άλλης σχολής.

Α) Το πρόβλημα του αντικειμένου ή της ουσίας: Υπάρχει (αντικειμενική) πραγματικότητα;
Διατυπώνεται το ερώτημα: Ο κόσμος υπάρχει πραγματικά – έξω από τη συνείδηση – και είναι ανεξάρτητος από αυτήν;
Στο ερώτημα αυτό τοποθετούνται οι παρακάτω σχολές ή ρεύματα σκέψης:
1) Ιδεαλισμός, 2) Ρεαλισμός, 3) Φαινομενισμός (Kant) και 4) Φαινομενολογία.
1)     Ιδεαλισμός:
Στο πρόβλημα αυτό τοποθετείται ο ιδεαλισμός υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος γύρω μας δεν έχει αντικειμενική υπόσταση. Τον ιδεαλισμό τον διακρίνουμε σε δύο επιμέρους τάσεις, τον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό ιδεαλισμό.
1.1.       Υποκειμενικός ιδεαλισμός: Ο «κατ’ αίσθηση» κόσμος είναι κάτι το πνευματικό και υπάρχει μόνο ως παράσταση στη συνείδηση.
Ντεκάρτ (Descartes): Ο Ντεκάρτ προβληματίζεται για την αντικειμενική πραγματικότητα. Θέλει να θεμελιώσει από την αρχή κάθε ανθρώπινη γνώση, ώστε η γνώση να έχει αποδεικτική ενάργεια, δηλαδή να πείθει για την εγκυρότητά της.
Ο Ντεκάρτ γίνεται για μεθοδολογικούς λόγους σολιψιστής (solus + ipse): το μόνο αναμφισβήτητο είναι η συνείδηση με το περιεχόμενό της. Για όλα όσα υπάρχουν πρέπει να αμφιβάλλω (γιατί είναι πολύ πιθανό ένα «πονηρό πνεύμα» να με εξαπατά).
Το ότι αμφιβάλλω δείχνει ακριβώς το ότι σκέφτομαι. Το ότι σκέφτομαι με πείθει ότι υπάρχω («cogito ergo sum»). Η σκέψη μου με τρόπο ενορατικό βεβαιώνει για την ύπαρξή μου. Η γνήσια-αληθής γνώση χαρακτηρίζεται από ενόραση και προφάνεια. Ενώ η επίγνωση της τελειότητας που έχω, πηγάζει από τον θεό.
Μπέρκλευ (Berkeley): Ο εξωτερικός κόσμος θρυμματίζεται σε μια σειρά από συνειδησιακές καταστάσεις = ένα σύνολο από «ιδέες», μια δέσμη από αισθήματα όρασης, ακοής, αφής κ.λπ.
Για παράδειγμα, η πόρτα μπροστά μου δεν έχει υπόσταση. Το χρώμα της είναι προϊόν του αισθήματος όρασης, η αντίσταση του χεριού μου πάνω της είναι προϊόν του αισθήματος της αφής, ο κρότος καθώς κλείνει είναι αποτέλεσμα του αισθήματος της ακοής. 
Αλλά το χρώμα, η δύναμη αντίστασης κ.λπ. δεν είναι αυθύπαρκτες ουσίες – είναι ένα σύνολο ιδεών. Αν όμως η «αντικειμενική» πραγματικότητα δεν είναι αυθύπαρκτη, τότε πώς εξηγείται η κανονικότητα που εμφανίζει ο εξωτερικός κόσμος; Οι κοινές σε όλους συνειδησιακές καταστάσεις και η τάξη με την οποία παρουσιάζονται πρέπει να αποδοθούν στην παρέμβαση του Θεού: πρόκειται για παραστάσεις θεϊκής διάνοιας που αυτή τις εμφανίζει στην αντίληψή μας με βάση κανόνες («Ο κόσμος είναι ένας λόγος που ο Θεός εκφωνεί στους ανθρώπους»).
1.2. Αντικειμενικός ιδεαλισμός: Ο κόσμος είναι ένα ατελές αντίγραφο ή απλή έκφανση της ιδέας. Η ιδέα είναι η αιτία της ύπαρξης – υπάρχει σε ένα διαφορετικό οντολογικό επίπεδο.
Πλάτων: Η αληθινή ουσία των όντων (οι ιδέες, το «όντως ον») έχει αντικειμενική υπόσταση, υπάρχει «αφ’ εαυτής». Επιπλέον, οι ιδέες όχι μόνο δεν δημιουργούνται από τη συνείδηση, αλλά και υπερβαίνουν τον κατ’ αίσθηση κόσμο. Βρίσκονται έξω και πάνω από αυτόν, σε ένα υπέρτερο οντολογικό επίπεδο. 
Έγελος (Hegel): Το «όντως όν» είναι η καθαρή νόηση, η ιδέα. Η ιδέα υπάρχει καθεαυτήν, αποτελώντας την ουσία του κόσμου, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τη σκέψη μας.  Η ιδέα υπάρχει και στη σκέψη μας, έτσι η τελευταία συλλαμβάνει την ιδέα, επειδή είναι ομοούσια προς αυτήν.
Η ιδέα βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή, ένα αέναο γίγνεσθαι. Οι νόμοι αυτού του γίγνεσθαι σε γενικές γραμμές είναι οι ακόλουθοι:
Μια ιδέα (θέση) δεν μπορεί να τεθεί χωρίς να προκαλέσει την αντίθετη θέση (αντίθεση), η οποία αποτελεί άρνηση της πρώτης.
Η θέση και η αντίθεση ξεπερνιούνται με την άρνηση της άρνησης (αργότερα οι μαρξιστές θα την ονομάσουν σύνθεση).
Η σύνθεση είναι μια καινούρια θέση που προκαλεί ξανά μια αντίθεση κοκ. (διαλεκτική).
Για παράδειγμα, η έννοια «γίγνεσθαι», μία από τις θεμελιώδεις έννοιες στο φιλοσοφικό σύστημα του Hegel, προκύπτει από την αντίθεση των εννοιών «ύπαρξη» («είναι») και «μη ύπαρξη» [αλλιώς, «μη είναι» ή «μηδέν» (0)]. Έτσι, το «γίγνεσθαι» προκύπτει από το ξεπέρασμα της αντίθεσης, είναι η άρνηση της άρνησης ανάμεσα στο «είναι» και στο «μηδέν» («μη είναι»). Επομένως, είναι μια σύνθεση, η οποία ταυτόχρονα συναιρεί (κλείνει μέσα του και τα δύο) αλλά και υπερβαίνει τις δύο αντιθετικές έννοιες.
Αυτό συμβαίνει γιατί «κάθε ον περιέχει αντιθετικούς προσδιορισμούς» και επομένως «γνώση της έννοιας ενός πράγματος σημαίνει γνώση του αντικειμένου αυτού ως ενότητας αντιθετικών προσδιορισμών». Επειδή όμως η ιδέα ταυτίζεται με το διαρκώς μεταβαλλόμενο Είναι, η διαλεκτική κίνηση, δηλαδή το αέναο γίγνεσθαι, είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να συλλάβουμε το Είναι.
2. Ρεαλισμός
Στους αντίποδες του ιδεαλισμού τοποθετείται ο ρεαλισμός. Στο ερώτημα αν ο κόσμος βρίσκεται έξω από τη συνείδηση και είναι ανεξάρτητος από αυτήν, απαντά καταφατικά.
2.1. Αφελής ρεαλισμός: τα πράγματα όχι μόνο υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας, αλλά και τα γνωρίζουμε όπως ακριβώς είναι. Ο αφελής ρεαλισμός είναι ευρύτατα διαδεδομένος, γιατί από αυτόν διέπεται η κοινή λογική των ανθρώπων.
Εμπεδοκλής: (5ος αι. π.Χ.) διδάσκει ότι η αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας προέρχεται από μόρια, τα οποία εκπέμπονται από τα αντικείμενα και προσβάλλουν τα αισθητήρια όργανα. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου γιατί κλείνει μέσα του στοιχεία ομοειδή προς εκείνα από τα οποία αποτελείται ο κόσμος. Επομένως, γνωρίζουμε τα όμοια με τα όμοια (π.χ. το νερό με το νερό, τη φωτιά με τη φωτιά) και άρα γνωρίζουμε την πραγματικότητα όπως αυτή είναι. 
2.2. Κριτικός ρεαλισμός: Τα πράγματα υπάρχουν βέβαια ανεξάρτητα από τη συνείδησή μας, αλλά ανάμεσα σε αυτήν και σε εκείνα παρεμβάλλονται οι αισθήσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ιδιότητες των πραγμάτων είναι, ως ένα βαθμό, δημιούργημα των τελευταίων και όχι κάτι αντικειμενικό.
Δημόκριτος: Εκείνο που πραγματικά υπάρχει είναι τα άτομα με τις ιδιότητές τους (μέγεθος, σκληρότητα, βάρος) και το κενό. Όλες οι άλλες ιδιότητες έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα.  
Επίκουρος: Τα άτομα δίνουν στα αντικείμενο μόνο το σχήμα, βάρος και μέγεθος και όσα σχετίζονται με αυτά. Οι ποιότητες δεν προέρχονται από τα άτομα, λόγου χάρη τα χρώματα δεν είναι ουσιαστικές ιδιότητες των πραγμάτων.
Τόσο ο Δημόκριτος όσο και ο Επίκουρος προσπαθούν να διαχωρίσουν τις ουσιαστικές ιδιότητες των πραγμάτων, οι οποίες έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, από άλλες ποιότητες που εξαρτώνται από τις αισθήσεις μας και από το πώς προσεγγίζουμε τα πράγματα (θέση, διάθεση κ.λπ.) και άρα είναι υποκειμενικές και σχετικές.
Χομπς (Hobbes), Ντεκάρτ (Descartes), Λοκ (Locke): υποστηρίζουν – με διάφορες παραλλαγές – ότι πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε πρώτες και δεύτερες ουσίες. Οι μόνες ουσίες που πραγματικά υπάρχουν και χαρακτηρίζουν τα αντικείμενα είναι οι πρώτες ουσίες (σχήμα, βάρος, πυκνότητα, κίνηση κλπ), οι οποίες υπόκεινται σε ποσοτικές διαφορές. Αντίθετα, οι δεύτερες ουσίες (ήχοι, χρώματα, θερμότητα, ψύχος κτλ) στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Είναι απλώς επιγεννήματα των πρώτων ουσιών και προέρχονται από τον τρόπο με τον οποίον η συνείδησή μας αντιλαμβάνεται τις ποσοτικές διαφορές.  
(Η συνέχεια τη Δευτέρα, 11/7/2011) 
Αθήνα, 9/7/2011
Δημήτρης Φασόλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου